Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Διαβολιές: Η γάτα- το ποντίκι





Ποντίκια πολλά δεν υπήρχανε στο χωριό, γιατί ήσαν έξυπνες και πονηρές, οι νηστικές οι γάτες, που από την πείνα και την νηστικομάρα τους την πολύ, ποντίκι για ποντίκι, τότε δεν μόλευε στο χωριό κανένα! 
Μια άσπρη  γάτα είχε η Βασίλαινα, όμορφη, με την τρίχα γυαλιστερή,  την θαύμαζες, χαιρόσουνα να την βλέπεις.
Λέγανε τότε, πως η γάτα αυτή είναι της Αγκύρας, και εμείς τα παιδιά ρωτάγαμε ποια είναι αυτή η κυρά Αγκύρα;..Και απόκριση- απάντηση, δεν παίρναμε καμία!..Είχε η γάτα, από πονηράδα και εξυπνάδα πολύ, μα από δουλειά, στην τεμπελιά, στην καλοπέραση, έμοιαζε της κυρά  της. Στο τζάκι δίπλα πάντοτε ήτανε ξαπλωτή,  και όταν δεν είχε πολύ φωτιά, κοιμότανε στην στάχτη, στο μπουρφούνι.  
Τυρί  δεν άφηνε πουθενά, της άρεσαν πολύ  τα ψάρια, την βούταγε  σαν της μύριζε την σαρδέλα και όπου της μύριζε το κρέας βραστό και από πάνω την φωτιά για να το αρπάξει, με τσαχπινιά ξεσκέπαζε τα  τετζέρια.
Με τα ποντίκια τα πήγαινε καλά, γίνανε φιλαράκια, την φίλευαν από τα προφαντά τους!...
Μέρα και νύχτα αντάμα παίζανε!...
Όμως, αυτά τα ποντίκια την κοροϊδεύανε, βρήκαν την αναδοσιά τους. 
Τρανούς χορούς έκαναν επάνω στο ταβάνι!...


Είδε και απόειδε η Βασίλαινα με αυτή την γάτα προκοπή, δεν κάνει!..  Και για να γλυτώσει, να σωθεί, αγοράζει και στήνει πέντε φάκες και από ποντίκια, κάθε φορά, στην κάθε φάκα, τα πιάνει δύο - δύο.  
Της τα ρίχνει και δεν τα τρώει, να φύγουνε τα αφήνει...  
Αφού ήσαν δικοί της φίλοι!..
Κανένας δεν την πίστευε, πως η γάτα της, δεν κυνηγάει, δεν τρώει τα ποντίκια και ότι με αυτά γίνανε και πρώτοι φίλοι.
Και για να γίνει πιστευτή στην αγορά, την γάτα και ποντίκια πηγαίνει.


Αφήνει την γάτα η Βασίλαινα ελεύθερη, κάθεται στα γόνατά της, ανοίγει την φάκα και φεύγουν τα δύο ποντίκια και η γάτα ατάραχη  κουνάει μόνο τα μουστάκια της, σηκώνει την ουρά της και τα αποχαιρετάει!..
 Μόλις τις μύρισαν οι σαρδέλες, σε αυτές χιμάει!...
Αρπάζει με τα νύχια της από δύο.
Αφήστε τα μου εδώ, την γάτα, τα ποντίκια, της είπε της Βασίλαινας, ο μαγαζάτορας ο Χρήστος, εγώ να την τακτοποιήσω!...
Όλα θα μπούνε σε σειρά, σε τάξη… σε αρμονία… Χωρίς καμία αμφιβολία…
Κουνάει και το κεφάλι για να του φύγει η ζάλη…


Βάζει την γάτα, σε ένα μεγάλο κουτί- κλουβί και πέντε ημέρες νηστική την αφήνει, μόνο νερό της δίνει.
Δίπλα της  βάζει τις φάκες  με τα ποντίκια.
Στην αρχή, την πρώτη, την δεύτερη ημέρα, η γάτα με τα ποντίκια έπαιζε, την τρίτη ημέρα, άρχισε από την πείνα να γρυλίζει…
Συμμορφώθηκε,  λέει ο μαγαζάτορας, έτσι νομίζει…
Αλλά όμως το τυρί της γάτας, από την πείνα  στην φάκα της μυρίζει.


Ο μαγαζάτορας χαρούμενος, στο εαυτόν του και στου άλλους έλεγε: Εγώ, αυτή  τη γάτα θα την συμμορφώσω, θα την φέρω στα συγκαλά της. 
Ας είχα  μαζί και την κυρά της!...
Την δεκάτη την ημέρα νόμισε, πως τα κατάφερε την γάτα να συμμορφώσει, χωρίς να το μετανιώσει.
Μέσα στο μαγαζί αφού έκλεισε την πόρτα με σιγουριά, τα κατάφερα στους άλλους  λέει και συνεχίζει να μιλάει, συγχρόνως  την γάτα  αμολάει και μαζί της αμολάει, τα δύο, της φάκας τα ποντίκια.


Τα  είδε  η γάτα και τους χαμογελάει και στο τυρί ορμάει, βουτάει και μια σαρδέλα και όλοι τότε γελάγανε με της γάτας, το σύρε και έλα!
Τα ποντίκια τρυπώσανε και κρυφθήκανε…
Την γάτα όλοι τους στο κυνηγητό την πήρανε, μέχρι να την πιάσουνε, την φοβηθήκανε… 
Τα έκανε στο μαγαζί τα πράματα, άνω- κάτω, λίμπα!...


Τότε του μαγαζάτορα και σε όλους για την ζημιά που αυτή η γάτα έκανε πολύ τους κακοφάνει, και εκεί, επί τόπου σαν σε λαϊκή συνέλευση- λαϊκό δικαστήριο κάνει. Αμέσως  το στήσανε το δικαστήριο και αποφασίσανε ότι για αυτή, μόνο, η πυρά της πρέπει, της φτάνει.
Και την απόφαση αυτή, χωρίς αναστολή, αναβολή και χάρη αμέσως, η λαϊκή συνέλευση βάζει, σε  εκτελέσει,  την ποινή να εφαρμόσουν σε αυτή και στους συνεργούς της,  της φάκας τα ποντίκια.
Και με φωτιά, τους κατάδικους να εκτελέσουν.
Χωρίς δισταγμό να στέρξουν!... και κατά  γράμμα τον νόμο να εκτελέσουν…


Οι δήμιοι ετοίμασαν τα σύνεργα, σπίρτα, πετρέλαιο και ρόπαλα, διάλεξαν για τόπο της εκτέλεσης  να γίνει, της εκκλησιάς τον χώρο, σε κοινή δημόσια θέα και για της φωτιάς, περισσότερο την ασφάλεια.
Η εκκλησία μας, τότε ήταν ημιτελής είχε χτιστεί μέχρι τα παραθύρια, ήταν αλειτούργητη και μέσα εκεί τα παιδιά παίζαμε  και οι τρανοί το αποφασίσανε πως εκεί δεν θα ήταν ασέβεια η εκτέλεση,  και δια πυρός να γίνει.


Την ημέρα της εκτέλεσης διάλεξαν να είναι, ημέρα σχόλη, για να έχει  ο κόσμος μεγάλη  συμμετοχή στην δημόσια θέα.
Την διάλεξαν να είναι ημέρα Κυριακή, μετά το σχόλασμα της επάνω εκκλησιάς, που θα είναι πολύς ο κόσμος.
Μετάφεραν τους κατάδικους, την γάτα με τα ποντίκια και τα σύνεργα, στον τόπο της εκτέλεσης και έπιασαν οι δεσμοφύλακες, οι μεγάλοι  άντρες και τα παιδιά  τις πόρτες με τα ρόπαλα  στα χέρια, μήπως οι κατάδικοι κατά την ώρα της εκτέλεσης, που ο νόμος πρέπει να τηρείται, και που ορίζει, ότι οι μελλοθάνατοι – οι κατάδικοι, την ώρα της εκτέλεσης, πρέπει να είναι ελεύθεροι, να μη είναι φυλακισμένοι και σαν ελεύθεροι, μη τυχόν ξελακίσουν και από  κάπου ξεφύγουν, και γίνει ζημιά μεγάλη…


Μόλις ήσαν όλα έτοιμα δόθηκε το σύνθημα, το πυρ,  ο δήμιος να βάλει!..
Ρίχνουν πετρέλαιο στης γάτας το κλουβί και στων ποντικιών την φάκα και όλα τους, τα περιλούζουν!...
Κοιτάζονται τα ζωντανά περίεργα, στην γωνιά ζαρώνουν, γάτα και  ποντίκια αγκαλιασμένα  και μόλις ο δεσμοφύλακας ανοίγει τα κλουβιά για  να ελευθερωθούν… Δεν φύγανε…  Λουμώνουν, φοβισμένα!.. 


Τότε ο δήμιος ο σκληρός, την εντολή του νόμου εκτελεί  και το πυρ στα ζωντανά το βάζει. 
Λαμπάδιασαν!...
 Ουρλιαχτά βγαίνουν από το στόμα τους, κινήσεις πανικού, απελπισίας, κάνει το κορμί τους!..
Ζητούνε τρόπους, τρύπες διαφυγής, για να γλιτώσουν, τις βρίσκουν όλες κλειστές, φυλαγμένες και πέφτει ηρωικά καιόμενο το πρώτο το ποντίκι. 


Η γάτα φλεγόμενη περνάει από δίπλα του, το οσμίζεται και δυνατά ουρλιαχτά βγάζει. Πηδώντας, τρέχοντας, γυρίζοντας γύρω – γύρω, στους τοίχους της άχτιστης τότε εκκλησιάς μας,  κοιτάζοντας στις πόρτες,από εκεί για να ξεφύγει, παίρνει φόρα και σαν άλτης του ύψους, από το παράθυρο που είναι προς δυσμάς,  που τώρα μπαίνει στο ναό, στην Ωραία Πύλη, η αχτίδα- το φως, του  αποσπερίτη, φλεγόμενη έξω πηδάει!..
Και με μανία τρέχοντας, χώνεται σε διπλανού σπιτιού την πλόχτη!...
Εκεί, νομίζοντας πως είναι θα βρει, δροσιά , νερό, και χώμα την φλόγα της να σβήσει!...


Παίρνουν φωτιά τα άχυρα, αρχίζει το σπίτι να καπνίζει…
Και εκεί, η γάτα για την τεμπελιά της;..
Για την καλοσύνη της;..
Η για την αγάπη της,  προς στη  ζωή των άλλων ζωντανών;…
Πλήρωσε!…
Τελειώνει!…
Έτρεξαν οι άντρες με νερό και την φωτιά αμέσως σβήσανε και το μεγάλο κακό,  να καεί όλο το χωριό απεφεύχθη...
Τα ποντίκια τα είχανε σε στενή παρακολούθηση εφύλαξαν και οι υπέρτερες δυνάμεις, τα Θεία,η Πρόνοια,  η Παναγιά,  δεν  ξέφυγε κανένα!..


Κινδύνεψε, με τις κουταμάρες μας που κάνανε-  κάναμε τότε από καλαμπούρι, να καεί ολόκληρο το χωριό!...
Να καούμε!...  
Ποιος φταίει;… Ποιος;…
Εφόσον απολύσανε οι μεγάλοι, οι μυαλωμένοι άνθρωποι!.. 
Τους ποντικούς, καμικάζι!…
Ποιος να φταίει;..


Να ποιος φταίει:
Η σκληρή συμπεριφορά μας στην ζωή των άλλων!...και  ο …
Μετά  από την λαχτάρα αυτή, όλοι τους, στα μαγαζιά του χωριού το έριξαν στο κρασί και στο τραγούδι… Και το έλεγαν:
- Μια παπαδιά στον αργαλειό τα πόδια της κουνάει…
Γλιτώσαμε!...γλίτωσε το χωριό!...  
Τότε άλλαξαν!...
Φόρεσαν τα καλά,  στην ψυχή τους …
Δικαστές, δεσμοφύλακες και δήμιοι!..
Πήραν την μορφή ουράνιων  δυνάμεων,σε χοροδία των Αγγέλων!...
Γιάννης Στ Βέργος { Γορτύνιος}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου