Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Μουγκάθηκαν τα γαλόνια!...


Μια ιστοριούλα θα σας ειπώ, όπως μου την είπανε και μένα οι άλλοι.  
Μου είπαν, πως είναι αληθινή.
Μπορεί όμως και να είναι  μεγάλο ψέμα.  
Μα όπως και να είναι την διδαχή της έχει!..
Ξεκίνησε από  ένα χωριό, ένα παιδί, φτωχό, έξυπνο, λεβεντοκαμομένο. 
Έμαθε στην πόλη γραμματάκια, τόσα, όσα, του χρειάστηκαν  αξιωματικός στο στρατό για να γίνει.
Ήταν πειθαρχημένος, τίμιος, ηθικός, καλός στο στράτευμα, πήρε, γρήγορα και με ανδραγαθίες τα γαλόνια και τα έφτασε να είναι, ο αρχηγός.
Και τα έβαλε, όπως λένε, τα γαλόνια, τα αστέρια, πλάκα!...

Και από παράσημα, είχε πολλά, που να μη χωράνε στο στήθος, από δάφνες, μεγαλόσταυρους, τους φοίνικες και τα τοιαύτα!...
Σπιρούνια είχαν οι μπότες του, το άλογο, το γοργοπόδαρο το άτι, να τσιγκλάει και αυτό περήφανο, να μη περιπατεί, αλλά να φτερακάει!...
Όλο καβάλα περιπάταγε, τις σόλες, τις μπότες του,  στο χώμα να μη λερώνει, και για το άτι του μόνο, είχε δύο, τρεις, ιπποκόμους.
Άλλους, τόσους υπασπιστές είχε και για τον εαυτό του!..στην αφεντιά του!...
Στα χέρια του, ράβδο κράταγε στρατηγική, που έμοιαζε με της Θεάς Αθηνάς το Γοργόνειο , και είχε αστραφτερό το μάτι!...
Ο λόγος του, ήταν διαταγή και αμέσως γινότανε πράξη!
Τιμές και δόξες έπαιρνε παντού και όπου πέρναγε παιάνιζαν, εμβατήρια, παιάνες.
Και στο νεκροταφείο του χωριού του, σε λύπη, για συγγενή του, όταν χρειάστηκε να πάει, από τον ουρανό, σαν τον αετό, το πουλί κατέβει,  και πάλι ξανά ανέβει!...
Δεν πάτησε καθόλου,  χώμα!..
Και εκεί, χαλί του είχανε στρωμένο!...   

Εκεί τον είδε, τον απάντησε και τον πλησίασε ένας γέροντας,  παππούς, με ένα φαρδύ μουστάκι.
Αγωνιστής ήταν της ζωής, πολεμιστής και στο πόλεμο, στην Αλβανία, βετεράνος!
Με δύο βλήματα στον πνεύμονα και ένα στο πόδι.
Παράσημα, ισόβια αυτά, δικά του!..  
Από τότε, του έμεινε ο ξερόβηχας και η μεγάλη κουτσαμάρα, που πάλευε και την έκρυβε  σαν ήτανε νέος, μα τώρα πια δεν κρυβόταν.
Τώρα γέρος, παρόλο που δεν την ήθελε,  την σιχαινότανε κρατούσε και ακούμπαγε σε μια στραβιά μαγκούρα.

Εκεί, σε αυτόν τον τόπο!… που οι τρανοί, γίνονται μικροί, οι δυνατοί αδύναμοι, οι πλούσιοι, φτωχοί και γίνονται όλοι ίσιοι!..
Εκεί!..
Αγάλια- αγάλια, κουτσαίνοντας,  πλησίασε, ο γέροντας  στον στρατηγό,  και με βραχνή φωνή του λέει:
Στρατηγέ μου, στρατηγέ μας!..
Άξιος και καλός, που σε έχουμε όλοι μας καμάρι!..
Θέλω όμως και εγώ μια χάρη…
Όχι για τον εαυτό μου, δεν ζήτησα τίποτα, ποτέ, από κανέναν!..
Και τώρα πια τι τα θέλω; 
Να ζητήσω;
Και αν μου τα δώσουν και μου κάνουν χάρη;… Για μένα!..
Τι να τα κάνω;…
Αρκετό, μου είναι και αυτό το λίγο ψωμί που έχω, με φτάνει!…
Μια χάρη όμως για μένα και όλους μας εσύ να μας κάνεις… 

Ο Στρατηγός συγκινημένος, σκύβει τον  χαϊδεύει και του λέει:
Λέγε το!...
Πες το, μπάρμπα, εσύ τι θέλεις;..
Ποιά είναι ή χάρη που θες, για να σου γίνει;

Ο  γέροντας σκύβει το κεφάλι, ακουμπά και τα δυο του χέρια στην μαγκούρα του, στηρίζεται και με σιγανή φωνή, αυτά τα λόγια, του λέει: Στρατηγέ…

Τώρα για να μιλήσουμε καλύτερα και εγώ να μη σε ντρέπομαι, ας ξεχάσω για λίγο, ότι 
είσαι ο στρατηγός  και ας μη κοιτά  καθόλου προς τα επάνω, γιατί θαμπώνομαι, ζαλίζομαι από τα πολλά σιρίτια, παράσημα, αστέρια και γαλόνια που έχεις!..
Να ζήσεις, χρόνια πολλά και καλά χρόνια, να τα χαίρεσαι, γιατί τα αξίζεις!.. 
Αλλά, ας ειπώ, και ο νους μου στα παλιά να πάει, και να είμαι συμπαθησμένος, ότι για αυτήν την ώρα, την στιγμή, είσαι  το παιδί, το απλό παιδί, το δικό μας, που μπορείς αυτό που θα σου ζητήσω και θα σου ειπώ αμέσως, άμα θέλεις να το κάνεις!..
Και  ξέρω, ότι μπορείς!... 
Τόσο γρήγορα, πηλάλα, όπως ήταν και γινότανε τότε, το ένα, το μικρό θεληματάκι, που στέλναμε τότε τα παιδιά, για να μας το κάνουν!
Και  αυτά, το έκαναν, τόσο γρήγορα – πιλάλα, πριν στεγνώσει από την πέτρα, το κατακαλόκαιρο το σάλιο!...

Ο στρατηγός ,συγκινήθηκε,  θυμήθηκε  και αυτός τα παιδικά του χρόνια!   
Ζύγωσε, ο στρατηγός στο γέροντα  πιο κοντά, στο μισό βήμα  και με σιγανή φωνή του απαντάει – του λέει:
Πες το μπάρμπα και εγώ μια πιλάλα,  σαν αυτή, όταν ήμουνα παιδί για χάρη σου, θα το κάνω!..  

Ο γέρος από τα λόγια, αυτά, του στρατηγού συγκινήθηκε και δέθηκε κόμπος στο λαιμό του και άργησε να μιλήσει!
Μα σαν βγήκε η φωνή, αυτά, τα λόγια λέει:
Ο δρόμος, ο δρόμος, παιδάκι μου  που ήρθαμε προς τα εδώ, για το μεγάλο γλέντι, είναι κακοτράχαλος και είναι γεμάτος νερά και λάσπες, και τώρα που φέρναμε τον γαμπρό, κρατώντας τον, χέρι, χέρι, εμείς όλοι γνωστοί, συγγενείς και φίλοι, γλιστρήσαμε και κόντεψε να μας πέσει κάτω…
Να τον λερώσουμε τον γαμπρό!...
Και πώς να τον παρουσιάσουμε, να παρουσιαστεί στην νύφη;.. 
Δεν έγινε το κακό!..
Εμείς μονάχα λερωθήκαμε!..
Λερώθηκε η μαντύα μου και λασπώθηκαν όπως βλέπεις ουλουνώνε, τα αρβύλα μας…  

Ήταν καλός ο γαμπρός και σήμερα,  καλό καιρό μας κάνει, στη χαρά του!... Δεν γεμίσαμε βροχή και λάσπες…
Σήμερα είναι λιακάδα, όμως ο περισσότερος καιρός δεν είναι έτσι… 
Τι γίνεται τότε…. όταν αστράφτει και βροντά, βρέχει, φυσάει, χιονίζει;...

Αυτό τον δρόμο,  τον δρομάκο, μέχρι εδώ και λίγο πιο πέρα, στο σκαπετώ, μέχρι στο 
καταράχι, βοήθα και εσύ τώρα παιδάκι μου, στρατηγέ μου, τώρα που μπορείς, να το φτιάξουμε.
Για σένα δεν είναι τώρα τίποτα!..
 Νομίζω πως είναι, ένας λόγος σου, μια κουβέντα, μια ενέργεια, μια διαταγή δική σου, για να γίνει!... 
Για εμάς όμως, είναι ευεργεσία, ξεκούραση, στην ταλαιπωρία μας την  μεγάλη!..
Ευκολία, διευκόλυνση, να μπορούμε τώρα που γεράσαμε να ερχόμαστε μέχρι εδώ, να βλέπουμε τους φίλους, τους συγγενείς και τους κουμπάρους.. 
Και οι άλλοι, μετά και εμένα  εύκολα να με συνοδέψουνε μέχρι εδώ, να μη βαρυγκωμάνε!…
Και να έρχονται μέχρι  εδώ, να με βλέπουνε, να μου κάνουνε λίγη παρέα, όπως πρέπει…
Και εγώ τώρα θέλω, να έρχομαι στο φίλο μου, τον καλό, να κουβεντιάζουμε, να του λέω τα δικά μου και αυτός να μου λέει τα δικά του, να του ανάβω το φως του, το δείλι, το καντήλι, την νύχτα για να βλέπει!..
Να του ανάβω, να του καίω λιβάνι μυρωδάτο, για να μυρίζεται να μη φοβάται, από  τίποτα!..
Και…  Ότι, δεν είναι από όλους, ξεχασμένος…, μοναχός του!..
Από φίλους, συγγενείς και από τους δικούς του ανθρώπους!..

Αλλά τώρα, όπως είμαι εγώ και όπως είναι αυτή η στράτα και σήμερα στην μεγάλη χαρά του και με το ζόρι όπως βλέπεις και καταλαβαίνεις παιδάκι μου, ήρθα!..
Πρώτα, που ήμουνα πιο νέος και με το ένα πόδι πήδαγα και πέρναγα αυτά, τα  κακοτράχαλα τα μέρη!..
Τώρα;..
Τώρα!..
Αυτή την μεγάλη χάρη, για όλους μας, θέλω να κάνεις.
Θα είναι χαρά και για εμάς τους ζωντανούς, μα και για αυτούς, που εδώ, κοιμούνται!...
Να έχεις την ευχή μου και την ευχή τους!...

Στην ΜΟΜΑ άμα δώσεις διαταγή σε τρείς ημέρες τελειώνει!...
Τα κάνει όλα λαμπίκο!  

Ο Στρατηγός όλα αυτά τα άκουσε, φάνηκε πως συγκινήθηκε, σκύβει φιλάει, το χέρι του γέροντα.!
Ο γέροντας- ο παππούς, δακρύζει!...

Με νεύμα του, ο στρατηγός, τους άλλους χαιρετάει, ήταν βιαστικός, μπαίνει στο πουλί, και το πουλί φτεράκησε, στον ουρανό  σκαπετάει,  σκαπέτησε και φεύγει!..Πάει!..

Τα λόγια που είπανε  εκεί, στο χώμα!..
Εκεί ψιλά στον ουρανό που έφτασε το πουλί!..
Ξεχάστηκαν, τα πήρε αγέρας!...
Έφυγαν  και πάνε!...

Και ο γέρο παππούς περίμενε, περιμένει ο δρόμος για να γίνει… 
Να πάει, να ιδεί το φίλο του να του ανάψει στο τάφο του, το καντήλι!..
Αλλά τα γαλόνια, μόνα τους…, από τέτοια, δεν παίρνουνε χαμπάρι!...
Για να του γίνει η χάρη!..

Και με κόμπο στο λαιμό και δάκρυα στα μάτια, από μακριά, στην ράχη, τον φίλο του αγναντεύει και περιμένει- περιμένει!..
Να γίνει ο δρόμος!..

Πέρασαν χρόνια και καιρός και ο γέροντας-παππούς, κούτσα- κούτσα σούρνοντας το πόδι του, το ηλιοβασίλεμα, τις γιορτινές τις μέρες, κρατώντας τον, ο μικρός εγγονός του, έβγαινε  στην αγορά, στο αγναντερό και αγνάντευε να ιδεί, απέναντι στην ραχούλα, αν φέγγουν  τα φανάρια τους- τα καντήλια τους, σε συγγενείς και φίλους.
Εκεί, όταν ήταν ανοιχτή η εκκλησιά τους έστελνε, τους άναβε, για καθένα τους το κερί του!..
Βουρκώνανε  τα μάτια του, τα χείλη του κάτι ψελλίζουν, χωρίς το εγγόνι του, το τι λέει, να καταλαβαίνει!...
Και μετά, καθότανε στην αχιβάδα, στο ιερό της εκκλησιάς, στον παγκάκι και μόνος, η με άλλους, από το μαγαζί παράγγελνε και έπινε, φαρμακωμένος, απανωτά, δύο κονιακάκια…

Ο στρατηγός, και αυτός  μεγάλωσε, αποστρατεύτηκε, δεν τον συνόδευαν τώρα, όπου περιπάταγε, εμβατήρια, παιάνες…
Το ξίφος και τα παράσημα, στο σπίτι σε μια άκρη πεταμένα…
Ψόφησε και το γοργοπόδαρο, το φτερωτό, το άτι!...
Σκουριάσανε, και στις παλιές, τώρα, τις μπότες, τα γυαλιστερά, μπρούτζινα, επίχρυσα  σπιρούνια!...
Κύρτωσε η μέση του, ασπρίσανε σαν το περιστέρι τα μαλλιά του, κόντυνε το παράστημά του!..
Κοντεύει στου παππού το ύψος να τον φτάσει και στην περπατησιά να του μοιάσει!...  
Πέταξε την στρατηγική την ράβδο!...Το γοργόνειο!...
Κρατάει και αυτός, από νωρίς τώρα μαγκούρα!...

Το χωριό του θυμήθηκε και θέλησε  σε γιορτινή ημέρα να πάει να κάνει μνημόσυνο στους δικούς του.
Πήγε!...
 Έγινε η λειτουργιά κανονικά, θέλησε να πάει και στον τάφο, να τους ανάψει ένα κεράκι!... και το φανάρι!..

 Ο παππούς από απέναντι  την ράχη, σιωπηλός, αγναντεύει!..
Το άναψε, έκαψε λιβάνι… σταυροκοπήθηκε και πήρε το δρόμο πεζός να φύγει.
Και εκεί που ήταν ξαστεριά, ο ουρανός μαυρίζει!...
Αστράφτει, βροντά και βρέχει!..
Ανοίξανε οι πύλες της βροχής, ανοίξανε τα ουράνια!...
 Βρέχει- βρέχει, ασταμάτητα… 
Κατεβάσανε οι κατεβασιές και ο δρόμος νερά και λασπουριά, πάνε  στο πέρα – δώθε!
Μούσκεμα έγινε ο απόστρατος στρατηγός και όλοι οι άλλοι!
Στο μαγαζάκι του χωριού μπαίνουν, για να προστατευτούνε…

Στο μικρό τσίγκινο τραπεζάκι, καθόταν μοναχός ο παππούς- ο γέροντας…  κρασάκι πίνοντας- παλεύοντας και στρίβοντας, το μακρύ του μουστάκι…
Μόλις τους είδε, αμέσως έκανε νόημα  στο μαγαζάτορα, να τους πάει ποτό από τον παππού να τους  κεράσει.
Το πίνουν, του λένε στην υγειά του!..

Και ο γέρος-  ο παππούς αυτή την ευχή  φάνει πως τώρα δεν την δέχτηκε...
Ανταπαντάει σε αυτούς και λέει:
Καλή ψυχή, αν με αγαπάτε,  τώρα, εμένα να μου λέτε!..
Απότομα σηκώνεται, βγάζει την μαντύα του και στο παιδί, τον απόστρατο, στρατηγό, την δίνει!...
 Πάρε την και ρίχτει επάνω σου, παιδάκι μου, μη κρυώσεις!...  
Και την μαντύα του, στους ώμους του, του την βάζει!..

Το παιδί, ο απόστρατος, ο στρατηγός  βούρκωσε αυλάκι τα δάκρυα πάνε! 
Θυμήθηκε… Θυμήθηκε.. Τι;..
Φωνή- μιλιά δεν βγαίνει !...
Σιωπή!...
Σβήσανε τα αστέρια!..
Μουγγαθήκανε …
Τα γαλόνια!...
Και τα παράσημα όλα!.. Ούλα!..  
Τώρα;… Τίποτα…

Γιάννης Στ Βέργος{ Γορτύνιος}
11.11.2011    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου