Αναδημοσίευση
Πηγή: komianos.wordpress.com
Ο μάστρο Πανάγος – Κατσιάπης ήρθε στο Κοπανάκι, από το χωριό Σέρβου ένα από τα χωριά στα Λαγκάδια Αρκαδίας. Γύρω στο 1947, σαν τον Δημήτρη Κοντούλη ή γνωστό σαν “Μήτσο – Μάστορα”, τα αδέλφια τους Καρβουνίδες, τον Χρήστο Κωνσταντόπουλο, και τόσους άλλους, τον καιρό που στο Κοπανάκι και στις γυρω περιοχες, οι φαμελιάριδες άρχιζαν δειλά – δειλά να κτίζουν τα σπιτικά τους. Σέρνοντας μαζί του όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, ένα τσούρμο μαστόρους, βοηθούς, καμιά δεκαπενταριά γαϊδουρομούλαρα, τα απαραίτητα εργαλεία για το σπάσιμο, το σκάλισμα και το κτίσιμο της πέτρας.
Μαζί του είχε φέρει και τον γιό του Κώστα ένα αδύνατο παιδί με τα προβλήματά του. Βαριά η δουλειά του πετρά, να σπάζεις την πέτρα, το σκάλισμά της και το κτίσιμο. Ακόμη πιο βαρύ και δύσκολο το φόρτωμα με πέτρα των γαϊδουλομούλαρων, είχε το πρόβλημα υγείας ο Κώστας και νεαρό παιδί καθώς ήταν, μείωνε τις δυνατότητες αποδόσεως στο δύσκολο έργο του κτίστη πετρά. Όμως ήταν φιλότιμο παλικάρι και καλός δουλευτής…όσο του επέτρεπε βέβαια η υγεία του. Μέχρι που το 1957 ο πατέρας του έφυγε για τα Λαγκάδια, να συναντήσει την φαμελιά του και να αποστάσει. Πίσω άφησε τον Γιό του τον Κώστα Κατσιάπη ή Κώστα – Μάγκα σε ηλικία 19 με 20 χρονών, να συνεχίσει την δουλειά του και να ζήσει. Όμως το πρόβλημα υγείας που είχε, δεν του επέτρεπε να κάνει τόσο βαριές δουλειές και έκανε ελαφρότερες, στην αρχή κανένα κοτέτσι, καμιά ξερολιθιά, καμιά μικρή αποθηκούλα κ.α. Συγχρόνως έκανε και την δουλειά του μεταφορέα. Είχε αγοράσει μία χειράμαξα με δύο ρόδες και
μπροστά ο Κώστας έκανε την δουλειά του μουλαριού. Αχθοφόρος και μεταφορέας…αρκετά βαριά δουλειά αλλά, που πληρωνόταν καλά. Άμα τον πείραζες, ήταν προτιμότερο να δεις ένα τρελό σε έξαρση παρά τον Κώστα Μάγκα σε έξαλη κατάσταση. Τότε βλέπεις μου έλεγαν η Σπυρούλα Σοφού και ο Αποστόλης Παυλόπουλος, όλοι οι έμποροι, τα νοικοκυριά και οι αγρότες είχαν ανάγκη να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, λάδια σε βαρέλια, σακιά με γεννήματα, υφάσματα, σκεύη νοικοκυριού, έπιπλα κ.α. Σαν αχθοφόρος έβγαζε καλά λεφτά. Τα επαγγέλματα στο Κοπανάκι ως κέντρο της Ορεινής Τριφυλίας και λόγω του περίφημου Κυριακάτικου ζωοπανήγυρου, ήταν στην άνθισή τους την εμπορική. Όλα τα εμπορεύματα μου έλεγε ο μπάρμπα Αποστόλης μεταφέρονταν με το τραίνο, βαγόνια να δουν τα μάτια σου, όταν περναγε το τραίνο έσερνε πίσω του μια τεράστια ουρά. Όταν έπιανε η κρίση τον Κώστα – Μάγκα για κανά δυο ώρες τον βαστούσε, μετά συνερχόταν και συνέχιζε…Ήταν όμως τιμιώτατος, αν του έδινες χρήματα και του έλεγες να κάνει μια δουλειά. Πήγαινε με προθυμία και έφερνε την παραγγελία, χωρίς δεύτερη κουβέντα και σου έφερνε τα ρέστα μέχρι δεκάρας. Όμως η πληρωμή για το θέλημα έπρεπε να καταβληθεί…!! Το παρατσούκλι που του είχαν κολήσει οι κογιόνηδες, προήλθε από ένα περιστατικό με ένα δικαστικό εισαγγελέα, τον Παπαδόπουλο. Κάποτε του είχε αναθέσει να κάνει κάποια μεταφορά πραγμάτων. Η συμφωνία ήταν 10 δραχμές για την δουλειά που θα έκανε. Σαν τελείωσε την μεταφορά όμως ο εισαγγελέας του έδωσε τα μισά δηλαδή μόνο 5 δραχμές. Τότε του λέει και ο Κώστας…” ΜΑΓΚΑ..ΜΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ “…Η συμφωνία ήταν για 10 δραχμάς μάγκα μου, και όχι για πέντε. Το παρατσούκλι που του κόλησαν του άρεσε, και σε κάθε νιτερέσο που έκανε με τους εμπόρους ή τους ιδιώτες ενδιαφερομένους, τους έλεγε ΜΑΓΚΑ ΜΟΥ… θέλω και τόσα για το αγώϊ. Σιγά σιγά δουλεύοντας και με τις οικονομίες που έκανε, αγόρασε και το σπίτι που έμενε ο γέρο Βασιλόπουλος (Ντούφας), ο παππούς του Νίκο – Κούγια κοντα στο σπίτι του Παπα-Γιώργη Καράμπελα. Το επισκεύασε, έβαλε και το νοικοκυριό του και έμενε εκεί. Όποιος περναγε την ώρα που καταπιανότανε με την επισκευή του σπιτιού του, τον ρωτούσε: :” Τι κάνεις Κώστα;” ” ΕΔΩ ΜΑΓΚΑ ΜΟΥ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΥΟΜΑΣΤΕ “…Έτσι κυλούσε η ζωή του ήσυχα και αθόρυβα. Τις μεγάλες γιορτές, πήγαινε όπως συνήθιζαν οι περισσότεροι Λαγκαδιανοί τέτοιες γιορτινές ημέρες, στο χωριό του,το Σέρβου Αρκαδίας κοντά στους συγγενείς του. Κάποτε άδικα περιμένανε την επιστροφή του. Αυτή την φορά το ταξείδι του ήταν χωρίς επιστροφή…Στο Σέρβου Αρκαδίας τον αγαπημένο του τόπο, άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο μόνος, χωρίς οικογένεια, όπως και μόνος έζησε.
Όμως και αυτός άφησε την ιστορία του στον τόπο μας και σε όλους εμάς. Αλλά και σε σας τους επισκέπτες αυτού του Blog, που ίσως έχετε την υπομονή και την περιέργια να διαβάσετε αυτήν την ιστορία…
Σέ όλους τους παλιούς ντόπιους αλλά και περαστικούς επισκέπτες της πόλης του Κοπανακίου, ακόμα ηχεί η φωνή του ΚΩΣΤΑ – ΜΑΓΚΑ. Όταν περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια της πόλης, ή από το στέκι του στην πλατεία, διαλαλούσε την δουλειά του: ΕΔΩ Ο ΚΑΛΟΣ ΧΑΜΑΛΗΣ !!!….ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΥΒΑΛΑΩ!!!…ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΤΑΦΕΡΩ !!!! ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΛΑΤΗ ΜΟΥ…Ο ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ ΦΙΛΟΣ ΚΩΣΤΑ – ΜΑΓΚΑΣ. Και ο συνηθισμένος κογιόνης “ποιητής εκ του προχείρου”, Γιώργης Μαραβελής από το χωριό Μοναστήρι, του σκάρωσε το παρακάτω στιχάκι: ΚΩΣΤΑ- ΜΑΓΚΑ ΦΟΥΚΑΡΑ…ΑΠ’ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ – ΠΙΟ ΚΑΛΟ ΤΟ ΧΑΜΑΛΙΚΙ…ΤΟΥΣ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΣΤΑ ΧΟΝΤΡΑ – ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΤΑ ΥΛΙΚΑ – ΚΟΝΟΜΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ !!!
Ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα του, πάντα θα σε θυμούνται με αγάπη και όμορφα συναισθήματα οι συγχωριανοί σου Κώστα – Μάγκα. Με αγάπη, εργασία του ΚΟΜΙΑΝΟΥ ΠΙΠΗ, komianos wordpress.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου