Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Τι θέλουμε;;;...



Τι θέλουμε;...
Νόμους;... Ή παρανόμους;...

Αλήθεια;... Ή υποκρισία;...


Γενικεύσεις;... Ή εξαιρέσεις;...

Η ανοχή είναι συνενοχή;..

Να είναι και να μην είναι!...

Όλα αυτά!...

(.Σκωπτικά )

1) Θέλουμε τους παράνομους για να ασχολούμαστε με αυτούς, να φτιάχνουμε τους νόμους, για να ξεφεύγουν οι τρανοί παράνομοι και για να είναι οι νόμοι οι ξόβεργες για να πιάνουν  τα πεινασμένα τσιροπού
λια ....


2)Θέλουμε την αλήθεια από τους μικρούς, τους τίμιους και ηθικούς και υποκρισία από τους τρανούς, που κάνουν τους φτωχούς, τους τίμιους, τους κατατρεχμένους συνέχεια και πάντα τους αδικημένους, για να τους βοηθάνε οι φτωχοί και με τον τρόπο τους να τους την λένε:

" Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω..."
 Και να τους περιγελάνε ....


3) Γενίκευση στην προσφορά, στην δουλειά και εξαιρέσεις στην μπουκιά!...

"Το ψαχνό ο καλοφαγάς, ο κηφήνας, το κόκαλο ο εργάτης..."
Και πολύ του είναι.... 


4) "Όλα τα λουριά στο μαύρο (Βόδι) ,για να βγει η αυλακιά πέρα" 

"Στο βόδι βάλε του σανό ...Στου αλόγου τον ντορβά βάλε κριθάρι!.."

Οι φτωχοί ένοχοι και συνένοχοι... Οι τρανοί, αθώοι...
Καταραμένη φτώχεια...

 "Όπου φτωχός και η μοίρα του"

Γιάννης Στ Βέργος (gortyinios .isv)
11/12/2019


Σχόλια


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Η ψυχή και ο Χάρος

Ψυχή νεκρού Ικέτις πήγε κι έκρουσε - του χάροντα την πόρτα.Άνοιξε χάρε σου ζητώ - μια χάρη να μου κάνεις...
Δείτε περισσότερα

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα
ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΧΑΡΟΝΤΑΣ

 Ψυχή νεκρού, Ικέτις πήγε κι έκρουσε -
του χάροντα την πόρτα.
Άνοιξε χάρε σου ζητώ - μια χάρη να μου κάνεις
άφησ’ αν θες τ’ απόβραδο - το παραθύρι ανοιχτό,
σαν το πουλί να πεταχτώ - εις τον επάνω κόσμο
μήτε να φάω και να πιω - μήτε να τραγουδήσω.
Παρά ναδώ τον τόπο μου - να πα’ στο σπιτικό μου,
να ειδώ γειτόνους και γνωστούς - να τους καλημερίσω,
το ταίρι μου τ’ αδέλφια μου - τι έχω παιδιά κι εγγόνια.
Να ειδώ πώς ζουν τι κάνουνε - στη ζήση πώς πορεύουν,
να βγω στις ράχες στις κορφές - αγνάντια στο χωριό μου,
να ειδώ τους φίλους τους πολλούς - να ειδώ ποιος με θυμάται,
και μία σκόλη μια γιορτή - να ξαναρθώ στον Άδη.
Μεγάλη χάρη μου ζητάς - τις απαντάει ο Χάρος,
αφού δεν είσαι μόνο εσύ - που μου ζητάς να φύγεις.
Και πώς θα βγεις; - και πώς θα μπεις;
που θα σε αγροικήσουν - και θα ξυπνήσουν οι νεκροί,
και όλοι αυτό θα θέλουν - και όλοι αυτό γυρεύουν.
Αυτό ζητάει ο γεωργός - αυτό και ο τσοπάνης,
τους στάβλους θέλουν να ειδούν - τ’ αμπελοχώραφά τους,
να πιάσουν αλετρόχερο - να σπείρουν να θερίσουν,
να ειδούνε τα κοπάδια τους - και τα νοικοκυριά τους.
Αχέ το μάθει κι ο παπάς - και φτούνος θα ζηλέψει
να βγει κι αυτός μια Κυριακή - μια μεγαλοβδομάδα,
αντάμα με τους ψάλτες του - να ειπούν το Κύριε ελέησον,
για να μοιράσει αντίδωρο - να του φιλούν το χέρι,
να στεφανώσει ανδρόγυνα - παιδάκια να βαφτίσει,
να πιάσει και το θυμιατό - να μοσχολιβανίσει.
Θα θέλουνε κι οι δάσκαλοι - κι ούλοι οι καλαμαράδες,
να παν ν’ ανοίξουν τα σχολειά - να μάσουν μαθητάδες,
και να τους απομάθουνε - ότ’ είχαν ξεχασμένο,
να έχουν πλέρια φρόνηση - και σέβας και αγάπη,
να τους ειπούν για τη ζωή - την πάνω και την κάτω,
να χαίροντε τα νειάτα τους - που σαν νερό περνάνε,
περνάν και δεν ματάρχοντε - όσο κι αν πεθυμάνε.
Και όταν θα ‘ρθούνε οι παλιοί - σεβάσμιοι μεγάλοι
μπορώ σε δαύτους να ειπώ - πως καρτερούνε κι άλλοι,
οι αλυσίδες είν’ χονδρές - κι οι κλάπες σκουριασμένες,
οι πόρτες είν’ ασήκωτες - κι οι κλειδαριές σπασμένες.
Στα νειάτα όμως τι να ειπώ; - σε νειές και παλικάρια,
που θα ζητούν να τρέξουνε - στα πράσινα λιβάδια
να μάσουν μοσχολούλουδα - να πλέξουνε στεφάνια,
στεφάνια για τον έρωτα - που είναι στερημένα,
εκεί είναι ο πόνος ο βαθύς - όπου πονεί κι εμένα.
Μεγάλη χάρη μου ζητάς - πες μου πώς να το κάνω,
ν’ αφήσω πόρτα ανοιχτή; - κι αν μπει το φως της μέρας;
θα γίνει αχ νεκροψυχή - μεγάλη φασαρία
και θα νομίσουν οι νεκροί - πως ήρθ’ αυτό που καρτερούν,
δευτέρα..παρουσία !!
… ΛΕΩΝ. Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
( από τήν ποιητική συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ )