Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Τα δύο μεγάλα μπαλώματα

Αναδημοσίευση
Πηγή:www servou.gr

Πριν τον πόλεμο του 1940, οι τότε κυβερνώντες, αλλόμισθοι ιθύνοντες, εξέδωσαν φιρμάνι να σφαγιασθούν τα κοπάδια γιδιών, με το πρόσχημα ότι έτρωγαν τη βλάστηση. Η πραγματικότητα ήταν ότι, αφού τα σφάγιασαν, τα έστειλαν σε κάποιο κέντρο στο εξωτερικό και εκεί τα μετάλλαξαν σε κονσέρβες, σε μπότες, καμπαρτίνες και άλλες ενδύσεις του γερμανικού στρατού. Πήραν επίσης και τα μουλάρια, τον κινητήριο μοχλό για την επιβίωση, τα οποία όργωναν τη γη και μετέφεραν το κάθε τι. Πιθανώς και αυτά να έγιναν κονσέρβες και ενδύματα του γερμανικού στρατού.
Στη συνέχεια έγινε ο πόλεμος και ακολούθησε ο εμφύλιος, με ότι αυτό συνεπάγεται για την επιβίωση του λαού (ότι χειρότερο). Η Ελλάδα βρισκόταν στην πιο άθλια κατάσταση. Ήταν σχεδόν «καμένη γη του Ιμπραήμ». Κυριαρχούσε η απόγνωση, ενώ η πείνα, ο χειρότερος σύμβουλος του ανθρώπου, θέριζε.
Οι ηρωικές μανάδες (στην κυριολεξία και όχι μεταφορικά) μετέρχονταν οτιδήποτε, να δώσουν τροφή και ένδυση στις οικογένειές τους. Με τον κασμά έσκαβαν τα χωράφια και τους κήπους, ζαλωνόντουσαν ξύλα στην πλάτη τους και τα κουβαλούσαν στο σπίτι για ζέσταμα, μάζευαν αγκόρτσα και βελάνι, τα έψηναν στο φούρνο, τα έτριβαν με ένα λιθάρι και τα έκαναν αλεύρι.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Το ξύδι της Κάτσιαινας

Του Βαγγέλη Κ Χριστόπουλου
Αναδημοσίευση πηγή: Μυγδαλιά Αρκαδίας

Είχαν δικά τους αμπέλια σε δυο τρείς μεριές, κάτι μακρινάρια κοντά προς τα Κερπινιώτικα. Ήσαν νοικοκυραίοι άνθρωποι με τα όλα τους. Καλλιεργούσαν αμπέλια και χωράφια ακούραστα. Το κρασί το κουβάλαγαν στο κελάρι τους με μουστιές και το έριχναν στα μεγάλα βαγένια που ήσαν αράδα - αράδα στον δροσερό αυτό χώρο.
Είχαν ποτιστικά χτήματα στον κάμπο, χωράφια στην Περαμεριά, στο Διχαλωτό, στα Σελά, στην Καρέκη και αλλού.
Η Κάτσιαινα πηγαινοερχόταν σε όλες τις δουλειές, χωρίς να νοιώθει κούραση. Ήταν γεροδεμένη και ψηλή γυναίκα, όμορφη που μάγεψε τον Κάτσια-Ανάστο και την παντρεύτηκε για την ομορφιά της!
Ήταν αφοσιωμένη μάνα και λαχταρούσε να φροντίζει τα παιδιά της, όταν γυρνούσαν από το παιγνίδι στο σπίτι βρόμικα, με γδαρμένα πόδια και πληγές.
Σάματι είχε γεννήσει και λίγα; Δέκα τέσσερες γέννες έκανε! Μα και τα συγγενικά της παιδιά, παιδιά της τα ένοιωθε. Τις ίδιες ημέρες που γεννήθηκε η κόρη της η Ξιοξιώ, γεννήθηκαν η Θιοφάνη του Κούφη και η Μαριγώ του Σταμίρη. Τις βύζαινε και τις τρείς μαζί, γιατί οι μανάδες τους δεν είχαν γάλα.
Όπου έβλεπε άδικο, μάλωνε. Μόλογο έμεινε με το χαστούκι που έδωσε στον Μπαρούνοκώστα κοντά στον πλάτανο της εκκλησιάς. Η Σταμιροβαγγελιά ήταν ανιψιά της και είχε αφήσει τα πρόβατά της στο χωράφι του Μπαρούνη που ήταν πάνω στ’ αμπέλια, « Στη Μπαρουναίϊκη χούνη». Εκείνος θεώρησε καλό να την μαλώσει και ίσως να την χαστούκισε κιόλας . 
Η Κάτσιαινα τότε πήρε τον νόμο στα χέρια της και ανταπέδωσε το χαστούκι!.