Αναδημοσίευση
Πηγή: ιστοσελίδα inarcadia.gr
http://www.inarcadia.gr/dd/lagadia/lagadiaekklis.htm
Πηγή: ιστοσελίδα inarcadia.gr
http://www.inarcadia.gr/dd/lagadia/lagadiaekklis.htm
25 του Μάρτη 1808. Για πρώτη φορά στις Λαγκαδιές χτυπάνε τα σήμαντρα απ' τις δυο ολοκαίνουργιες εκκλησιές και φλογίζουν τις ψυχές των σκλαβωμένων ραγιάδων. Μια γρια ρωτάει ένα παλικάρι:
Ο ιερός ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Το έργο ολοκληρώθηκε σε σαράντα μέρες χάρις στην εξυπνάδα του Δεληγιάννη. |
Πώς βαρούνε, γιε μου, τούτες οι καμπάνες! Δεν έχω ακουστά στη ζωή μου τέτοιες φωνές! Πέτρες ραΐζει το σκούξιμό τους! Λες ν' αναζούπησε ο ραγιάς;"
"Αλήθεια, γερόντισσα. Η κραυγή τους φτάνει στα μεσούρανα! Φαίνεται πως έφτασε πια η ευλογημένη ώρα της λευτεριάς. Οι παλιότουρκοι που κάθονται στο σβέρκο μας κάπου τετρακόσια χρόνια, είναι πια καιρός να προγκίξουνε από τ' άγια μας χώματα και να πάνε από κει που ήρθανε. Φωνή λαού, οργή Θεού!"
Τιμή και δόξα στο Γερο - Ντεληγιάννη - Μοραγιάννη, άρχοντα του Μοριά, με τη γεμάτη ελληνικό αίμα καρδιά του, που εμπνεύστηκε αυτό το έργο. Τιμή και δόξα και στους λαγκαδινούς μαστόρους, που με το πυρωμένο καμίνι της ψυχής τους, την απαράμιλλη τέχνη τους πάνω στην πέτρα, το στέρεο σαν κάστρο μυαλό τους και τη σβελτοσύνη που η πίστη τους την έκανε ... απίστευτη, υψώσανε στον ήλιο τις δυο τρανές και θαμαστές εκκλησιές, το Μάρτη του 1808.
Ο Γερο - Μοραγιάννης, ακούγοντας και νιώθοντας τον πόθο των ραγιάδων πατριωτών του για λευτεριά, γύρεψε την άδεια από το "φίλο" του πασά της Ντροπολιτσάς, να χτίσει τις δυο εκκλησιές στο χωριό, για να κρατεί, όπως του είπε, ήμερους τους ραγιάδες και να μην πάρουν τα βουνά και σμίξουνε με την κλεφτουριά.
Έβαλε όλη την εξυπνάδα και πονηριά για να πετύχει το σκοπό του. Ο πασάς, παμπόνηρος κι αυτός, μια που δεν μπόραγε να του αρνηθεί αυτή τη χάρη, για να μην τον στεναχωρήσει και τον κάνει εχθρό, αφού βυθίστηκε σε συλλογή, είπε πως δεν έχει αντίρρηση. Του έβαλε όμως έναν όρο: να τελειώσουν οι εκκλησιές μέσα σε σαράντα μέρες από τότε που θα λάβει το χαρτί, ώστε να 'ναι έτοιμες για λειτουργία. Κι αυτό για να μη γίνει μεγάλο σούσουρο κι ακουστεί στην Υψηλή Πύλη. Κι ακόμη να γίνουν τρανές οι εκκλησιές, με μεγάλους τρούλους και ψηλά καμπαναριά, αντάξιες της έδρας του Μοραγιάννη!
Ο Γέρος άκουγε με σκέψη τα πονηρά λόγια του "φίλου" του, που σίγουρα περίμενε την παραίτησή του από ένα τέτοιο σκοπό, γιατί με τα ανθρώπινα μέτρα ήταν αδύνατο δυο τόσο μεγάλα έργα να τελειώσουν σε σαράντα μέρες. Και δέχτηκε τους δυο αβάσταχτους όρους, ευχαριστώντας τον πασά για τη ... μεγαλοψυχία του. Πίστευε στο θάμα της πίστης.
Ήταν αρχή καλοκαιριού όταν ζήτησε ο Ντεληγιάννης τη χάρη από τον πασά. Πέρασε ο Θεριστής και ο Αλωνάρης, ήρθε το Φθινόπωρο και η άδεια δε φαινόταν. Του το θύμισε του πασά ο Γέρος δυο τρεις φορές, εκείνος του απάνταγε ότι καρτερεί κάποια ευκαιρία και να μην ανησυχεί. Ώσπου μπήκε ο χειμώνας και στα μέσα του Φλεβάρη ... κατάφτασε άνθρωπος του πασά με το χαρτί στο χέρι. Δεν του είχε πει και τον τρίτο βαρύ όρο ότι τα έργα θ' αρχίσουν στα κρύσταλλα του πάγου, με το χιόνι ένα γόνα, τις θύελλες και τα ξεροβόρια! και πώς να πάνε στο βουνό να βγάνουνε τις πέτρες κάτω απ' τα χιόνια και τους πάγους, να τις κουβαλάνε στο χωριό, να μπορούν να δουλεύουνε μαστόροι, μαστορόπουλα και πελεκάνοι και να ετοιμάσουνε δυο τέτοια έργα σε σαράντα ημέρες! Κι ο πασάς χαϊδεύοντας τη γενειάδα του περίμενε από τον Ντεληγιάννη την οριστική πια παραίτηση από αυτή την τρέλα!
Όμως είχαν οι φύλακες τη γνώση. Πονηριά ο πασάς, πρόβλεψη της πονηριάς ο Ντεληγιάννης. Στον κρυφό συναγωνισμό νίκησε ο δεύτερος! Από την ημέρα που γύρισε στις Λαγκαδιές το καλοκαίρι ο Ντεληγιάννης με την προφορική συγκατάθεση του πασά, έβαλε μπροστά τις δουλειές, μελετημένα μυστικά και ... αθέατα. Δυο πρωτομαστόροι λαϊκοί αρχιτέκτονες, ετοίμασαν τα σχέδια κι υπολογίσανε τα υλικά, τους μαστόρους και τα μαστορόπουλα. έβαλαν κρυφά λιθαράδες να βγάζουνε πέτρες στο βουνό, άλλους να ετοιμάζουνε άμμο και χώμα, ασβέστη στα καμίνια, γυναίκες να μαγειρεύουν και να τους πηγαίνουν φαΐ, νερό και κρασί κι όλο το χωριό να βοηθάει χωρίς να φαίνεται. Τους Τούρκους τους κοιμίζανε με φιλέματα και γλυκόλογα. Κι αφού μαζέψανε όλα τα υλικά, έτοιμα για μεταφορά, προσμένανε με λαχτάρα τη μεγάλη ώρα.
Μόλις φάνηκε το χαρτί του πασά, γίνηκε συναγερμός στο χωριό. Νέοι και γέροι, γυναίκες και παιδιά από μέσα τις λαγκαδιές κι από τα πιο απόμερα καλύβια, πεταχτήκανε στις στράτες με φλεγόμενη ψυχή και σταυροκοπήματα να κάνουνε το θάμα. Αμέτρητα μαστορόπουλα με γαϊδουρομούλαρα, κουβάλαγαν λιθάρια κι άλλα υλικά, από τα χαράματα ως το σουρούπωμα, οι μαστόροι δεν άργησαν ν' ανοίξουν τα θεμέλια, άλλοι έφερναν ξύλα, εργαλεία και ... λεβέτια με βραστές γίδες και χοιρινά, τσουκάλια και τεντζέρια με ντόπιο κρασί και γλυκά. Οι στράτες κι οι γειτονιές μοσκομυρίζανε χαλβάδες, κουραμπιέδες και μπακλαβάδες. Ήταν σαν την πιο τρανή γιορτή όλων των χρόνων της σκλαβιάς! Άνοιξε ξαφνικά κι ο ουρανός, χαθήκανε τα μαύρα σύγνεφα και φάνηκε ψηλά ο ήλιος, πιο λαμπρός και καυτός από κάθε φορά, που έλιωσε τα χιόνια. Στα μέσα του καταχείμωνου, Φλεβάρη μήνα, οι ραγιάδες τον έβλεπαν σαν τον ήλιο της λευτεριάς.
Οι μαστόροι δούλευαν με αφάνταστο μεράκι, οι πελεκάνοι στρώναν και γωνιάζανε τις πέτρες με το σφυρί και το ματζακόνι, τα μαστορόπουλα κουβάλαγαν τα υλικά πετώντας σαν πουλιά, άλλα βάζανε στον ώμο τους το πηλοφόρι κι εδίνανε λάσπη στους μαστόρους κι οι γυναίκες φέρναν το φαΐ και το πιοτό. Μπόλικο το φαγοπότι, πλημμύρα η χαρά και το τραγούδι που δεν πρόφταινε να φτάσει στα χείλη, έκανε τις καρδιές να χορεύουν! Κι οι Τούρκοι πιο πέρα την πέρναγαν ... μπέϊκα.
Ημέρα με την ημέρα τα έργα προχώραγαν.
Μα δεν ήταν μόνο το χτίσιμο. Οι εκκλησιές χρειάζονται και τόσα άλλα. Και γι αυτά είχε προβλέψει ο σοφός Γέρος. Από το καλοκαίρι κιόλας παράγγειλε τις καμπάνες από τη γειτονική Στεμνίτσα, περίφημη για την κατασκευή τους, εικόνες απ' το μοναστήρι της Αιμυαλούς, στη Δημητσάνα και την Αγία Λαύρα. Κι όλα τα Ιερά σκεύη και βιβλία, ξυλόγλυπτα από τη Βερβίτσα, καντήλια και πολυέλαιους από την Ντροπολιτσά. Κι όταν πέρασε ο μήνας, στενοχωριόσαντε όλοι μπας και τα έργα μείνουν στη μέση. Η μέρα ήτανε μικρή και το βράδυ ερχότανε γλήγορα.
Ένα δειλινό βλέπουν τον παπα-Σταθούλη, που βοήθαγε κι αυτός σα ... μαστορόπουλο, να στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό και να ικετεύει τον ...ήλιο και το φεγγάρι σαν άλλος Ιησούς του Ναυί:
"Στήτω ήλιος κατά ... Αλφειόν
και η σελήνη κατά ... Σέρβου το βουνό! ...''
Το 'χε πάρει από τη Βίβλο, που γράφει πως στη μάχη των Εβραίων με τους Χαναναίους, οι πρώτοι, για να ολοκληρώσουνε τη νίκη, παρακάλαγαν τον ήλιο και το φεγγάρι να μη βασιλέψουν:
"Στήτω ήλιος κατά Γαβαών
και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών"
Οι αγράμματοι ραγιάδες το μεταφράσανε στη γλώσσα τους:
Σταμάτα ήλιε μου
μην το κουνάς φεγγάρι!
Όμως κι αν ο ήλιος δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει ούτε στιγμή την τροχιά του και το φεγγάρι σεργιάναγε αδιάκοπα στη στράτα τ' ουρανού, τα χέρια των ραγιάδων βγάζαν αστραπές και το έργο περπάταγε σαν ελάφι.
Και το θάμα έγινε: Σ' αυτές τις σαράντα ημέρες, υψωθήκανε στις Λαγγαδιές δυο μεγαλόπρεπα Σπίτια του Θεού, με μεγάλους τρούλους και ψηλά καμπαναριά, μπήκανε χάλκινες βαριές καμπάνες, εικονίσματα, ξυλόγλυπτα, καντήλια και πολυέλαιοι, σκεύη και βιβλία , μανουάλια, κεριά και λαμπάδες κι Άγιες Τράπεζες! Κάναν όλοι το σταυρό τους και πιστεύανε πως για το θάμα κατέβηκε και βοήθησε ο ίδιος ο Θεός!
Στις εκκλησιές δώσανε ταιριαστά ονόματα. Την πρώτη στη μέση του χωριού την αφιερώσανε στους Παμμέγιστους Ταξιάρχες, Μιχαήλ και Γαβριήλ, με την εγερτήρια σάλπιγγα στο 'να χέρι και την τρομερή ρομφαία στ' άλλο και την άλλη στον απάνω μαχαλά, κοντά στο Ντεληγιανναίικο Αρχοντικό, αφιερωμένη στον Αγιάννη τον Πρόδρομο, για να συμβολίζει τον γρήγορο ερχομό του Λευτερωτή Χριστού. Στο πρώτο άκουσμα της καμπάνας, που έγινε στις 25 του Μάρτη 1808, ημέρα του Βαγγελισμού, σάλεψε η καρδιά του χωριού κι όλης της Γορτυνίας, χόχλαξε το αίμα των ραγιάδων, φωτιές πετάχτηκαν απ' τα μάτια τους και πρόβαλε αστραφτερό το φως της Ρωμιοσύνης. Οι αδύναμοι, ταπεινοί, καταφρονημένοι και σκλαβωμένοι Χριστιανοί, γρικήσανε σα γίγαντες, οι ρεματιές και τα φαράγγια αντιλαλούσανε το μήνυμα της Λευτεριάς, μούγκριζε το Λαγκαδινό ποτάμι, αγρίεψε ο γαλήνιος Λούσιος ποταμός που στα νερά του λουζότανε κάποτε ο Δίας και εσειόταν ο τόπος απ' το κλέφτικο τραγούδι. Κάθε σπίτι φάνταζε σαν κάστρο της λευτεριάς. Αυτή τη μεγάλη μέρα πλημμύρισαν οι δυο εκκλησιές, μέσα κι έξω, αστράψανε χιλιάδες μάτια, χύθηκαν ποτάμια δάκρυα. Κι ο Ντεληγιάννης, μετά την πανηγυρική λειτουργία, κάλεσε πρώτους τους Τούρκους του χωριού στο μεγάλο τραπέζι που έκανε στ' Αρχοντικό του, τους τάισε αρχοντικά και τους μίλησε για την "αιώνια φιλία" με τον πασά. Τους φώναζε "αδέρφια" και τους ορμήνεψε να 'ναι μονιασμένοι κι αγαπημένοι με τους Ρωμιούς, που μένουν αφοσιωμένοι στον πολυχρονεμένο Σουλτάνο. Στο μεταξύ κατάφτασε κι ο αντιπρόσωπος του πασά, του κάνανε μεγάλες τιμές κι αυτός εθάμασε τα έργα τόσο, που παραλίγο να γίνει ... χριστιανός!
Ο Πασάς, μαθαίνοντας το θάμα, λύσσαξε απ' το κακό του κι αυτή τη λύσσα την κράτησε, ώσπου την πλήρωσε ο Γερο-Ντεληγιάννης με το αίμα του. Τον κάλεσε να τον προσκυνήσει, αυτός προφασίστηκε αρρώστια κι έστειλε ανθρώπους μια νύχτα και του πήραν το κεφάλι στο κρεβάτι που κοιμόταν. Το αίμα που ανέβλυσε σαν ποτάμι έμεινε απείραχτο από τα παιδιά του κι απάνω ορκιζόσαντε οι φιλικοί.
Στα δεκατρία χρόνια, 23 Μάρτη 1821, ο γιος του Μοραγιάννη Κανέλλος, μέσα στην εκκλησιά του Αγιάννη κήρυξε την επανάσταση, ενώ βαρούσαν οι καμπάνες. Σκόρπισε τέτοια συγκίνηση, που, όπως λένε οι παλιότεροι, έκανε και τις εικόνες να δακρύσουν!
Στα δεκατρία χρόνια, 23 Μάρτη 1821, ο γιος του Μοραγιάννη Κανέλλος, μέσα στην εκκλησιά του Αγιάννη κήρυξε την επανάσταση, ενώ βαρούσαν οι καμπάνες. Σκόρπισε τέτοια συγκίνηση, που, όπως λένε οι παλιότεροι, έκανε και τις εικόνες να δακρύσουν!
Απόσπασμα από το βιβλίο του ΧΡ.Γ.Δ.ΝΙΚΗΤΑ-ΝΤΕΛΑ στρατολάτη:
"ΘΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου