Νεράκι είχε μπόλικο το χωριό, μα είχε και πολλά τα ποτιστικά χωράφια, περιβόλια και κήπους, ούτε μιας δρασκελιά γης, δεν υπήρχε τότε να μη ήτανε σπαρμένη- φυτεμένη…
Τότε στο χωριό ήταν, ανταμικό το νερό!
Το περιβόλι, τον κήπο του, πότιζε καλά και αυτός ο κήπος του έδινε πολλά, καλά τα ζαρζαβατικά του, σε αυτόν που φύλαγε και πρόσεχε καλά την δέση και ξεθράκωνε το αυλάκι.
Εκεί στην δέση, στην κόφτρα ήτανε, καθόταν ο διάβολος, κρυβότανε και έκρυβε όλο το μυστικό του και τους ορμήνευε τους ανθρώπους στις παραποντιές του.
Κοντά στο αυλάκι αυτό το ανταμικό, μία γιαγιά είχε στο κήπο της μια στέρνα.
Επάνω κάτω πήγαινες και το νερό ξεκαράβωνες στον προορισμό του για να πάει…
Η γιαγιά με καλοσύνη απαντούσε…
Η γιαγιά όπως ήτανε γλυκομίλητη και έδινε και συμβουλές, όλοι την αγαπούσανε, την σεβότανε, κανένας δεν της έλεγε για την μαρτίνα της και για το αυλάκι, κακιά κουβέντα.
Κάποια φορά θυμάμαι πως ήταν ντάλα μεσημέρι, που είχα πάρει το ανταμικό νερό για να ποτίσω.
Ξένοιασα!...
Παίρνω το αυλάκι τρέχοντας, την ανηφόρα, τις κόφτρες για να φτιάξω.
Βρίσκω το αυλάκι καραβωμένο, εμπρός, πίσω, από της γιαγιάς τον κήπο, το αυλάκι να ξεχειλίζει και το νερό να χύνεται, όχι στην στέρνα της γιαγιάς, αλά έξω, να πηγαίνει χαμένο!...
Συχωρεμένη να είναι η γιαγιά και αναπαυμένη η ψυχούλα της!...
Και αν ήτανε ποτιστική ούτε ρούπι!
Τώρα έγιναν όλα μπεριάνι - χέρσα - μπαϊρια.
Υπήρχε τότε επάρκεια και αυτάρκεια, από κηπευτικά και άλλα!...
Πατάτες, φασόλια, αγγούρια, κολοκύθια, λεποντιές λάχανα και ντομάτες. Γαλακτοκομικά και κτηνοτροφικά προϊόντα,μπόλικα...
Τώρα, είναι κράνη…
Πατάτες τώρα τις φέρνουμε από το Νείλο, φακές από την Κίνα, αυγά από την Τουρκία, τυρί της Ολλανδίας, μοσχαράκι και χοιρίδιο της Γερμανίας και με δανεικά λεφτά τα πληρώνουμε και μετά λέμε, πως μας φταίει η κυρά Αγγέλλω, η Μέρκελ η Γερμανίδα, που τα δανεικά που μας έδωσε, πίσω με τόκο κατά την συμφωνία μας τα γυρεύει… Τα ζητάει!...
Και εμείς τον δανειστή τον βρίζουμε!...
Και η άλλη, η… κυρά… να το διαγράψουμε μόνοι μας, το χρέος λέει…
Και η άλλη, η… κυρά… να το διαγράψουμε μόνοι μας, το χρέος λέει…
Αντί να τους ευγνωμονούμε, που από τα παλιά τα χρόνια μας έδωσαν, για να προκόψουμε, να ζούμε!...
Αλλά… δεν λειτούγησε, δεν λειτουργεί μυαλό, έλειπε- λείπει, από την κεφαλή ο νοικοκύρης!...
Τότε στο χωριό ήταν, ανταμικό το νερό!
Αλλά, υπήρχε τάξη.
Βάζανε σειρά στο πότισμα, με καθορισμένες τις ώρες, ανάλογα την γη που έχει ο καθένας τους να ποτίσει.
Έβαζαν και νερολόγο, τις καθορισμένες ώρες του καθενός, στο πότισμα να μετράει, το άλλον να ειδοποιήσει, το πότε είναι η ώρα του, για το πάρει το ανταμικό νερό, να το πάει τον κήπο του να τον ποτίσει.
Και νερολόγο διαλέγανε και βάζανε άνθρωπο καλό, ενεργητικό που ήξερε και λίγα γράμματα και γνώριζε την ώρα και είχε και καλό ρολόι ξυπνητήρι.
Και λέγανε τότε στα παιδιά τους και νερολόγος να γίνεις, γράμματα πρέπει να ξέρεις…
Μάθε παιδάκι μου δύο αραδούλες γραμματάτια!...
Και μη σας φαίνεται τώρα παράξενο, για το ωρολόγιο ξυπνητήρι, τότε δύο, τρείς είχανε τέτοιο εργαλείο, τέτοιο ωρολόγιο στο χωριό.
Και ο ένας από αυτούς ήταν ο Αποστόλης, που το ρολόι είχε φέρει από το Βέλγιο, που είχε πάει εκεί, μικρό παιδί ξενιτεμένο!..
Όλοι οι άλλοι, καταλαβαίναμε την ώρα από του ήλιου τα απόσκια και του ουρανού τα σημάδια και από τον κόκορα που λάλαγε τα μεσάνυχτα και τα χαράματα δύο ώρες νύχτα…
Όλοι οι άλλοι, καταλαβαίναμε την ώρα από του ήλιου τα απόσκια και του ουρανού τα σημάδια και από τον κόκορα που λάλαγε τα μεσάνυχτα και τα χαράματα δύο ώρες νύχτα…
Δεν λάθευε στην ώρα, από τους παππούδες κανένας!...
Το περιβόλι, τον κήπο του, πότιζε καλά και αυτός ο κήπος του έδινε πολλά, καλά τα ζαρζαβατικά του, σε αυτόν που φύλαγε και πρόσεχε καλά την δέση και ξεθράκωνε το αυλάκι.
Και όλη την ώρα ήταν με το ξινάρι πάντοτε στα χέρια, και έφτιανε καλά τις κόφτρες...
Εκεί στην δέση, στην κόφτρα ήτανε, καθόταν ο διάβολος, κρυβότανε και έκρυβε όλο το μυστικό του και τους ορμήνευε τους ανθρώπους στις παραποντιές του.
Αυτές, που οι πονηροί σου κάνανε και σου κλέβανε το νερό από το αυλάκι!...
Και όλο το μυστικό το νερό για να σε φτάσει, τον κήπο σου να ποτίσεις είναι ότι, πρέπει να πηγαινόρχεσαι, πάνω, κάτω, στο αυλάκι συνέχεια.
Στασιό καθόλου να μην έχεις!...
Με τα έργα του διαβόλου, τις πονηριές και τις παραποντιές του, συνέχεια με αυτόν να παλεύεις και αυτόν να τον καλοπιάνεις, για να μη σκαρφιστεί το κάτι τις, το άλλο, πιο πονηρό για να σου κάνει.
Κοντά στο αυλάκι αυτό το ανταμικό, μία γιαγιά είχε στο κήπο της μια στέρνα.
Αυτή η στέρνα είχε πάντοτε νερό, ήτανε πάντοτε γεμάτη!..
Χωρίς ποτέ να αδειάζει!..
Χωρίς το νερό να φαίνεται, από πού έρχεται και από πού στην στέρνα πάει!... Και την γεμίζει!...
Χωρίς το νερό να φαίνεται, από πού έρχεται και από πού στην στέρνα πάει!... Και την γεμίζει!...
Λες και ο Θεός το νερό ευλογεί, ποτέ η στέρνα αυτή, από νερό να μη στερεύει.
Την λέγαμε τότε την στέρνα αυτή, ευλογημένη!...
Ήταν πάντοτε γεμάτη!...
Η γιαγιά συνέχεια την κήπο της πότιζε!..
Αυτή, η γιαγιά ήταν πολύ εργατικιά, ολημερίς τον κήπο σκάλιζε, τις ντομάτες περιποιότανε και τις μαρτίνες της, τις είχε πάντοτε δεμένες, ή απολυτές, επάνω, κάτω από το αυλάκι, πέρα, δώθε, από την κόφτρα.
Η μαρτίνα της, που στο δήθεν έβοσκε, δεμένη από την πατουλιά πάνω από το αυλάκι, με τα πόδια της, τις πέτρες και τα χώματα κύλαγε και πέφτανε μέσα στο αυλάκι.
Και έτσι με το κόλπο αυτό καράβωνε το νερό και το νερό από το αυλάκι ξεχείλιζε και αποστράγγιζε στην στέρνα.
Επάνω κάτω πήγαινες και το νερό ξεκαράβωνες στον προορισμό του για να πάει…
Και κάπου- κάπου της έλεγες της γιαγιά με σέβας και αγάπη μεγάλη.
Γιαγιά η μαρντίνα σου εκεί δεν κάνει!...
Ογράτησα, επάνω, κάτω, το αυλάκι να ξεκαραβώνω...
Το νερό, εκεί πέρα, στην στέρνα μας σταγόνα, δεν πάει!...
Ογράτησα, επάνω, κάτω, το αυλάκι να ξεκαραβώνω...
Το νερό, εκεί πέρα, στην στέρνα μας σταγόνα, δεν πάει!...
Η γιαγιά με καλοσύνη απαντούσε…
Τι να την κάνω την μακγούφα, αυτή είναι ζημιάρα και θα μου φάει τον κήπο, για αυτό την έχω δεμένο εκεί στο ξερικούλι, μέχρι να πάει και αυτή στην πόρτα του χασάπη!.. Υπομονή κάνω και εγώ, υπομονεύω μέχρι να έρθει ο καιρός της!.
Να έρθει σειρά της!..
Κάνε και εσύ λιγάκι υπομονή παιδάκι μου, η ώρα σου θα περάσει, να τελειώσεις και εσύ το πότισμά σου, να πας στην ευχή της Παναγιάς, να τελειώσω και εγώ την δουλίτσα μου, θα την πάρω τις πεντέρμες και θα φύγω!...
Να έρθει σειρά της!..
Κάνε και εσύ λιγάκι υπομονή παιδάκι μου, η ώρα σου θα περάσει, να τελειώσεις και εσύ το πότισμά σου, να πας στην ευχή της Παναγιάς, να τελειώσω και εγώ την δουλίτσα μου, θα την πάρω τις πεντέρμες και θα φύγω!...
Παιδάκι είσαι εσύ, είναι ανάλαφρα τα ποδαράκια σου, πιλάλα να πηγαίνεις πάνω - κάτω, το αυλάκι να προσέχεις, για να τα καταβρέξουμε λίγο τα λελούδια, να μη τα φάει ο λίβας…
Πήγαινε παιδάκι μου, πήγαινε και πρόσεχε- πρόσεχε και κοίτα, μη σου κοπή η δέση!
Και όσο μπορώ και εγώ το αυλάκι θα το προσέχω, αν ρίχνει η λιόπρα κανένα σαρίδι θα κοιτά και εγώ θα το βγάλω!
Η γιαγιά όπως ήτανε γλυκομίλητη και έδινε και συμβουλές, όλοι την αγαπούσανε, την σεβότανε, κανένας δεν της έλεγε για την μαρτίνα της και για το αυλάκι, κακιά κουβέντα.
Φτιάνανε όσο μπορούσανε το αυλάκι!...
Και από το χάλασμα του αυλακιού, γέμιζε η στέρνα!...
Και ήταν ευλογημένη!...
Κάποια φορά θυμάμαι πως ήταν ντάλα μεσημέρι, που είχα πάρει το ανταμικό νερό για να ποτίσω.
Έφτιαξα καλά την δέση στο νερό και πήγαινε όλο το νερό στο αυλάκι ,στάλα δεν χανότανε, Την δέση επέβλεψα πολύ, όλο το αυλάκι έφτιαξα καλά, τις κόφτρες και το νερό έπεφτε καλό, μπόλικο στην στέρνα και χαιρόμουν!...
Απόστασα και έπεσα στον ίσκιο της λεύκας, δίπλα στην στέρνα, να ξαποστάσω.
Την γιαγιά με τις κατσίκες της, δεν την είδα να ήτανε στον κήπο της, για να είναι επίφοβο στο αυλάκι, σαβούρια από την κατσίκα να πέσουνε να γεμίσει, να καραβώσει.
Ξένοιασα!...
Παιδάκι ήμουνα, ήρθε ο ύπνος ο γλυκός και μου έκλεισε τα μάτια.
Κοιμήθηκα!...
Κοιμήθηκα!...
Ήτανε ο ύπνος καλός, που τέτοιον άλλη φορά δεν θυμάμαι!
Θα τον χόρτασα και άκουσα κάτι να πέρασε από δίπλα μου, να φρατσαλάει.
Δεν κατάλαβα τι ήταν;
Γκουσιτέρα, πουλί, η τίποτε άλλο;...
Γκουσιτέρα, πουλί, η τίποτε άλλο;...
Πετάχτηκα επάνω, στην στέρνα δεν άκουσα νερό να πέφτει και η στέρνα από νερό, ήτανε κάτω από την μέση.
Αρπάζω το ξινάρι μου και μουρμουρίζοντας, δεν ήξερα ποιος μου φταίει…
Με τον εαυτόν μου τα έβαλα, που αποκοιμήθηκε και θα έμενε απότιστος ο κήπος…
Με τον εαυτόν μου τα έβαλα, που αποκοιμήθηκε και θα έμενε απότιστος ο κήπος…
Παίρνω το αυλάκι τρέχοντας, την ανηφόρα, τις κόφτρες για να φτιάξω.
Βρίσκω το αυλάκι καραβωμένο, εμπρός, πίσω, από της γιαγιάς τον κήπο, το αυλάκι να ξεχειλίζει και το νερό να χύνεται, όχι στην στέρνα της γιαγιάς, αλά έξω, να πηγαίνει χαμένο!...
Τότε είπα:
Να ποιος είναι, ο πραγματικός ο διάβολος και όχι η μαρτίνα της γιαγιάς που έριχνε το νερό στην στέρνα!..
Και γινότανε κάπου, σε κάποιον άλλον, το καλό, η ωφέλεια!...
Συχωρεμένη να είναι η γιαγιά και αναπαυμένη η ψυχούλα της!...
Ήταν σκληρή και δύσκολη τότε η ζωή!..
Είχε πολλά στόματα να ταΐσει!...Να χορτάσει!...
Είχε και αυτή πολλά εγγονάκια, από τον κήπο αυτό να αναθρέψει…
Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}
21.05. 2012
Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}
21.05. 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου