Καλά περνούσε ο κόσμος στη επαρχεία, στα χωριά!...
Ανέμελα,
χωρίς πολλές, μεγάλες στενοχώριες, με γλέντια, χορούς και πανηγύρια.
Ήρθανε
όμως τα χρόνια τα άσχημα, από το μυαλό των ηγετών, το φταίξιμο των ανθρώπων. Συνεμπήκε,
χωρέθηκε και ο διάβολος και έπεσε η κατάρα…
Η γκρίνια, η φαγωμάρα!…
Χωρίς αιτία και αφορμή, οι άνθρωποι μαλώνανε μεταξύ
τους… Και ολημερίς ήσαν στα δικαστήρια!.. Τις καλλιέργειες στα χωράφια τους τις παράτησαν…
Δεν πρόσεχαν, δεν τάιζαν τις κότες!...
Και
αυτές πεισμάτωσαν, να τους γεννάνε αυγά,
σταμάτησαν!...
Δεν θέλουν…
Στην αρχή η
λίγη γκρίνια, σαν την φωτιά απλώθηκε και έγινε πολύ, μεγάλη…
Το κακό έχει
παραπάρει…
Και ο παπάς του χωριού, που όλοι οι άνθρωποι από τις συμβουλές του,
δεν παίρνανε, δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει, κατέφυγε στην μοναδική ελπίδα.
Στην
Παναγιά!..