Σκληρά δούλευε από τα νιάτα του ο Προκόπης.
Το σκηνικό επαναλήφθηκε όμοιο, απαράλλακτο και από τα άλλα ανίψια και είχε ίδιο αποτέλεσμα. Μόνο μια ανιψιούλα του, που ήταν λίγο κοντακιανή, δεν είχε την ομορφιά του σώματος, δεν ήταν η καλλονή, όπως τις άλλες και τους άλλους. Είχε όμως την ομορφιά της ψυχής, την καλλονή στην κίνηση, την καλλονή, στην καλοσύνη της καρδιάς και έδινε την αγάπη της, με τα έργα της στην πράξη. Όταν ο θείος Προκόπης στα σκαλοπάτια σκόνταψε, αμέσως έτρεχε να τον πιάσει. Τον αγκάλιασε τον περιποιήθηκε, νερό αμέσως έτρεξε να του δώσει, να ακούσει του θείου την λαλιά, τον ήχο της ανάσας!…
Δεν είδε, δεν άκουσε, δεν την συγκίνησε ο ήχος του χρυσού, που κύλαγε στην σκάλα, δεν έτρεξε να τον πιάσει, μόνο για τον άνθρωπο, τον θείο της, ξαφνιάστηκε, νοιάστηκε, έτρεξε να τον πιάσει!...
Ο θείος την αγκάλιασε, την καθησύχασε, την ευχαρίστησε, την φίλησε και τις χρυσές λίρες, αυτές που κυλήσανε, της τις δίνει.
-Πάρε τες, σου αξίζουνε, αυτές, και χίλια φλουριά ακόμα!…
Η κόρη τις αρνιότανε, δεν ήθελε να τις πάρει.
Ο θείος επέμενε στην τσέπη της, τις βάζει.
-Αυτές, είναι το γούρι σου, αυτές, είναι το τυχερό σου, αυτό θα το δεχτείς, πρέπει, είναι δικό σου!...
-Του λέει με δάκρυα ευχαριστώ, σκύβει και του φιλάει το χέρι, και τον ρωτάει, εάν πουθενά πονάει…
-Ο θείος μειδίασε, είμαι καλά, όχι, της απαντάει…
Αμέσως της κάνει την πρόταση, για την εξυπηρέτηση που του έκανε, που τον συνόδεψε, ευπρεπώς να την κεράσει…
-Η ανιψιά, αυθόρμητα, του το αρνήθηκε, όχι, του απαντάει… και ότι επιβάλετε στο σπίτι γρήγορα να πάνε να ξαπλώσει. Και μήπως χρειάζεται ο γιατρός, τις συμβουλές του για να δώσει…
Έφυγαν και γύρισαν στο σπίτι, ο θείος, την διαβεβαίωσε πως πουθενά δεν αισθάνεται πόνο, είμαι καλά της λέει και ησύχασε ο νους της...
Την άλλη μέρα κιόλας, την κάλεσε σιμά του και την ορμήνεψε, ορμήνιες από την ψυχή, από την καρδιά βγαλμένες…
Ορμήνιες από την ζωή, για την ζωή της, για το καλό της!..
Σε αυτό που πολύ επέμενε ήταν να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να στήσει το νοικοκυριό της!
Να μη μείνει έρημη, μόνη, μοναχή, μαγκούφα, για να την έχουνε όλοι οι άλλοι, όσο δύναται και την βαστάνε τα πόδια της, να στέκεται στο ατσάλι, όλους να τους υπηρετεύει…
Και μετά να την κλωτσάνε σαν την γέρικη την γάτα…!
Τσάτ… τσάτ… τσάτ!... Όλο τσάτ, όλοι να της λένε!...
Και να της καίνε, με την μασιά την γούνα!... Την ουρά της!...
Της έφτιαξε προίκα καλή, της πρότεινε και ένα καλό, φτωχό, εργατικό, γερό παιδί, για άντρα της να πάρει, να ανοίξουν, το σπιτικό τους, τους δίνει λίρες, φλουριά, λεφτά πολλά, να κάνουν την χαρά τους, που είναι και χαρά δική του. Ο γάμος έγινε όπως πρέπει…
Μετά από λίγο καιρό την κάλεσε μοναχή της στο σπίτι του να πάει.
Του φτιάχνει καλό φαΐ, περιποιημένο, παστρικό και του το πάει.
-Ανιψιά μου, κόρη μου της λέει:
-Ότι είχα για σένα, εκτός από την αγάπη μου, που σε όλους σας μέχρι τώρα την δίνω, σε σένα, χωρίς να μου το ζητήσεις, με χαρά σου το έδωσα, ότι σου έδωσα, να είσαι στην ζωή σου χαρούμενη, προκομμένη και από τον Θεό, την Παναγιά, ευλογημένη….
-Σαν θα έρθει όμως η ώρα η καλή και η ώρα η ευλογημένη, που και μένα θα με καλέσει ο Κύριος κοντά του να με πάρει, εσύ να μη κλάψεις, μόνο ένα κεράκι, να μου ανάψεις…
Άσε τους άλλους για να κλαίνε , τα δάκρυα τους θα είναι ψεύτικα, θα είναι για το θεαθήναι. Μετά από λίγο, να κοιτάς να κάνεις χάζι, θα ερίζουν και για τα ιμάτια μου ακόμα. Εσύ από αυτά να απέχεις…
Και αν σε καλέσουν, σου ειπούνε, να πας στην μοιρασιά, εσύ, να μη πλησιάσεις, στους άλλους χωρίς να εξετάσεις τα πόσα, το τι, το πόσο είναι, αμέσως από αυτό από αυτά, από όλα, να παραιτηθείς, και στους άλλους αμέσως, αβλεπτεί, χαρούμενη, να τα χαρίσεις.
-Εσύ με την ευχή μου, τίμια να πορεύεσαι στην ζωή, θα έχεις χαρές και θα προκόψεις.
Η ανιψιά του με δάκρυα τον ευχαρίστησε για την προσφορά του, αλλά περισσότερο για τις ορμήνιες του, την αγάπη του, τις συμβουλές του, που μέχρι τέλος τήρησε. .
Όλοι οι άλλοι, συγγενείς και φίλοι, γύρω, τριγύρω από τον Προκόπη γύριζαν και από λίγο, λίγο, του ρούφαγαν τον νέκταρ!...
Ο Προκόπης κατάλαβε πως όλοι αυτοί δεν ήσαν μελλισούλες, τον νέκταρ που του ρουφάνε, δεν το μαζεύουν, δεν το φυλάνε, για να φτιάξουνε το μέλι, το κερί, για τον χειμώνα!…
Αλλά, όλοι αυτοί ήσαν οι σκούρκοι, στο τζάμπα, χαράμι, αυτά πάνε και στην αδύναμη , την στιγμή του, με το φαρμακερό κεντρί τους, να τον χτυπάνε
Τις αγαθοεργίες άρχισε ο Προκόπης σε ξένους ανθρώπους, χωρίς να ξέρει η δεξιά του, το τι ποιεί η αριστερά του.
Φρόντισε όμως, αξιοπρεπώς και για τα στερνά του, την ώρα του την τελευταία, για τα χρειώδη, του μεγάλου ταξιδιού, κανένα να μη επιβαρύνει, και από ενωρίς για αυτά, τα καθέκαστα στην εκκλησία, τα έξοδα, τα χρειαζούμενα δίνει.
Πηγαίνει ο θείος Προκόπης μόνος στην τράπεζα στις θυρίδες, πληρώνει προκαταβολικά για ένα χρόνο, δεν ήθελε να χρωστάει σε κανέναν και κανένας για τίποτα από αυτόν να μη βαρυγκωμεί και αφήνει στην θυρίδα του ένα φάκελο κλειστό, που απέξω γράφει: "Να ανοιχτεί εφόσον έχουν μοιραστεί, όλα τα άλλα…"
Ήρθε η ώρα και η στιγμή, που ο Θεός τον κάλεσε κοντά του.
Έφυγε αθόρυβα, γρήγορα, σαν το πουλί, σαν το χελιδόνι, την Άνοιξη με τα λουλούδια, ημέρα γιορτή και σχόλη, την ώρα που σήμαιναν της εκκλησιάς οι καμπάνες για την θεία λειτουργία.
Όλα του έγιναν, όπως αυτός είχε στην εκκλησιά ορίσει, χωρίς κανένας να επιβαρυνθεί, χωρίς κανέναν να βαρυγκωμήσει....
Και πριν ο θείος, ο Προκόπης ξεπροβοδίσει, αρχίσανε έντονα τις συζητήσεις, το τι θα ήθελε ό καθένας τους, από την κληρονομιά να πάρει, να ζητήσει.
Ήρθε και η ώρα της μοιρασιάς, να ανοίξουν την διαθήκη, μα γράμμα, διαθήκη, δεν βρέθηκε να γράφει στον καθένα τους τι του αφήνει, το μόνο που όλοι τους, ξέρανε πως είχε στην τράπεζα θυρίδα, χωρίς να ξέρει κανένας τους, τι είχε εκεί, κρυμμένο, φυλαγμένο.
Όλοι μαζί το απεφάσισαν, την θυρίδα σύμφωνα με τον νόμο να ανοίξουν, εκτός από την ξαδέλφη τους την Μέλπω, που αυτή έκανε αμέσως παραίτηση, χάρισμα, για όλους τους άλλους.
-Εγώ από την κληρονομιά του θείου μας, από ότι δικαιούμαι, απέχω, σε όλους σας την χαρίζω, ευγνωμονώ τον θείο μας για ότι στην ζωή μου υλικά μου προσέφερε, πολύ περισσότερο για τις ορμήνιες του, και για τις συμβουλές του.
Ο Θεός να τον συγχωρέσει, για τα αμαρτήματά του και τον παρακαλώ να τον πάρει στην αγκαλιά του.
Όλοι τους, περιφρονητικά μειδίασαν, και από μέσα τους είπαν:
-Τι χαζομάρα κάνει αυτή, αλλά το συμφέρον τους δεν τους αφήνει, από την απόφαση της στην παραίτηση της, να την σταματήσουν.
Επήραν τον συμβολαιογράφο, και δικηγόρο καλό, έμπειρο νομικό και όλοι τους κομπανία πήγανε στην τράπεζα, την θυρίδα για να ανοίξουν. Εκεί πριν την θυρίδα την αγγίξουν, πλήρωσαν ρεφενίζοντας οι κληρονόμοι την τράπεζα για τα έξοδά της, τον συμβολαιογράφο και τον δικηγόρο νομικό κατά τον νόμο,τα νόμιμα, τα συμφωνηθέντα.
Εφόσον όλα τα διαδικαστικά ήσαν εντάξει και παρίσταντο όλοι οι κατά τον νόμο, νόμιμοι κληρονόμοι, μαζεύτηκαν γύρω, γύρω από την θυρίδα και ο τεχνικός με τα σύνεργα του άρχισε την θυρίδα να διαρρήχνει, καταστρέφοντας την, εφόσον κλειδί της δεν βρέθηκε.
Όλοι τους με κομμένη ανάσα και ορθάνοιχτα τα μάτια κοίταζαν με αγωνία, τι μάλαμα, χρυσός, διαμάντια, από την θυρίδα, θα ξεχυθεί, θα πέσει και χτύπαγε με αγωνία, έντονα, η καρδιά τους.
Ο τεχνικός τελείωσε και έπεσε κάτω το πορτάκι.
Άνοιξε!... Σιγή!… Σιωπή!… Ανάσα δεν ακούγεται!...
Σηκώνεται, ο συμβολαιογράφος, ο δικηγόρος νομικός, και ο θησαυροφύλακας και ένας υπάλληλος και πλησιάζουν την ανοιχτή θυρίδα, σύρουν από μέσα το μικρότερο κλειδωμένο χρηματοκιβωτιάκι και καλούν, φωνάζουν από τους κληρονόμους, όποιος θέλει να πλησιάσει, να διαπιστώσει, πως μέσα στην θυρίδα, τίποτε άλλο, δεν υπάρχει.
Παίρνουν το μικρό χρηματοκιβώτιο και το τοποθετούν στην μέση επάνω στο στρογγυλό τραπέζι και κάθισαν γύρω, γύρω όλοι τους για να βλέπουν.
Η αγωνία τους κορυφώνεται και έφτασε στο ζενίθ!...
Κανένας τους δεν είχε στην σκέψη του τον θείο, παρά μόνο, το τι είχε μέσα το κουτί…!
Πλησιάζει και πάλι ο τεχνικός με την ψαλίδα, ένα κράκ ακούστηκε και η κλειδαριά του κόπηκε…
Πληρώνεται και φεύγει.
Ο συμβολαιογράφος σηκώθηκε και είπε:
-Τώρα είμαστε όλοι έτοιμοι για το ανοίξουμε το κουτί, να κάνουμε την καταμέτρηση, να διαβάσουμε την διαθήκη εάν υπάρχει και τι ανήκει στον κάθε ένα σας να πάρει, σύμφωνα με τη επιθυμία του διαθέτη.
Το άνοιξε και βρήκε μέσα κάτι διπλωμένο με χαρτί και πανί.
Το έβγαλε το αφήνει επάνω στο στρογγυλό τραπέζι. Η αγωνία όλων κορυφώνεται , μέχρι και στο πρόσωπο του δικηγόρου τρέχει από το μέτωπό του ιδρώτας…
Από κάτω υπήρχε ένας κλειστός, χοντρός φάκελος που απέξω έγραφε με τα γράμματα του μακαρίτη, που όλοι τους, τα αναγνώρισαν.
"Να ανοιχτεί μετά την μοιρασιά."
Το κοίταξαν πανταχόθεν και διαπίστωσαν ότι ήταν παντού κλειστός, τον καταγράφουν και τον αφήνουν στην άκρη.
Μετά έπιασε και ξεδίπλωνε το δεματάκι με μεγάλη προσοχή, και έβγαζαν το περιτύλιγμα, που ήταν από παλιές εφημερίδες, που με επιμέλεια διάβαζαν για να αξιολογήσουν το μήπως έχει για κάποιους, για κάποιον από τους κληρονόμους κάποια αξία.
Ξετύλιγαν, ξετύλιγαν και τι βρίσκουν;
Βρίσκουν ένα χαϊμαλί αλόγου!...
Και ένα χειρόγραφο σημείωμα που έγραφε:
"Ενθύμιο από το μουλαράκι μας τον Αραπάκο μας, που εγώ τον αγόρασα, στο πρώτο μου ταξίδι, για να αναθρέψει τα αδέλφια μου, την φαμελιά μας, μα αυτός, δεν πρόφτασε πολλά αγώγια να μας δώσει, τον πήραν στην επίταξη στον πόλεμο, για την Πατρίδα…"
Χαρακτηρίστηκε από όλους ευτελές, χωρίς καμία αξία…
Ρωτήθηκαν οι συγγενείς, οι κληρονόμοι, πόσο το εκτιμούν ως κειμήλιο και αν κανένας τους εκδηλώνει την επιθυμία και τι αξία του δίνει για να το πάρει.. Κανένας τους, δεν εκδήλωσε την επιθυμία, και φανερά εκνευρισμένοι, απρεπείς κουβέντες, ψιθύρισαν, είπαν.
Ο συμβολαιογράφος το κατέγραψε επακριβώς τις χάντρες που είχε το χαϊμαλί και το έβαλε στην άκρη και συνεχίζει να ξετυλίγει και βρίσκει μία μικρή ναυτική πυξίδα και ένα πεντόλιρο και ένα σημείωμα να γράφει:
"Να δοθεί σε αυτόν που θα εισαχθεί από το χωριό μου στην σχολή Ναυτικών δοκίμων εμποροπλοιάρχων, με την ευχή μου, γαλήνιες θάλασσες, καλά ταξίδια"
Μετά βρίσκουν διπλωμένη σε ένα πανί μία μικρή καμπανίτσα, που μόλις την ξεδίπλωσε και κτύπησε όλοι ξαφνιάστηκαν, και στον ήχος της νόμισαν από την αγονία τους, την έννοια τους, πως ήταν οι λίρες που όλοι τους περίμεναν… να κουδουνίσουν…
Αλλά δεν ήσαν, ήταν η καμπανίτσα της γιδούλας του, που μικρός όταν ήταν, την έβοσκε, την αρμέγει και έπινε γάλα!...
Με το γράμμα της, που έλεγε: ¨
"Αυτή είναι η καμπανίτσα της φλώρας μου, της γιδούλας μου, που δεν με αποχωριζότανε ποτέ, μικρός σαν ήμουνα και μου έδινε και γάλα… Αυτή να κρεμαστεί να ακούγεται, στην είσοδο του σπιτιού μου στο χωριό, που αυτό το σπίτι, το αφήνω με ότι έχει μέσα, στην εκκλησία του χωριού μου, ποτέ να μη πουληθεί, να είναι εκεί, για την στέγαση ορφανών παιδιών, νιόπαντρων που δεν έχουν σπίτι μέχρι να αποκτήσουν. Εκεί να κοιμούνται οι γέροντες που δεν τους θέλουν οι δικοί τους."
Ο εκνευρισμός έφτασε στο κατακόρυφο, στο αποκορύφωμα!...
Όλοι δάγκωναν τα χείλη τους, έσφιγγαν τις γροθιές τους, νευρικά έτριζαν τα δάχτυλα τους και έκαναν νευρικό περίπατο μέσα στο δωμάτιο του θησαυροφυλακίου.
Μόνο ο συμβολαιογράφος, ο δικηγόρος και η γραμματέας, σοβαροί, ανέκφραστοι, έκαναν την δουλειά τους.
Ξετύλιγαν, ξετύλιγαν, και ξάφνου ξεδίπλωσαν και φάνηκε ένα μεγάλο στρογγυλό αντικείμενο, που έλαμψε στο φως.
Ήταν στρογγυλό σαν μπάλα.. Είχε σχήματα πρισματικά και έκανε στο φως εναλλασσόμενα, τα χρώματα της ίριδος, σαν το ουράνιο τόξο!...
Τέτοιο πράγμα, τέτοιο αντικείμενο, δεν είχανε ξανά δει πουθενά και σε θυρίδες φυλαγμένο…
Εξεπλάγησαν και όλοι οι κληρονόμοι χαρά γεμάτοι αναφώνησαν:
-Να και τα καλύτερα!... Να τα διαμάντια!...
Θεός συγχωρέστε τον θείο, όλους μας, μας φροντίζει…
Μαζί με αυτούς εκφράστηκε ο δικηγόρος και ο συμβολαιογράφος και με μια κουβέντα είπανε:
-Αυτό μπορεί να είναι μεγάλο ακατέργαστο διαμάντι, ίσως το μεγαλύτερο του κόσμου!...
Όλοι οι κληρονόμοι, χαρούμενοι ανυπόμονοι έκαναν τα σχέδια τους, τους υπολογισμούς τους και ειδοποίησαν τους άλλους, στα σπίτια τους, πως είναι πλούσιοι και πολύ πλούσιοι…
Μόνο η γραμματέας το κοίταγε αυτό το πράγμα με περιέργεια, αμίλητη, συλλογισμένη και από μέσα της έλεγε:
-Δεν έρχονται τώρα να τελειώνουμε, γιατί σαν κάλπικο μου μοιάζει, πως σαν και αυτό, τέτοιο πράγμα υπάρχει, έχει το βουνό του χωριού μου και είναι γεμάτο!...
-Λες να είναι διαμάντια και να μη τα ξέρουμε και κάθομαι και εγώ εδώ χάμου, στα υπόγεια, μαζί με τα ποντίκια και τις κατσαρίδες;…
-Και η ώρα πέρασε, αρχίζει τώρα η τζάμπα υπερωρία και δεν βλέπω φίλεμα, φιλοδώρημα από αυτούς…
-Πολύ ντεβεκέλιδες μου μοιάζουν!…
-Φοβάμαι μη τους πληρώσουμε και τους καφέδες!…
-Και σε μένα η τράπεζα υπερωρίες δεν μου πληρώνει…
Εκεί υπήρχε αμφιβολία, και διαφωνία από όλους ως προς την αξία αυτού του αντικειμένου, και χρειάζεται ο δημόσιος εκτιμητής να το εκτιμήσει. Υπήρξε και πάλι διαφωνία από τους κληρονόμους και ήθελαν δικό τους εκτιμητή την αξία του να εκτιμήσει, καλό είναι, είπαν και συμφώνησαν να πάρουν και μία δεύτερη γνώμη.
Ο συμβολαιογράφος τους είπε πως υποχρεωτικά πρέπει να καταβάλουνε τα χρήματα την αμοιβή για τον δημόσιο, διαπιστευμένο, πραγματογνώμονα και αν θέλουν και δεύτερον και για τον δεύτερο, για να τους πληρώσει, από πριν, μόλις έρθουν προτού την γνώμη τους να ειπούν και πριν την έκθεσή τους, της πραγματογνωμοσύνης τους να κάνουν…
Μάζεψαν πάλι τα χρήματα με γκρίνια ρεφενέ.
Ο συμβολαιογράφος εκκάλεσε τους δύο εκτιμητές πραγματογνώμονες και μπήκαν στην αίθουσα για εκτίμηση ένας, ένας, χωριστά.
Κοίταξαν το αντικείμενο ο καθένας τους χωριστά, ανέκφραστοι, επιμελημένα, του μέτρησε τις διαστάσεις, την φωτεινότητα, με τα εργαλεία τα δικά τους, χωρίς να ρίξει ματιά σε κανέναν. Μετά από λίγο αποσύρθηκαν χωριστά όπως ήρθανε σε ένα μικρό γραφειάκι την έκθεσή τους να συντάξουν.
Η καρδιά σε όλους τους κληρονόμους κτύπαγε εκατό και βάλε κτύπους, λες και έτρεχαν όλοι τους σε μαραθώνιο. Ο χρόνος σταμάτησε, κώλυσε, δεν πέρναγε και τα λεπτά, τους φαινότανε χρόνια ,αιώνες... Τέλειωσε, ο πρώτος πραγματογνώμονας, την έκθεσή του την κλείνει, στο φάκελο την σφραγίζει και στον συμβολαιογράφο τηρώντας τον νόμο και τα τυπικά την παραδίνει, χαιρετά και φεύγει, το ίδιο κάνει και δεύτερος πραγματογνώμονας.
Ο συμβολαιογράφος, ο δικηγόρος και η γραμματέας παρόντες, κάλεσαν όλους τους κληρονόμους να παρίστανται τους φακέλους της πραγματογνωμοσύνης για να ανοίξουν και την έκθεση της εμπειροπραγματοσύνης του καθενός να διαβάσουν. Άνοιξε τον ένα φάκελο, και όλοι κοίταζαν με κομμένη την ανάσα. Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους και τέντωσαν τα αυτιά τους!
Ακούγεται βραχνή η φωνή του συμβολαιογράφου να λέει:
"Κρυσταλλικό πέτρωμα μεγέθους…. βάρους… υαλώδους ακανόνιστης πρισματικής συγκολλημένης μορφής, διαφόρων διαστάσεων και διάσπαρτων αποχρώσεων, η οποία δια κρούσεως πιθανώς θα θρυμματίζεται σαν το άλας. Υπάρχει διάσπαρτο εις τα βουνά της χώρας μας, άνευ καμίας οικονομικής αξίας και χρησιμότητας μέχρι σήμερον…"
Πάγωσε το αίμα όλων…
Ανοίγουν και το δεύτερο φάκελο και διαβάζει τα ίδια, με την διευκρίνιση, ότι: "ίσως χρήζει περαιτέρω διευκρινήσεως και χημικής έρευνας, από το ινστιτούτο μεταλλευτικών ερευνών…"
Ρωτήθηκαν όλοι οι κληρονόμοι αν επιθυμούν περαιτέρω έρευνα και κανένας τους δεν εκδήλωσε τέτοια επιθυμία, μόνο ύβρεις ξεστομίστηκαν αναθεματίσματα στον θείο το Προκόπη.
Άρχισαν να αποχωρούν φανερά ενοχλημένοι και εκνευρισμένοι.
Τα δύο ξαδέλφια που ευπρεπώς πρωτοκεράστηκαν σε σαλωνάτη, καναπεδάτη καφετέρια άρχισαν να μαλώνουν... Ο ένας, έριχνε τα φταιξίματα στον άλλον, που πρότεινε στον Προκόπη ευπρεπώς να τους κεράσει.
-Το είδες τι έκανες;...
-Τα είδες τι έκανες και τώρα είδες, αυτός τι έκανε;...
-Ευπρεπώς ήθελες το κέρασμα... Ευπρεπώς κεράστηκες!...
-Ευπρεπώς ξύπνησες το ραμουλιμέντο τον Προκόπη...
-Ευπρεπώς αυτός τα έφαγε τα τάλιρα και τώρα εμείς που περιμέναμε σε αυτά, βαράμε τον ταμπουρά...
-Πληρώνουμε και το άνοιγμα της διαθήκης...
Θέλαμε από τότε τα τάλιρα του Προκόπη, δεν μας έφταναν τα τάλαντα που μας έλεγε και τώρα πήραμε τον ανάμπακο…
"Τα στερνά νικάνε τα πρώτα!..."
-Πάμε να φύγουμε… Μη μας έχει χρεωμένους κιόλας…
Μη τα σκαλίζουμε άλλο…
Μη βρεθούνε τίποτα χαρτιά ότι του χρωστάμε από αυτά που μας έχει δοσμένα και πρέπει να τα δώσουμε σε εκκλησιές σε παππάδες τότε… δεν την γλιτώνεις!... Κάτσε και ξαγκίστρωνε!….
Καθίστε , καθίστε, δεν τελειώσαμε, ακούγεται η φωνή του συμβολαιογράφου.
-Δεν στα έλεγα: Τώρα θα ακούσεις την λυπητερή, λέει ο ένας, στον άλλον, και από εδώ δεν μπορούμε να ξεφύγουμε…
Πάγωσαν!
Έχουμε αυτό, και έδειξε το φάκελο.
Επήρε το φάκελο στα χέρια του, το γύρισε, γύρω, γύρω, να το δούν όλοι από όλες τις πλευρές και άρχισε να διαβάζει αυτό που έγραφε στην μία πλευρά.
"Να ανοιχτεί όταν τελειώσει η μοιρασιά!.."
-Αυτό το τηρήσαμε λέει ο συμβολαιογράφος.
–Μήπως έχουμε κάτι άλλο;
-Όχι λέει ο δικηγόρος νομικός.
-Να γραφτεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία κατά την επιθυμία του διαθέτη να υπογράψουν οι κληρονόμοι.
Ένας, ένας, σιωπηλός στενοχωρημένος, εκνευρισμένος, άλλα συγκρατημένος, ανυπόμονος, ελπίζοντας ότι ο φάκελος έχει τα σημαντικά τα κρυφά, πλησίασε και υπογράφει.
Υπόγραψαν όλοι.
Ένα χράτς ακούστηκε, και όλοι τους σιωπή.
Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους και τέντωσαν τα αυτιά τους και ενέτειναν την προσοχή τους, τίποτα στο τέλος να μη τους ξεφύγει.
Και συμβολαιογράφος με την κουρασμένη βραχνή φωνή, πιάνει την διπλωμένη την κόλλα το χαρτί, που βρήκε μέσα, την ξεδιπλώνει και τα γράμματα διαβάζει. Και να τι λέει η γραφή, επάνω, επάνω, για να το ακούσουν όλοι:
"Η πλεονεξία σας και η αχαριστία σας έτσι πρέπει, τώρα να πληρωθεί!..."
Ποιο κάτω γράφει:
"Προσπάθησα να σας δώσω, μόρφωση, γνώσεις για τάλαντα- ταλέντα!.. Αλλά εσείς, πετάξατε τα ταλέντα, και περιμένατε μόνο στα τάλιρα τα δικά μου"
" Όμως,και η αλεπού ευπρεπώς περίμενε!… στου κριαριού τα…. Λιόκια - Λαλάκια!.."
Ο συμβολαιογράφος είπε:
-Τέλειωσε η διαθήκη!..
Γιάννης Στ Βέργος {Γορτύνιος}
Από μικρό παιδί έκανε πολλές δουλειές και είχε μάθει, στην λιτότητα, στην αυτάρκεια, στην σκληραγωγία. Έμαθε και στο σχολειό του χωριού του τα λίγα, λιγοστά, τα φτωχά γραμματάκια, γραφή και ανάγνωση. Από την αριθμητική έμαθε τις τέσσερις τις πράξεις, που αυτές, τις έμαθε τόσο πολύ καλά, και σε όλη την ζωή του, καλά να τις χρησιμοποιεί, πουθενά σε αυτές, να μη λαθεύει.
Όλες τις δοσοληψίες του καλά να υπολογίζει.
Την ζωή του με τον διαβήτη μέτραγε, ήταν σε όλα του μετρημένος, και με την αριθμητική καλά λογαριασμένος. Από όσα, έβγαζε, κέρδιζε από τον κόπο του κάθε ημέρα μόνο στην μεγάλη ανάγκη εξόδευε τα μισά, τα άλλα μισά τα έβαζε στην άκρη και όλο τα μάζευε και τα σιγούρευε καλά σαν τον μερμήγκι για την άσχημη, όπως έλεγε την κακιά την ώρα, την ώρα της ανημποριάς, την ώρα της ανάγκης…
Για να αποκτήσει περισσότερα πλούτη και περιουσία, επήγε και ρογιάστηκε στην θάλασσα και ταξίδεψε στα καράβια… Οικογένεια δεν απέκτησε. Aπό την μια μεριά, τον πλάνεψε η θάλασσα, από την άλλη, τον έπνιγε η φτώχεια, οι υποχρεώσεις και το άλλο…
Ποιο;
Το περίσσιο φιλότιμο!...
Αυτά τα δύο τον ξελόγιασαν, τον πλάνεψαν, τον κράτησαν κοντά τους και έγινε η θάλασσα, η μεγάλη αγάπη του, ο μεγάλος ερωτάς του, αλλά και ο αγιάτρευτος, κρυφός καημός του, που η ζωή του στα γρήγορα έφυγε χωρίς να το καταλάβει και τώρα δεν προκάνει, το πρέπον για να κάνει.
Απέχτησε, κέρδισε, όπως έλεγε, πλούτοι πολλά, αλλά έχασε από την ζωή πολύ, πολλά περισσότερα...
Όταν το κορμί είχε δόξα, ομορφιά, τιμή, δεν υπήρχε στην τσέπη γρόσι!...
Τώρα που υπάρχουν στην τσέπη γρόσια, χρυσά πολλά, δεν πουλιέται πουθενά κορμί, νιάτα, ομορφιά, για να αγοράσει!...
Τώρα ήρθε το ηλιοβασίλεμα!
Ότι προφταίνεις τα λίγα να απολαύσεις!... Κοντεύει να σουρουπώσει… Σουρούπωσε!… Τώρα νύχτωσε!… Δεν βλέπεις!…
Πάρε στα χέρια την μαγκούρα, άναψε το λυχνάρι… όσο μπορεί να φέξει…
Έτσι έλεγε ο Προκόπης.
Όπου έβλεπε νέους και τον πλησίαζαν τους συμβούλευε και όλους τους συγγενείς του, η νιότης τους να μη τους φύγει άσκοπα, στο τζάμπα...
Να ξυπνάνε όταν λαλεί ο κόκορας το πρωί και να κοιμούνται, όταν κουρνιάζουνε τα Θεοπούλια, το βράδυ, με τις κότες.
Όποιος ξυπνάει γρήγορα, νωρίς το πρωί, έχει βοήθεια από αδελφό και από καλή αδελφή!...
Ολημερίς να δουλεύουν, τους συμβούλευε, σαν τον μέρμηγκα και να νοικοκυρεύονται, να κάνουν καλό κουμάντο, σαν την μελισσούλα. Την οικογένεια την πατρική να σέβονται, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια να προσέχουν, και να είναι στο πρώτο μέλημα τους. Τις αδελφές τους, να νοικοκυρέψουν, με προίκα να τις παντρέψουν.
Αυτές, οι καλές αδελφές, είναι το καμάρι του σπιτιού, τιμή, δόξα, στο σόι και πρέπει γρήγορα, από νωρίς να παντρευτούν, να ανοίξουν το νοικοκυριό τους. Να κάνουνε πολλά παιδιά, για να είναι προκομμένες, από τον Χριστό ,την Παναγιά, ευλογημένες.
Αυτά τα ηθικά διδάγματα ακολούθησε ο Προκόπης από μικρός και από την πολύ την αφοσίωση σε αυτά, να τα τηρεί κατά γράμμα, του φύγανε τα χρόνια, και έμεινε…. Μόνος… Ολομόναχος. Χωρίς οικογένεια…
Μα δεν το είχε αυτό, σε πολύ μεγάλο παράπονο και στο τρανό το ντέρτι.
Μα… Αν το είχε, δεν το έδειχνε, δεν το κουβέντιαζε και δεν παραπονιόταν, για να μη δίνει αφορμές, αιτία στους άλλους, για λόγια, για κουβέντες, για τα πικρόχολα τα σχόλια…
Άλλοι να χαίρονται και άλλοι να τον κοροϊδεύουν… και να του λέει ο καθένας τους, από ότι, του κατεβάσει, από ότι, φανταστεί ο νους του...
Αυτός, από μόνος του έλεγε:
Έτσι τα έφερε ο Θεός, εγώ δεν παντρεύτηκα, για να έχω παιδιά δικά μου, αλλά έχω ανίψια.
Ευλογία Θεού!..
Καλύτερα νομίζω πως είναι αυτά, από ό,τι θα ήσαν τα παιδιά μου!...
Δεν άφηνε περιθώρια, για να χωράνε σχόλια!...
Τα φρόντιζε τα ανίψια του και τα καλό είχε. Χατίρι ποτέ τους, σαν ήσαν μικρά δεν τους χάλαγε και όλο, όλα τα φρόντιζε, τίποτα να μη του λείψει. Περισσότερο, από όλα αυτά φρόντιζε για την μόρφωση τους.
Πολλά καλά γράμματα να μάθουνε, να έχουνε πολλές, καλές, γνώσεις, να γίνουνε καλοί και χρήσιμοι στην κοινωνία άνθρώποι!...
Σε όλους, όλο με διδαχή έλεγε:
-Γνώσεις και γλώσσες πολλές να μάθετε, να μπορείτε να συνεννοείστε με τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο!..
Να βάλετε μέσα στην κεφαλή σας, το πολύτιμο, το άφθαρτο, το αξόδευτο, το άκλεφτο, το άυλο υλικό!...
Το μόνο άφθαρτο και αξόδευτο είναι, αυτό που κουβαλάτε επάνω σας. Πρώτα- πρώτα την υγειά σας και περισσότερο οι γνώσεις οι καλές, που έχετε μέσα στην κεφαλή σας, καλά κλεισμένες, που και να θέλει ο άλλος να τις κλέψει, να τις πάρει, δεν μπορεί!...
Αυτές που όταν τις μοιράζετε, όταν τις δίνετε, αυτές εκεί, ολάκερες, εκεί, παραμένουν!...
Και όταν τις γνώσεις, τις δώσετε, τις μοιράσετε στον κόσμο, αυτές, από ότι δώσατε, πιότερο αυξάνονται, μεγαλώνουν, δεν ξοδεύονται, δεν λιγοστεύουν!..
Αλλά γεννούνε γνώσεις, προκοπή και αυξάνονται!...
Και επιστρέφουν σε σας, οι γνώσεις πολλαπλάσιες!…
Η γνώση γεννά γνώση!..
Η περίσσια καλή, ηθική, γνώση, γεννά σοφία!..
"Κτήσασθε εν μεν τη νεότητι ευπραξίαν, εν δε τω γήρα σοφίαν".
Αυτά συμβούλευε:
Να αποκτήσετε στα νιάτα σας ευτυχία, πλούτη γνώσεων και στα γεράματά σας σοφία!..
Τώρα που γέρασε ο Προκόπης και αφού περπάτησε σε όλο τον κόσμο, στεριά και θάλασσα, είδε, δοκίμασε, έπαθε, έμαθε, έγινε σοφός.
Τα πλούτη γίνονται από την σκληρή δουλειά, από την λιτότητα, την οικονομία και όχι από την σπατάλη, και θέλουν αυτά τον καλύτερο φύλακα, τον καλύτερο πιστικό, τσοπάνο…
Είναι σαν την στέρνα με το νερό. Η στέρνα και γεμάτη να είναι άμα βγάζεις κάθε μέρα λίγο, λίγο και δεν φτιάχνεις στην πηγή την δέση, να τρέχει συνέχεια, έστω σταγόνα, σταγόνα, θα έρθει στιγμή που θα στερέψει...
Να φροντίζετε να φτιάχνετε την δέση, το νερό στην στέρνα για να τρέξει, να μη στερέψει...
Όταν πια, η στέρνα δεν έχει νερό, κανένας δεν την πλησιάζει, ούτε πουλί πετούμενο, μα ούτε ερπετό, μα ούτε φίδι!… Και όταν αδειάσει το πορτοφόλι, κανένας δεν σε γνωρίζει, μα ούτε συγγενής, μα ούτε φίλος.
"Αδειανό βαγένι από κρασί, ποτέ φίλους δεν πιάνει!.."
Δεν κελαηδεί, πια δεν τραγουδάει! …
Κανένας δεν το επισκέπτεται τον πύρο του να αγγίξει… από τους συγγενείς, τους φίλους τους παλιούς, από τους καλούς κουμπάρους!…
Που πρώτα διαγκωνίζονταν τον πύρο του να αγγίζουν!...
Και το κρασί, να ανοίξουν!..
Τώρα, μόνο, η Αράχνη, έρημη, μοναχή, έχει στήσει στο μπαζό του, τον αργαλειό της και υφαίνει!... Υφαίνει!… Υφαίνει!...
Στην τράπεζα ο Προκόπης κατάθετε τις οικονομίες που του περίσσευαν και ήταν από τους καλούς πελάτες. Ένα πρωί μπονόρα, πήγε στην τράπεζα με ένα σακίδιο φουσκωτό στον ώμο.
Ζήτησε να γίνει πελάτης στο θησαυροφυλάκιο σε θυρίδες, που είναι στην τράπεζα κάτω, στο δεύτερο υπόγειο.
Το θησαυροφυλάκιο είναι ο χώρος των τραπεζών, που είναι κατασκευασμένος έτσι, ώστε να παρέχει ασφάλεια απόλυτη, από κλοπή, από φωτιά, από σεισμό, κανένας ξένος να μη μπορεί να το ανοίξει. Εκεί σε αυτόν τον χώρο φυλάει η τράπεζα τα χρηματικά αποθέματά της, τα αξιόγραφα και ότι πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο έχει.
Εκεί υπάρχουν και θυρίδες που τις ενοικιάζει σε ιδιώτες να διασφαλίζουν την κινητή τους περιουσία, χρυσά, κοσμήματα, οικογενειακά κειμήλια, τιμαλφή. Εκεί σε αυτόν τον χώρο υπάρχουν όλα τα συστήματα συναγερμού, και ασφαλείας, εκτός από τους επιλεγμένους, τίμιους, έμπιστους, εχέμυθους υπαλλήλους, τους θησαυροφύλακες.
Εκεί ήρθε ο Προκόπης και ζήτησε να ενοικιάσει μία από τις μεγάλες θυρίδες. Το σακίδιο του το είχε περάσει στο λαιμό του ντραβητζίκα, και το κράταγε στο άνοιγμά του με το δεξί του χέρι. Ήρθε συνοδευόμενος από τα δύο του ανίψια και ενώ υπήρχε ανσασέρ, προτίμησε να κατεβεί από τις σκάλες. Κατέβηκαν μαζί την πρώτη σκάλα, που οδηγεί στο δεύτερο υπόγειο που είναι το θησαυροφυλάκιο.
Στην μέση της σκάλας του δευτέρου υπογείου, εκεί που είναι το πλατύσκαλο και υπήρχε ένας μικρός καναπές, είπε στους δύο ανιψιούς του, εκεί να περιμένουν, μέχρι να κάνει την δουλειά που ήθελε κάτω στις θυρίδες και να γυρίσει.
Τα ανίψια του, έριξαν μια κρυφή ματιά, ο ένας, στον άλλον και υπάκουσαν, έμειναν εκεί στο πλατύσκαλο να περιμένουν.
Ο θείος ο Προκόπης, ηλικιωμένος πια συνέχισε σιγά, σιγά να κατεβαίνει. Κατέβηκε το πρώτο, το δεύτερο σκαλί, στο τρίτο σκαλί, σκοντάφτει, γονάτισε, πέφτει. Πρόφτασε και με το χέρι του κρατήθηκε από την κουπαστή και το κακό απεφεύχθη. Από το χέρι του πετάχτηκαν οι δύο χρυσές λιρίτσες, που εκεί τις κρατούσε. Στα σκαλοπάτια κατρακύλησαν και ακούστηκε ο ήχος ο ξεκάθαρος του χρυσού. Στα σκαλοπάτια καθώς κύλαγαν νόμιζες, πως θα ήσαν σίγουρα παραπάνω από χίλιες!...
Άνοιξαν τα ουράνια είπαν οι δυο ανιψιοί του και βρέχει λίρες!..
Τα ανίψια του, τους ήχους άκουσαν, ξαφνιάστηκαν, με αυτά που είδαν και άκουσαν, σάλεψε ο νους τους.
Ο ένας, έμεινε εκεί ακίνητος, την εντολή του θείου να εκτελέσει.
Ο άλλος, δύο σάλτους έκανε, τις λίρες πήγε να πιάσει, να μαζέψει και τον θείο τον παππού Προκόπη λίγο έλειψε να τον πάρει σβάρνα...
Ψάχνει να βρει τις λίρες τις πολλές, δεν βρίσκει ούτε μία, λες και άνοιξε η Γη και τις κατάπιε ούλες!..
Ο υπάλληλος, ο φύλακας, που ήταν έξω από την πόρτα του θησαυροφυλακίου, ανήσυχος έσκυψε και μάζεψε δύο, τις δίνει στον κύριο Προκόπη που με μειδίαμα κατέβαινε το τελευταίο σκαλοπάτι. Μη ανησυχείς του λέει, δεν μου ξεφύγανε οι άλλες, τις έχω εδώ στο σακούλι, στο σακίδιο, αυτές οι δύο μόνο μου πέσανε, σε ευχαριστώ πολύ μη ψάχνεις για άλλες…
Γυρίζει, και λέει στον ανιψιό του.
-Πήγαινε εκεί με τον άλλον να περιμένεις.
Προβληματισμένος αυτός, πήγε και κάθισε δίπλα στον άλλον και χίλιες σκέψεις κάνανε, πέρναγαν από τον νου τους…
Τις πόσες λίρες χρυσές κουβάλαγε ο θείος στο σακίδιο… και τι θα τις κάνει;…
Και έφτιαχναν στο μυαλό τους σχέδια, προγράμματα, δικά τους!...
Ο θείος ο Προκόπης από την συμπεριφορά τους, τώρα στα γεράματά του, επήρε, το μάθημά του…
Τον οδήγησαν μέσα. Εκεί του έδειξαν την θυρίδα που ήθελε και του έμαθαν πως λειτουργεί, για να καταλάβει να πειστεί, ότι, ό,τι βάλει μέσα σε αυτή είναι καλά διασφαλισμένο και μόνο αυτός το ξέρει, το γνωρίζει και όχι, κανένας άλλος. Του έδειξαν πως να λειτουργεί τον συνδυασμό που μόνο αυτός τον ξέρει, πως έχει εκτός τον συνδυασμό και δικό του μοναδικό κλειδί, που άλλος κανένας δεν έχει, που αν το χάσει, για να ανοίξουν την θυρίδα πρέπει να την καταστρέψουν, πως και η τράπεζα έχει δικό της κλειδί, το πασπαρτού που κλειδώνει την πόρτα την δική του, και πως τηρούνται όλα τα μέτρα ασφαλείας, ώστε η θυρίδα, σε άλλον, εκτός από τον κάτοχό της, να μην ανοίγει. Και επί πλέον έχει το κουτί, το μικρό χρηματοκιβώτιο, που και αυτό έχει δικό του συνδυασμό και κλειδάκι, που μέσα εκεί βάζει και φυλάει ότι θέλει.
Ο κ Προκόπης όλα αυτά τα κατάλαβε. Επήραν το άδειο μικρό χρηματοκιβώτιο και μαζί τον οδήγησαν σε ένα μικρό ατομικό τραπεζάκι που γύρω, γύρω το περιέκλειε γαλακτερό τζάμι, ώστε κανένας να μη μπορεί να δεί, τι υπάρχει πίσω και επάνω στο τραπέζι.
Εκάθησε ο κ Προκόπης στην μικρή καρέκλα, ξεκρέμασε από τον ώμο του το σακίδιο, έβγαλε το περιεχόμενο του και το τοποθέτησε μέσα, το κλείδωσε και φώναξε, κάλεσε τον υπάλληλο να το πάρει να το τοποθετήσουν στην θυρίδα. Αμέσως ο υπάλληλος, πρόθυμος έτρεξε επήρε το κουτί το τοποθέτησε στην θυρίδα και μαζί τήρησαν τα μέτρα ασφαλείας και έκλεισαν την θυρίδα.
Έτσι ότι έβαλε εκεί μέσα ο κ Προκόπης είναι απολύτως κρυφό, απόρρητο, διασφαλισμένο.
Ο κ Προκόπης ευχαρίστησε τους υπαλλήλους τους χαιρέτησε και έφυγε.
Ανέβηκε σιγά, σιγά τα σκαλιά της τράπεζας αμίλητος συλλογισμένος.
Ποιος ξέρει τι σκεπτότανε και τι έβαζε με τον νου του;...
Όπως περπάταγαν αμίλητοι και ο καθένας τους, έκανε τους διαλογισμούς του. Τότε πετάχτηκε ο ένας ο ανιψιός και λέει στον άλλον :
-Τώρα που ο θείος όλα τα τακτοποίησε, με τάξη και ασφάλεια, πρέπει να μας κεράσει, σε καλό ζαχαροπλαστείο, καφετέρια, ευπρεπώς.
- Ναι, ναι, συμφώνησε αμέσως ο άλλος και λέει:
-Ευπρεπώς- ευπρεπώς!..
Και οι δυο τους το συμφώνησαν, πως πρέπει, επιβάλλεται από τον θείο, ευπρεπώς, να κεραστούνε.
Ο θείος διέκοψε τις σκέψεις του, σταμάτησε τους συλλογισμούς του, χαμογελάει και λέει:
-Ευπρεπώς, ευπρεπώς!…
Τα ακούς Προκόπη, ευπρεπώς!...
Εγύρισε προς τα ανίψια του και τους είπε:
-Πολύ καλά τα λέτε, έχετε μεγάλο δίκιο. Τα τόσα, τα άλλα κεράσματα μέχρι τώρα, δεν ήσαν ευπρεπώς…
Διαλέχτε εσείς που θέλετε και τι θέλετε, το κέρασμα ευπρεπώς για να είναι… Ευπρεπώς- Ευπρεπώς!...
Τα δύο ανίψια άρχισαν να προτείνει ο ένας, στο άλλον, το τι κέρασμα και που το ήθελε ο καθένας τους να κεραστούνε.
Διαφώνησαν, άρχισαν να μαλώνουν, και ο θείος Προκόπης τους κοίταγε με απορία, σαστισμένος…
Τους άφησε να μαλώνουν!…
Μετά από αρκετή ώρα τους φωνάζει:
-Εεεε… Ανίψια, ευπρεπώς, ευπρεπώς…
Για να είναι το κέρασμα ευπρεπώς, όπως εσείς το θέλετε, εσείς το λέτε, πρέπει όμως και εσείς, ευπρεπώς να αποφασίστε!...
Τελικά τα απεφάσισαν να καθίσουν στην καινούργια καφετέρια του Παπασπύρου.
Πήγανε και κάθισαν σε αναπαυτικούς καναπέδες και παράγγειλαν τα κεράσματα, από ότι ήθελε ο καθένας.
Ο θείος ο Προκόπης, εκάθησε στον καναπέ, τέντωσε τα πόδια του, άπλωσε στα μαξιλάρια τα χέρια του, ξεφούσκωσε και λέει:
-Ωραία, πολύ ωραία είναι εδώ, αναπαυτικά και όλα μου φαίνονται είναι ευπρεπώς.
Ευπρεπώς!... Ωραία!...
Εδώ θα έρχομαι και εγώ, μόνος ή με παρέα, από εδώ και πέρα, να κάθομαι, να πίνω, τον καφέ μου.
Αναπαυτικά, αρχοντικά, αφεντάδικα, ευπρεπώς, ευπρεπώς!…
Σας ευχαριστώ…
Να που κάτι έμαθα και εγώ από εσάς…
Έμαθα, μου μάθατε πως πρέπει να είναι η ζωή μου από εδώ και πέρα!…
Όση θέλει και μου χαρίσει ο Θεός!…
Ερούφηξε τον καφέ του , τεντώθηκε και έμεινε αμίλητος, συλλογισμένος.
Τα ανίψια του αλληλοκοιτάχτηκαν και από μέσα τους την ίδια σκέψη έκαναν, που την μαρτύραγε η όψη τους, την μαρτύραγαν οι μορφασμοί τους.
Κάναμε την μεγάλη γκάφα…
Ευπρεπώς, ξυπνήσαμε τον θείο, θα μάθει στην καλοπέραση και δεν θα μείνει τίποτα από εδώ και πέρα. Ευπρεπώς ο θείος θα τα ξοδέψει όλα, μήπως και δεν τον φτάσουν… και μας ζητάει και εκείνα που μας έχει δώσει...
Αφού πήραν τα κεράσματα, ο ένας από τους ανιψιούς, ο πιο θαρρετός, τώρα ρωτάει τον θείο συνεσταλμένα.
- Θείε, να κάνω μία ερώτηση ευπρεπώς;
- Να την κάνεις, κάνε την.
– Αν δεν είμαι αδιάκριτος, είδα πως το σακίδιο προηγουμένως ήταν φουσκωτό και τώρα είναι πλάκα, άδειο!...
-Τι είχε μέσα;
Του θείου Προκόπη αστράψανε τα μάτια του, ταράχτηκε η ψυχή του...
Δεν την περίμενε αυτή την ερώτηση και απαντάει:
-Μερικά τάλιρα αργυρά και άλλα χρυσά νομίσματα, είχε και μερικά κειμήλια, αξίας από την θάλασσα, που έπρεπε να φυλαχτούνε, να είναι εκεί κρυμμένα, να τα βρούνε οι συγγενείς μου… εσείς, όταν πια με το καλό με καλέσει ο Κύριος, ο Μεγαλοδύναμος, να με πάρει κοντά του... Μετά να τα πάρετε, να κάνετε καμιά δουλειά σας και μένα αν θέλετε κάπου –κάπου, να μου ανάβετε κάνα κερί, να καίτε λίγο λιβάνι και τα ψυχοσάββατα να μου φτιάχνετε λίγο σιταράκι…
Όχι πως το έχω και ανάγκη, αλλά έτσι τα βρήκαμε, έτσι, ας τα αφήσουμε.
Εγώ δεν έχω οικογένεια δικιά μου, παιδιά δεν έχω, εσάς έχω για παιδιά μου… Και όλα αυτά, για τα μάτια του κόσμου, για το θεαθήναι…
- Θείε, τώρα με τα τάλιρα, θυμήθηκα τα τάλαντα.
- Ποιά τάλαντα;
Είπε ο θείος με μειδίαμα.
-Ποια τάλαντα;… Έχεις και εσύ τάλιρα;… Που τα έχεις και που τα βρήκες;…
- Όχι τάλιρα θείε, τάλαντα!...
Αυτά, που είπε ο Χριστός, ο Κύριος μας, στην παραβολή των ταλάντων, που ο Θεός τα μοίρασε στους ανθρώπους.
- Ναι, ναι, κατάλαβα, τώρα κατάλαβα, για συνέχισε, να θυμηθώ καλύτερα…
-Να εσύ μου φαίνεται πως μοιάζεις… Να το ειπώ, ή να μη το ειπώ;… Να την ειπώ ελεύθερα την σκέψη μου, ή θα είναι απρεπής η σκέψη μου και η συμπεριφορά μου;…
-Όχι, όχι, κάθε άλλο, ελεύθερα εκφράσου… Εξ άλλου δημοκρατία έχουμε, για να μιλάνε οι ανθρώποι…
Εδώ κοντά, κάπου, εσείς ξέρουτε καλύτερα από μένα, γιατί πήγατε και σε σχολειό μεγάλο, ήτανε κάποτε ο χώρος, η εκκλησία του δήμου, της δημοκρατίας, που ο Περικλής ανέβαινε στο βήμα και έλεγε:
''Τις βούλεται αγορεύειν;''
Ποιος θέλει να πάρει τον λόγο, για να μιλήσει;
Και εγώ στον ανιψιό μου, θα απαγορεύσω να εκφραστεί ελεύθερα;…
Λέγε- λέγε…
Ο ανιψιός, με στόμφο, ότι είχε μέσα του, στην σκέψη, στο μυαλό του, τα ξεμπουκάρει…
Και αυτά τα λόγια λέγει:
-Θείε, εσύ μου φαίνεται πως μοιάζεις, με τον πιστό δούλο του Θεού, που του έδωσε ο Θεός τα τάλιρα- τάλαντα, και τα πήγε και τα έκρυψε στο χώμα, να μη του τα κλέψουνε, να μη τα χάσει… Μα και εσύ πήγε και τα έκλεισες τα τάλιρα, τα έκρυψες στα καταχθόνια της Γης, μέσα στα κατάβαθα, στις σκοτεινές θυρίδες της τράπεζας…
Εκεί μέσα ο θησαυρός να κοιμάται!…
Γιατί;… Γιατί;… Για πότε;… Για πότε;..
Ο θείος Προκόπης, ορθάνοιχτα άνοιξε τα μάτια του και τέντωσε τα αυτιά του… Έβαλε το χέρι στον κρόταφο του και με την παλάμη του έτριψε το μέτωπο του, συλλογισμένος.
– Όπως τα λες ανιψιέ μου, εγώ θα απολογηθώ, απέναντι στο Θεό και πρέπει από τώρα, να βρω δικαιολογίες…
Μα όπως εσύ μου τα λες μπερδεύτηκα, πρέπει να αισθάνομαι και ένοχος για τις οικονομίες μου, τα κόπια μου και για την συμπεριφορά μου.
Τι πρέπει, τι τώρα με συμβουλεύεις να κάνω με τα τάλιρα, που τα έχω χώσει, εκεί κάτω στις θυρίδες, στα σκοτάδια, για να έχω την καλή απολογία στον Θεό;...
Αν και αυτά τα τάλιρα – τάλαντα, ας τα ειπούμε, όπως τα λες, για να λέμε την αλήθεια και να είμαι ειλικρινής, δεν μου τα έδωσε ο Θεός...
Αυτός με βοήθησε, μου χάρισε την υγειά μου...
Όμως εγώ πάλευα με τα κύματα, τις θύελλες, τις φουρτούνες, με τα στοιχειά της θάλασσας, της Φύσης!...
Είναι ο ιδρώτας μου, το αίμα μου, τα νιάτα μου, τα κόπια μου, η ζωή μου!…
Αλλά ας αφήσω αυτά, τελειωμό δεν έχουν...Και ο Θεός και όλοι οι Άγιοι με βοήθησαν, μου έδιναν δύναμη, θάρρος, κουράγιο, στα δύσκολα, να μη κιοτεύω!
-Τώρα- τώρα για λέγε μου, τι πρέπει να κάνω;…
-Για συμβουλέψετε με… για συμβουλέψετε με, εσείς που μάθατε πιότερα γράμματα.
Εγώ σας βοήθησα τότε, τώρα βοηθήστε με και εσείς να βγω και εγώ από τα δύσκολα, να αλαφρωθεί η ψυχή, ο νους μου… γιατί τώρα μπερδεύτηκα…
-Tο μήπως είναι αμάρτημα, που δούλευα πολύ και έκανα οικονομία;..
- Να τι πρέπει να κάνεις…
- Τι, τι;…
- Να τα επενδύσεις, να γεννάνε και να αυξάνονται σαν τα τάλαντα, του σώφρονα δούλου του Θεού, που τα διπλασίασε και τα τριπλασίασε τα τάλαντα, τάλιρα…
- Ωραία, ωραία!..
-Τι επένδυση να κάνω; Τι να αγοράσω;…
-Να αγοράσω καράβι, για να είμαι καραβοκύρης, στην θάλασσα, στους ωκεανούς, που την ξέρω;
Όμως τώρα πια γέρασα, δεν θα αντέχω, τα κόλπα της και τα καμώματα της...
Το κύμα της, οι φουρτούνες και τα κουνήματα της, τώρα θαρρώ, θα με ζαλίζουν…
-Τι να κάνω; Τι να κάνω;… Για να έχω την καλή απολογία;
-Τι να κάνω να αυξηθούνε, να έχω και εγώ κέρδος; Και το κέρδος θα είναι διπλό, σε μένα και καλό στην απολογία μου στο Θεό.
–Όπως τα λες θείε μου, έτσι είναι...
Εσύ τώρα και να θέλεις, δεν μπορείς καλά αυτά να κουμαντάρεις...
Να τα δώσεις σε εμάς, που είμαστε νέοι ζωηροί, με δύναμη στο νου, στα μπράτσα, να κάνουμε καλές, χρυσές, δουλειές!..
Δουλειές επενδύσεις, παρά να είναι εκεί, στα σκοτάδια, τα τάλιρα, να κοιμούνται…
-Ωραία , ωραία… μου αρέσει αυτή η ιδέα!…
-Όμως να ρωτήσω;
-Ναι.
-Θα έρθει ο καιρός που θα κερδίσω;
-Ναι
-Και αν δεν κάνω λάθος και κατάλαβα καλά, θα πάρω πίσω, ατόφια, τα τάλαντα, τα τάλιρά μου και μέρος από τον τοκετό, τον τόκο, που αυτά γέννησαν, τον τόκο, το κέρδος…
Η μήπως αυτά θα είναι χάρισμα, όπως ήσαν όλα τα άλλα, που τόσα χρόνια τώρα σας έδινα σε όλους σας;
- Καλό θα είναι, να είναι και αυτά χάρισμα...
Αλλά και αλλιώς να είναι, καλά θα είναι και βλέπουμε…
- Αν καλά κατάλαβα από την κουβέντα μας, σαν να μου λέτε ανίψια μου, από Θείος που είμαι, για εσάς να γίνω Θεός και τα τάλιρά μου να σας δώσω και αυτά ας μην είναι τάλαντα…
-Εσείς τα τάλιρα θέλετε!...
–Ναι.
–Δεν με θέλετε, όπως είμαι θείος, με θέλετε σαν Θεό!…
Και οι δύο τους, με μία φωνή απαντάνε:
-Καλός είσαι σαν θείος, αλλά καλύτερα θα είναι σαν Θεός, να μας δώσεις τα τάλιρα τώρα…
-Πολύ καλά. Ας προχωρήσουμε σαν Θεός και να συμφωνήσουμε.
–Ο Θεός τα έδωσε τα τάλαντα χωρίς έλεγχο, ανεξέλεγκτα, ή μήπως, τους είπε, ότι θα επιστρέψει να κάνει έλεγχο;
-Τους είπε: Θα επιστρέψει να κάνει έλεγχο.
-Και ήρθε και τον έκανε;
-Ναι.
–Σύμφωνοι μέχρι εδώ.
-Εγώ να σας τα δώσω. Όμως να τα συμφωνήσουμε, πόσα θα μου επιστρέψετε, πως θα μου τα δώσετε, που, και πότε;
Ή μήπως τα θέλετε και αυτά χάρισμα;
Σαν θείος, νομίζω ότι σε όλους σας, σας έδινα χάρισμα για την μόρφωση σας, όσα χρειαστήκανε να αποκτήσετε δεξιότητες, τα τάλαντα να καλλιεργήσετε, ώστε να γίνουνε πολλές οι γνώσεις σας, καλά μέσα στο μυαλό σας, βαλμένες και κλεισμένες να είναι.
Να τις ξοδεύετε σιγά –σιγά ή όλες μαζί και αυτές να μη στερεύουν!...
Και όσο τις ξοδεύετε, τις μοιράζετε, αυτές οι γνώσεις σας, να θεριεύουν!…
-Καλά θα ήταν και αυτά να μας τα δώσεις χάρισμα, τις επενδύσεις, τις επιχειρήσεις να κάνουμε με άλλον αέρα... Χωρίς υποχρεώσεις, ελέγχους, και να μην έχουμε άλλον επάνω στο κεφάλι μας…
-Ναι καλά είναι όλα αυτά, αλλά, εσείς προ ολίγου μου είπατε ότι με θέλετε σαν Θεό!..
Σαν θείος μέχρι τώρα, τόσο καιρό δοκιμάστηκα, και όπως φαίνεται δεν σας αρέσω...
Απέτυχα στις εξετάσεις…
Ας το κάνουμε όπως το έκανε ο Θεός!...
Τα ανίψια αλληλοκοιτάχτηκαν, σβούρα γυρίζει το μυαλό τους.
Άρχισαν να καταλαβαίνουν, πως ο θείος δεν είναι εύκολος.
Και συνεχίζει:
-Ο Θεός δεν τα μοίρασε τα τάλαντα σε όλους και από ίσια, σε άλλους έδωσε περισσότερα και σε άλλους λιγότερα, και σε άλλους καθόλου.
-Είναι έτσι ή μήπως κάνω λάθος;
-Έτσι είναι… δεν κάνεις λάθος.
–Ας ειπούμε ότι εγώ σαν Θεός, δεν τα μοιράζω, δεν δίνω στα άλλα ανίψια μου τίποτα και τα δίνω όλα τα τάλιρα τώρα σε σας.
-Τι γνώμη έχετε, θα κάνω καλά;
Τα θέλετε όλα εσείς και κανένας άλλος, ή μήπως και σαν Θεός στην μοιρασιά κάνω λάθος;…
Κάνω αδικίες;
-Όχι , όχι δεν θα κάνεις καμία αδικία…
Εάν θα τα δώσεις σε εμάς δεν θα κάνεις κανένα λάθος, διότι εμείς είμαστε έξυπνοι, δεν είμαστε κουτορνίθια, δεν θα τα χώσουμε στα καταχθόνια της γης, στα σκοτάδια, στο χώμα, στην στάχτη, στο μπουρφούνι...
Θα κάνουμε επενδύσεις παραγωγικές, θα τα επενδύσουμε σε μπίζνες, σε κομπίνες και τα τάλιρα θα αυξάνονται, θα γίνονται λίρες χρυσές και βάλε ακόμα!...
–Πολύ καλά και ωραία!...
-Πέστε πως τα πήρατε και τώρα τα έχετε στα χέρια σας, στον μπεζαχτά σας. Εφτιάξατε τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις που τώρα εσείς σκέπτεσθαι, τις κομπίνες σας, και εσείς καλά, πολύ καλά, καλοπερνάτε, στην ζωή, όλο χαρά γεμάτοι!…
-Ένα, όμως, εγώ να ρωτήσω; Μου το επιτρέπετε, τούτο ευπρεπώς;
-Ναι, ευχαρίστως…
- Εγώ πότε πρέπει να έρθω, να πάρω και εγώ σαν Θεός πλέον και όχι σαν θείος, αυτά που τουλάχιστον σας έδωσα και κάτι πάρα πάνω για να δώσω και σε άλλους ανθρώπους;...
Θεός όπως καταλαβαίνετε θα είμαι και οι άλλοι άνθρωποι παιδιά δικά μου θα είναι, δεν θα είμαι πλέον θείος και οι άλλοι να είναι ξένοι!…
Και για να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι και σαν Θεός πλέον τον έλεγχο και εγώ πρέπει να κάνω. Να κάνω τον απολογισμό, για να καταλογίσω ευθύνες…
Μέχρι τώρα σαν θείος, συμπεριφερόμουνα μόνο με καλοσύνες!…
Τα ανίψια αλληλοκοιτάχτηκαν σιωπηλά, τα μάτια τους κοιτούσαν στο πέρα, δώθε, κουνιόταν περίεργα. Η σκέψη τους, το μυαλό τους, δούλευε γρήγορα, το πώς τώρα έξυπνα, πονηρά στην ερώτηση να απαντήσουν;
Και με τα τάλιρα του θείου, τις τσέπες τους να γεμίσουν!..
Με μία φωνή και δύο τους μίλησαν σαν να ήταν ένας και είπαν:
-Eμείς έλεγχο δεν θέλουμε... Θέλουμε το κεφάλι μας, να είναι ελεύθερο, στην σκέψη του, στις αποφάσεις και στις ενέργειές του...
Μα σαν επιμένεις τον έλεγχο και τον απολογισμό να ζητήσεις, να κάνεις το δάνειο να είναι μακροχρόνιο...
Χωρίς άλλες ρήτρες, δεσμεύσεις και εγγυήσεις...
Τίποτα από αυτά να μη ζητήσεις...
Να έρθεις στο τέλος σαν Θεός, να ακούσεις την απολογία, και να εισπράξεις, να πάρεις τόκους και καπιτάλια, μετά τουλάχιστον από είκοσι πέντε - τριάντα, χρόνια και λίγα είναι. Για να προφτάσουμε και εμείς να κάνουμε αποσβέσεις, στις πάγιες και άυλες επενδύσεις, κατά τους οικονομικούς τους όρους…
Τότε σαν θα έρθεις, νομίζουμε πως θα είναι καλά, είπανε στον θείο- Θεό.
Θα είναι καλά για όλους!..
-Πάρα πολύ καλά τα υπολογίζετε αυτά, όπως τα λέτε...
Όμως υπάρχει, το αλλά, που εσείς τώρα που οικονομικά σπουδάσατε, στην οικονομία αυτό το λέτε, αστάθμητο παράγοντα, που αυτός σαν παράγοντας τα πολλαπλασιάζει όλα τα άλλα και ανάλογα βγαίνει και το αποτέλεσμα…
Ή μήπως σε τούτο κάνω λάθος;
Τα ανίψια πάλι ξαφνιάστηκαν με αυτά που ακούγανε, για αστάθμητους παράγοντες και τα άλλα , από τον θείο, που όλη του την ζωή ήταν στην θάλασσα και το μόνο που ήξερε, ήξερε τα τάλιρα να μαζεύει και να τα σιγουρεύει!...
Και ο ένας, ο πιο θαρρετός, απάντησε εκνευρισμένος:
-Ναι, υπάρχει και αυτός, που να μην υπήρχε…
Αλλά τώρα εμείς εδώ, κάνουμε συμφωνίες Θεϊκές, όχι παραποντιάρικες… Παππατζίδικες… Για να σου ρίχνουν οι άλλοι τον αστάθμητο, όλα να σου τα ανακατεύει και να σε αναστατώνει... Όπως...
–Τα λέτε θαυμάσια!.. Αλλά δεν μου καθορίσατε ξεκάθαρα, ούτε το χρόνο που θέλετε να έρθω, να καθίσουμε κάτω να λογαριαστούμε.
Σαν θείος σας ρωτάω,να συνεννοηθούμε... Σαν Θεός που με θέλετε εγώ πρέπει να αποφασίσω...
-Βάλε το, του λένε και οι δύο μαζί, μετά από είκοσι πέντε χρόνια...
Μετά από εκεί, όποτε θέλεις και έχεις την διάθεση έλα!…
Ο θείος, ο Προκόπης έμεινε βουβός, αμίλητος, τα μάτια του κοιτούσαν στο κενό, μόνο τα δάκτυλά του κούναγε ρυθμικά, λες και έπαιζε πιάνο.
Κοίταζε και συλλογιζόταν, σαν να αγνάντευε, να έβλεπε στο υπερπέραν, στο μέλλον!..
-Ώστε το αποφασίσατε, να έρθω μετά από είκοσι πέντε χρόνια;
-Ναι...Ναι...
–Και εγώ να σας τα έχω δώσει όλα τα τάλιρα μου;
-Ναι.
-Τα τάλιρα, εάν καταλαβαίνω καλά, είναι διαφορετικά από τα τάλαντα, που έδωσε ο Θεός… Τα τάλιρα πιάνονται στα χέρια, τρώγονται σε διασκεδάσεις και στην καλοπέραση... Ενώ τα τάλαντα του Θεού δεν πιάνονται, δεν φαίνονται, δεν τρώγονται, δεν ξοδεύονται!...
Είναι άχροα, άγευστα, άοσμα, άυλα, αξόδευτα!…
Και όποιος έχει από αυτά, έχει ψυχική ηρεμία – γαλήνη!... Ευημερία!...
–Για τάλιρα μιλάμε τώρα θείε και όχι για τάλαντα, που δεν τα ξέρουμε, τι λογής και τι λογά είναι…
Γιατί μιλάμε τόση ώρα;… Του λένε και οι δύο τους, με μια φωνή εκνευρισμένα.
Ο Θείος Προκόπης ήρεμος, γαλήνιος απαντάει:
-Να ποιος είναι ο αστάθμητος παράγοντας, που ενώ στην αρχή νόμισα πως είναι ένας, τώρα εμφανίστηκε κοντά στον έναν και άλλος… Που τόση ώρα εδώ ήταν, μα δεν τον βλέπαμε!...
-Ποιος είναι;… Ποιος είναι;… Γρήγορα, αμέσως να τον απομονώσουμε, πριν προφτάσει να μας κάνει την ζημιά.
–Να ποιος είναι… Αυτός είναι ο αστάθμητος, που εγώ είμαι άνθρωπος και όχι Θεός!...
-Απομόνωσε, αν μπορείς τον άνθρωπο και άφησε τον Θεό!...
-Το ήθος!...
Αλλά… Υπάρχει και είναι εδώ και βρίσκεται κοντά μας και ο άλλος, ο σοβαρότερος παράγοντας που δεν το λάβατε καθόλου υπόψη σας.
-Ποιος;… Ποιος;…
-Ο Χρόνος!...
-Ο Χρόνος;…
-Ναι… Ο Χρόνος, που δεν προκάνω.
-Γιατί;..
Όλες τις δοσοληψίες του καλά να υπολογίζει.
Την ζωή του με τον διαβήτη μέτραγε, ήταν σε όλα του μετρημένος, και με την αριθμητική καλά λογαριασμένος. Από όσα, έβγαζε, κέρδιζε από τον κόπο του κάθε ημέρα μόνο στην μεγάλη ανάγκη εξόδευε τα μισά, τα άλλα μισά τα έβαζε στην άκρη και όλο τα μάζευε και τα σιγούρευε καλά σαν τον μερμήγκι για την άσχημη, όπως έλεγε την κακιά την ώρα, την ώρα της ανημποριάς, την ώρα της ανάγκης…
Για να αποκτήσει περισσότερα πλούτη και περιουσία, επήγε και ρογιάστηκε στην θάλασσα και ταξίδεψε στα καράβια… Οικογένεια δεν απέκτησε. Aπό την μια μεριά, τον πλάνεψε η θάλασσα, από την άλλη, τον έπνιγε η φτώχεια, οι υποχρεώσεις και το άλλο…
Ποιο;
Το περίσσιο φιλότιμο!...
Αυτά τα δύο τον ξελόγιασαν, τον πλάνεψαν, τον κράτησαν κοντά τους και έγινε η θάλασσα, η μεγάλη αγάπη του, ο μεγάλος ερωτάς του, αλλά και ο αγιάτρευτος, κρυφός καημός του, που η ζωή του στα γρήγορα έφυγε χωρίς να το καταλάβει και τώρα δεν προκάνει, το πρέπον για να κάνει.
Απέχτησε, κέρδισε, όπως έλεγε, πλούτοι πολλά, αλλά έχασε από την ζωή πολύ, πολλά περισσότερα...
Όταν το κορμί είχε δόξα, ομορφιά, τιμή, δεν υπήρχε στην τσέπη γρόσι!...
Τώρα που υπάρχουν στην τσέπη γρόσια, χρυσά πολλά, δεν πουλιέται πουθενά κορμί, νιάτα, ομορφιά, για να αγοράσει!...
Τώρα ήρθε το ηλιοβασίλεμα!
Ότι προφταίνεις τα λίγα να απολαύσεις!... Κοντεύει να σουρουπώσει… Σουρούπωσε!… Τώρα νύχτωσε!… Δεν βλέπεις!…
Πάρε στα χέρια την μαγκούρα, άναψε το λυχνάρι… όσο μπορεί να φέξει…
Έτσι έλεγε ο Προκόπης.
Όπου έβλεπε νέους και τον πλησίαζαν τους συμβούλευε και όλους τους συγγενείς του, η νιότης τους να μη τους φύγει άσκοπα, στο τζάμπα...
Να ξυπνάνε όταν λαλεί ο κόκορας το πρωί και να κοιμούνται, όταν κουρνιάζουνε τα Θεοπούλια, το βράδυ, με τις κότες.
Όποιος ξυπνάει γρήγορα, νωρίς το πρωί, έχει βοήθεια από αδελφό και από καλή αδελφή!...
Ολημερίς να δουλεύουν, τους συμβούλευε, σαν τον μέρμηγκα και να νοικοκυρεύονται, να κάνουν καλό κουμάντο, σαν την μελισσούλα. Την οικογένεια την πατρική να σέβονται, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια να προσέχουν, και να είναι στο πρώτο μέλημα τους. Τις αδελφές τους, να νοικοκυρέψουν, με προίκα να τις παντρέψουν.
Αυτές, οι καλές αδελφές, είναι το καμάρι του σπιτιού, τιμή, δόξα, στο σόι και πρέπει γρήγορα, από νωρίς να παντρευτούν, να ανοίξουν το νοικοκυριό τους. Να κάνουνε πολλά παιδιά, για να είναι προκομμένες, από τον Χριστό ,την Παναγιά, ευλογημένες.
Αυτά τα ηθικά διδάγματα ακολούθησε ο Προκόπης από μικρός και από την πολύ την αφοσίωση σε αυτά, να τα τηρεί κατά γράμμα, του φύγανε τα χρόνια, και έμεινε…. Μόνος… Ολομόναχος. Χωρίς οικογένεια…
Μα δεν το είχε αυτό, σε πολύ μεγάλο παράπονο και στο τρανό το ντέρτι.
Μα… Αν το είχε, δεν το έδειχνε, δεν το κουβέντιαζε και δεν παραπονιόταν, για να μη δίνει αφορμές, αιτία στους άλλους, για λόγια, για κουβέντες, για τα πικρόχολα τα σχόλια…
Άλλοι να χαίρονται και άλλοι να τον κοροϊδεύουν… και να του λέει ο καθένας τους, από ότι, του κατεβάσει, από ότι, φανταστεί ο νους του...
Αυτός, από μόνος του έλεγε:
Έτσι τα έφερε ο Θεός, εγώ δεν παντρεύτηκα, για να έχω παιδιά δικά μου, αλλά έχω ανίψια.
Ευλογία Θεού!..
Καλύτερα νομίζω πως είναι αυτά, από ό,τι θα ήσαν τα παιδιά μου!...
Δεν άφηνε περιθώρια, για να χωράνε σχόλια!...
Τα φρόντιζε τα ανίψια του και τα καλό είχε. Χατίρι ποτέ τους, σαν ήσαν μικρά δεν τους χάλαγε και όλο, όλα τα φρόντιζε, τίποτα να μη του λείψει. Περισσότερο, από όλα αυτά φρόντιζε για την μόρφωση τους.
Πολλά καλά γράμματα να μάθουνε, να έχουνε πολλές, καλές, γνώσεις, να γίνουνε καλοί και χρήσιμοι στην κοινωνία άνθρώποι!...
Σε όλους, όλο με διδαχή έλεγε:
-Γνώσεις και γλώσσες πολλές να μάθετε, να μπορείτε να συνεννοείστε με τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο!..
Να βάλετε μέσα στην κεφαλή σας, το πολύτιμο, το άφθαρτο, το αξόδευτο, το άκλεφτο, το άυλο υλικό!...
Το μόνο άφθαρτο και αξόδευτο είναι, αυτό που κουβαλάτε επάνω σας. Πρώτα- πρώτα την υγειά σας και περισσότερο οι γνώσεις οι καλές, που έχετε μέσα στην κεφαλή σας, καλά κλεισμένες, που και να θέλει ο άλλος να τις κλέψει, να τις πάρει, δεν μπορεί!...
Αυτές που όταν τις μοιράζετε, όταν τις δίνετε, αυτές εκεί, ολάκερες, εκεί, παραμένουν!...
Και όταν τις γνώσεις, τις δώσετε, τις μοιράσετε στον κόσμο, αυτές, από ότι δώσατε, πιότερο αυξάνονται, μεγαλώνουν, δεν ξοδεύονται, δεν λιγοστεύουν!..
Αλλά γεννούνε γνώσεις, προκοπή και αυξάνονται!...
Και επιστρέφουν σε σας, οι γνώσεις πολλαπλάσιες!…
Η γνώση γεννά γνώση!..
Η περίσσια καλή, ηθική, γνώση, γεννά σοφία!..
"Κτήσασθε εν μεν τη νεότητι ευπραξίαν, εν δε τω γήρα σοφίαν".
Αυτά συμβούλευε:
Να αποκτήσετε στα νιάτα σας ευτυχία, πλούτη γνώσεων και στα γεράματά σας σοφία!..
Τώρα που γέρασε ο Προκόπης και αφού περπάτησε σε όλο τον κόσμο, στεριά και θάλασσα, είδε, δοκίμασε, έπαθε, έμαθε, έγινε σοφός.
Τα πλούτη γίνονται από την σκληρή δουλειά, από την λιτότητα, την οικονομία και όχι από την σπατάλη, και θέλουν αυτά τον καλύτερο φύλακα, τον καλύτερο πιστικό, τσοπάνο…
Είναι σαν την στέρνα με το νερό. Η στέρνα και γεμάτη να είναι άμα βγάζεις κάθε μέρα λίγο, λίγο και δεν φτιάχνεις στην πηγή την δέση, να τρέχει συνέχεια, έστω σταγόνα, σταγόνα, θα έρθει στιγμή που θα στερέψει...
Να φροντίζετε να φτιάχνετε την δέση, το νερό στην στέρνα για να τρέξει, να μη στερέψει...
Όταν πια, η στέρνα δεν έχει νερό, κανένας δεν την πλησιάζει, ούτε πουλί πετούμενο, μα ούτε ερπετό, μα ούτε φίδι!… Και όταν αδειάσει το πορτοφόλι, κανένας δεν σε γνωρίζει, μα ούτε συγγενής, μα ούτε φίλος.
"Αδειανό βαγένι από κρασί, ποτέ φίλους δεν πιάνει!.."
Δεν κελαηδεί, πια δεν τραγουδάει! …
Κανένας δεν το επισκέπτεται τον πύρο του να αγγίξει… από τους συγγενείς, τους φίλους τους παλιούς, από τους καλούς κουμπάρους!…
Που πρώτα διαγκωνίζονταν τον πύρο του να αγγίζουν!...
Και το κρασί, να ανοίξουν!..
Τώρα, μόνο, η Αράχνη, έρημη, μοναχή, έχει στήσει στο μπαζό του, τον αργαλειό της και υφαίνει!... Υφαίνει!… Υφαίνει!...
Στην τράπεζα ο Προκόπης κατάθετε τις οικονομίες που του περίσσευαν και ήταν από τους καλούς πελάτες. Ένα πρωί μπονόρα, πήγε στην τράπεζα με ένα σακίδιο φουσκωτό στον ώμο.
Ζήτησε να γίνει πελάτης στο θησαυροφυλάκιο σε θυρίδες, που είναι στην τράπεζα κάτω, στο δεύτερο υπόγειο.
Το θησαυροφυλάκιο είναι ο χώρος των τραπεζών, που είναι κατασκευασμένος έτσι, ώστε να παρέχει ασφάλεια απόλυτη, από κλοπή, από φωτιά, από σεισμό, κανένας ξένος να μη μπορεί να το ανοίξει. Εκεί σε αυτόν τον χώρο φυλάει η τράπεζα τα χρηματικά αποθέματά της, τα αξιόγραφα και ότι πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο έχει.
Εκεί υπάρχουν και θυρίδες που τις ενοικιάζει σε ιδιώτες να διασφαλίζουν την κινητή τους περιουσία, χρυσά, κοσμήματα, οικογενειακά κειμήλια, τιμαλφή. Εκεί σε αυτόν τον χώρο υπάρχουν όλα τα συστήματα συναγερμού, και ασφαλείας, εκτός από τους επιλεγμένους, τίμιους, έμπιστους, εχέμυθους υπαλλήλους, τους θησαυροφύλακες.
Εκεί ήρθε ο Προκόπης και ζήτησε να ενοικιάσει μία από τις μεγάλες θυρίδες. Το σακίδιο του το είχε περάσει στο λαιμό του ντραβητζίκα, και το κράταγε στο άνοιγμά του με το δεξί του χέρι. Ήρθε συνοδευόμενος από τα δύο του ανίψια και ενώ υπήρχε ανσασέρ, προτίμησε να κατεβεί από τις σκάλες. Κατέβηκαν μαζί την πρώτη σκάλα, που οδηγεί στο δεύτερο υπόγειο που είναι το θησαυροφυλάκιο.
Στην μέση της σκάλας του δευτέρου υπογείου, εκεί που είναι το πλατύσκαλο και υπήρχε ένας μικρός καναπές, είπε στους δύο ανιψιούς του, εκεί να περιμένουν, μέχρι να κάνει την δουλειά που ήθελε κάτω στις θυρίδες και να γυρίσει.
Τα ανίψια του, έριξαν μια κρυφή ματιά, ο ένας, στον άλλον και υπάκουσαν, έμειναν εκεί στο πλατύσκαλο να περιμένουν.
Ο θείος ο Προκόπης, ηλικιωμένος πια συνέχισε σιγά, σιγά να κατεβαίνει. Κατέβηκε το πρώτο, το δεύτερο σκαλί, στο τρίτο σκαλί, σκοντάφτει, γονάτισε, πέφτει. Πρόφτασε και με το χέρι του κρατήθηκε από την κουπαστή και το κακό απεφεύχθη. Από το χέρι του πετάχτηκαν οι δύο χρυσές λιρίτσες, που εκεί τις κρατούσε. Στα σκαλοπάτια κατρακύλησαν και ακούστηκε ο ήχος ο ξεκάθαρος του χρυσού. Στα σκαλοπάτια καθώς κύλαγαν νόμιζες, πως θα ήσαν σίγουρα παραπάνω από χίλιες!...
Άνοιξαν τα ουράνια είπαν οι δυο ανιψιοί του και βρέχει λίρες!..
Τα ανίψια του, τους ήχους άκουσαν, ξαφνιάστηκαν, με αυτά που είδαν και άκουσαν, σάλεψε ο νους τους.
Ο ένας, έμεινε εκεί ακίνητος, την εντολή του θείου να εκτελέσει.
Ο άλλος, δύο σάλτους έκανε, τις λίρες πήγε να πιάσει, να μαζέψει και τον θείο τον παππού Προκόπη λίγο έλειψε να τον πάρει σβάρνα...
Ψάχνει να βρει τις λίρες τις πολλές, δεν βρίσκει ούτε μία, λες και άνοιξε η Γη και τις κατάπιε ούλες!..
Ο υπάλληλος, ο φύλακας, που ήταν έξω από την πόρτα του θησαυροφυλακίου, ανήσυχος έσκυψε και μάζεψε δύο, τις δίνει στον κύριο Προκόπη που με μειδίαμα κατέβαινε το τελευταίο σκαλοπάτι. Μη ανησυχείς του λέει, δεν μου ξεφύγανε οι άλλες, τις έχω εδώ στο σακούλι, στο σακίδιο, αυτές οι δύο μόνο μου πέσανε, σε ευχαριστώ πολύ μη ψάχνεις για άλλες…
Γυρίζει, και λέει στον ανιψιό του.
-Πήγαινε εκεί με τον άλλον να περιμένεις.
Προβληματισμένος αυτός, πήγε και κάθισε δίπλα στον άλλον και χίλιες σκέψεις κάνανε, πέρναγαν από τον νου τους…
Τις πόσες λίρες χρυσές κουβάλαγε ο θείος στο σακίδιο… και τι θα τις κάνει;…
Και έφτιαχναν στο μυαλό τους σχέδια, προγράμματα, δικά τους!...
Ο θείος ο Προκόπης από την συμπεριφορά τους, τώρα στα γεράματά του, επήρε, το μάθημά του…
Τον οδήγησαν μέσα. Εκεί του έδειξαν την θυρίδα που ήθελε και του έμαθαν πως λειτουργεί, για να καταλάβει να πειστεί, ότι, ό,τι βάλει μέσα σε αυτή είναι καλά διασφαλισμένο και μόνο αυτός το ξέρει, το γνωρίζει και όχι, κανένας άλλος. Του έδειξαν πως να λειτουργεί τον συνδυασμό που μόνο αυτός τον ξέρει, πως έχει εκτός τον συνδυασμό και δικό του μοναδικό κλειδί, που άλλος κανένας δεν έχει, που αν το χάσει, για να ανοίξουν την θυρίδα πρέπει να την καταστρέψουν, πως και η τράπεζα έχει δικό της κλειδί, το πασπαρτού που κλειδώνει την πόρτα την δική του, και πως τηρούνται όλα τα μέτρα ασφαλείας, ώστε η θυρίδα, σε άλλον, εκτός από τον κάτοχό της, να μην ανοίγει. Και επί πλέον έχει το κουτί, το μικρό χρηματοκιβώτιο, που και αυτό έχει δικό του συνδυασμό και κλειδάκι, που μέσα εκεί βάζει και φυλάει ότι θέλει.
Ο κ Προκόπης όλα αυτά τα κατάλαβε. Επήραν το άδειο μικρό χρηματοκιβώτιο και μαζί τον οδήγησαν σε ένα μικρό ατομικό τραπεζάκι που γύρω, γύρω το περιέκλειε γαλακτερό τζάμι, ώστε κανένας να μη μπορεί να δεί, τι υπάρχει πίσω και επάνω στο τραπέζι.
Εκάθησε ο κ Προκόπης στην μικρή καρέκλα, ξεκρέμασε από τον ώμο του το σακίδιο, έβγαλε το περιεχόμενο του και το τοποθέτησε μέσα, το κλείδωσε και φώναξε, κάλεσε τον υπάλληλο να το πάρει να το τοποθετήσουν στην θυρίδα. Αμέσως ο υπάλληλος, πρόθυμος έτρεξε επήρε το κουτί το τοποθέτησε στην θυρίδα και μαζί τήρησαν τα μέτρα ασφαλείας και έκλεισαν την θυρίδα.
Έτσι ότι έβαλε εκεί μέσα ο κ Προκόπης είναι απολύτως κρυφό, απόρρητο, διασφαλισμένο.
Ο κ Προκόπης ευχαρίστησε τους υπαλλήλους τους χαιρέτησε και έφυγε.
Ανέβηκε σιγά, σιγά τα σκαλιά της τράπεζας αμίλητος συλλογισμένος.
Ποιος ξέρει τι σκεπτότανε και τι έβαζε με τον νου του;...
Όπως περπάταγαν αμίλητοι και ο καθένας τους, έκανε τους διαλογισμούς του. Τότε πετάχτηκε ο ένας ο ανιψιός και λέει στον άλλον :
-Τώρα που ο θείος όλα τα τακτοποίησε, με τάξη και ασφάλεια, πρέπει να μας κεράσει, σε καλό ζαχαροπλαστείο, καφετέρια, ευπρεπώς.
- Ναι, ναι, συμφώνησε αμέσως ο άλλος και λέει:
-Ευπρεπώς- ευπρεπώς!..
Και οι δυο τους το συμφώνησαν, πως πρέπει, επιβάλλεται από τον θείο, ευπρεπώς, να κεραστούνε.
Ο θείος διέκοψε τις σκέψεις του, σταμάτησε τους συλλογισμούς του, χαμογελάει και λέει:
-Ευπρεπώς, ευπρεπώς!…
Τα ακούς Προκόπη, ευπρεπώς!...
Εγύρισε προς τα ανίψια του και τους είπε:
-Πολύ καλά τα λέτε, έχετε μεγάλο δίκιο. Τα τόσα, τα άλλα κεράσματα μέχρι τώρα, δεν ήσαν ευπρεπώς…
Διαλέχτε εσείς που θέλετε και τι θέλετε, το κέρασμα ευπρεπώς για να είναι… Ευπρεπώς- Ευπρεπώς!...
Τα δύο ανίψια άρχισαν να προτείνει ο ένας, στο άλλον, το τι κέρασμα και που το ήθελε ο καθένας τους να κεραστούνε.
Διαφώνησαν, άρχισαν να μαλώνουν, και ο θείος Προκόπης τους κοίταγε με απορία, σαστισμένος…
Τους άφησε να μαλώνουν!…
Μετά από αρκετή ώρα τους φωνάζει:
-Εεεε… Ανίψια, ευπρεπώς, ευπρεπώς…
Για να είναι το κέρασμα ευπρεπώς, όπως εσείς το θέλετε, εσείς το λέτε, πρέπει όμως και εσείς, ευπρεπώς να αποφασίστε!...
Τελικά τα απεφάσισαν να καθίσουν στην καινούργια καφετέρια του Παπασπύρου.
Πήγανε και κάθισαν σε αναπαυτικούς καναπέδες και παράγγειλαν τα κεράσματα, από ότι ήθελε ο καθένας.
Ο θείος ο Προκόπης, εκάθησε στον καναπέ, τέντωσε τα πόδια του, άπλωσε στα μαξιλάρια τα χέρια του, ξεφούσκωσε και λέει:
-Ωραία, πολύ ωραία είναι εδώ, αναπαυτικά και όλα μου φαίνονται είναι ευπρεπώς.
Ευπρεπώς!... Ωραία!...
Εδώ θα έρχομαι και εγώ, μόνος ή με παρέα, από εδώ και πέρα, να κάθομαι, να πίνω, τον καφέ μου.
Αναπαυτικά, αρχοντικά, αφεντάδικα, ευπρεπώς, ευπρεπώς!…
Σας ευχαριστώ…
Να που κάτι έμαθα και εγώ από εσάς…
Έμαθα, μου μάθατε πως πρέπει να είναι η ζωή μου από εδώ και πέρα!…
Όση θέλει και μου χαρίσει ο Θεός!…
Ερούφηξε τον καφέ του , τεντώθηκε και έμεινε αμίλητος, συλλογισμένος.
Τα ανίψια του αλληλοκοιτάχτηκαν και από μέσα τους την ίδια σκέψη έκαναν, που την μαρτύραγε η όψη τους, την μαρτύραγαν οι μορφασμοί τους.
Κάναμε την μεγάλη γκάφα…
Ευπρεπώς, ξυπνήσαμε τον θείο, θα μάθει στην καλοπέραση και δεν θα μείνει τίποτα από εδώ και πέρα. Ευπρεπώς ο θείος θα τα ξοδέψει όλα, μήπως και δεν τον φτάσουν… και μας ζητάει και εκείνα που μας έχει δώσει...
Αφού πήραν τα κεράσματα, ο ένας από τους ανιψιούς, ο πιο θαρρετός, τώρα ρωτάει τον θείο συνεσταλμένα.
- Θείε, να κάνω μία ερώτηση ευπρεπώς;
- Να την κάνεις, κάνε την.
– Αν δεν είμαι αδιάκριτος, είδα πως το σακίδιο προηγουμένως ήταν φουσκωτό και τώρα είναι πλάκα, άδειο!...
-Τι είχε μέσα;
Του θείου Προκόπη αστράψανε τα μάτια του, ταράχτηκε η ψυχή του...
Δεν την περίμενε αυτή την ερώτηση και απαντάει:
-Μερικά τάλιρα αργυρά και άλλα χρυσά νομίσματα, είχε και μερικά κειμήλια, αξίας από την θάλασσα, που έπρεπε να φυλαχτούνε, να είναι εκεί κρυμμένα, να τα βρούνε οι συγγενείς μου… εσείς, όταν πια με το καλό με καλέσει ο Κύριος, ο Μεγαλοδύναμος, να με πάρει κοντά του... Μετά να τα πάρετε, να κάνετε καμιά δουλειά σας και μένα αν θέλετε κάπου –κάπου, να μου ανάβετε κάνα κερί, να καίτε λίγο λιβάνι και τα ψυχοσάββατα να μου φτιάχνετε λίγο σιταράκι…
Όχι πως το έχω και ανάγκη, αλλά έτσι τα βρήκαμε, έτσι, ας τα αφήσουμε.
Εγώ δεν έχω οικογένεια δικιά μου, παιδιά δεν έχω, εσάς έχω για παιδιά μου… Και όλα αυτά, για τα μάτια του κόσμου, για το θεαθήναι…
- Θείε, τώρα με τα τάλιρα, θυμήθηκα τα τάλαντα.
- Ποιά τάλαντα;
Είπε ο θείος με μειδίαμα.
-Ποια τάλαντα;… Έχεις και εσύ τάλιρα;… Που τα έχεις και που τα βρήκες;…
- Όχι τάλιρα θείε, τάλαντα!...
Αυτά, που είπε ο Χριστός, ο Κύριος μας, στην παραβολή των ταλάντων, που ο Θεός τα μοίρασε στους ανθρώπους.
- Ναι, ναι, κατάλαβα, τώρα κατάλαβα, για συνέχισε, να θυμηθώ καλύτερα…
-Να εσύ μου φαίνεται πως μοιάζεις… Να το ειπώ, ή να μη το ειπώ;… Να την ειπώ ελεύθερα την σκέψη μου, ή θα είναι απρεπής η σκέψη μου και η συμπεριφορά μου;…
-Όχι, όχι, κάθε άλλο, ελεύθερα εκφράσου… Εξ άλλου δημοκρατία έχουμε, για να μιλάνε οι ανθρώποι…
Εδώ κοντά, κάπου, εσείς ξέρουτε καλύτερα από μένα, γιατί πήγατε και σε σχολειό μεγάλο, ήτανε κάποτε ο χώρος, η εκκλησία του δήμου, της δημοκρατίας, που ο Περικλής ανέβαινε στο βήμα και έλεγε:
''Τις βούλεται αγορεύειν;''
Ποιος θέλει να πάρει τον λόγο, για να μιλήσει;
Και εγώ στον ανιψιό μου, θα απαγορεύσω να εκφραστεί ελεύθερα;…
Λέγε- λέγε…
Ο ανιψιός, με στόμφο, ότι είχε μέσα του, στην σκέψη, στο μυαλό του, τα ξεμπουκάρει…
Και αυτά τα λόγια λέγει:
-Θείε, εσύ μου φαίνεται πως μοιάζεις, με τον πιστό δούλο του Θεού, που του έδωσε ο Θεός τα τάλιρα- τάλαντα, και τα πήγε και τα έκρυψε στο χώμα, να μη του τα κλέψουνε, να μη τα χάσει… Μα και εσύ πήγε και τα έκλεισες τα τάλιρα, τα έκρυψες στα καταχθόνια της Γης, μέσα στα κατάβαθα, στις σκοτεινές θυρίδες της τράπεζας…
Εκεί μέσα ο θησαυρός να κοιμάται!…
Γιατί;… Γιατί;… Για πότε;… Για πότε;..
Ο θείος Προκόπης, ορθάνοιχτα άνοιξε τα μάτια του και τέντωσε τα αυτιά του… Έβαλε το χέρι στον κρόταφο του και με την παλάμη του έτριψε το μέτωπο του, συλλογισμένος.
– Όπως τα λες ανιψιέ μου, εγώ θα απολογηθώ, απέναντι στο Θεό και πρέπει από τώρα, να βρω δικαιολογίες…
Μα όπως εσύ μου τα λες μπερδεύτηκα, πρέπει να αισθάνομαι και ένοχος για τις οικονομίες μου, τα κόπια μου και για την συμπεριφορά μου.
Τι πρέπει, τι τώρα με συμβουλεύεις να κάνω με τα τάλιρα, που τα έχω χώσει, εκεί κάτω στις θυρίδες, στα σκοτάδια, για να έχω την καλή απολογία στον Θεό;...
Αν και αυτά τα τάλιρα – τάλαντα, ας τα ειπούμε, όπως τα λες, για να λέμε την αλήθεια και να είμαι ειλικρινής, δεν μου τα έδωσε ο Θεός...
Αυτός με βοήθησε, μου χάρισε την υγειά μου...
Όμως εγώ πάλευα με τα κύματα, τις θύελλες, τις φουρτούνες, με τα στοιχειά της θάλασσας, της Φύσης!...
Είναι ο ιδρώτας μου, το αίμα μου, τα νιάτα μου, τα κόπια μου, η ζωή μου!…
Αλλά ας αφήσω αυτά, τελειωμό δεν έχουν...Και ο Θεός και όλοι οι Άγιοι με βοήθησαν, μου έδιναν δύναμη, θάρρος, κουράγιο, στα δύσκολα, να μη κιοτεύω!
-Τώρα- τώρα για λέγε μου, τι πρέπει να κάνω;…
-Για συμβουλέψετε με… για συμβουλέψετε με, εσείς που μάθατε πιότερα γράμματα.
Εγώ σας βοήθησα τότε, τώρα βοηθήστε με και εσείς να βγω και εγώ από τα δύσκολα, να αλαφρωθεί η ψυχή, ο νους μου… γιατί τώρα μπερδεύτηκα…
-Tο μήπως είναι αμάρτημα, που δούλευα πολύ και έκανα οικονομία;..
- Να τι πρέπει να κάνεις…
- Τι, τι;…
- Να τα επενδύσεις, να γεννάνε και να αυξάνονται σαν τα τάλαντα, του σώφρονα δούλου του Θεού, που τα διπλασίασε και τα τριπλασίασε τα τάλαντα, τάλιρα…
- Ωραία, ωραία!..
-Τι επένδυση να κάνω; Τι να αγοράσω;…
-Να αγοράσω καράβι, για να είμαι καραβοκύρης, στην θάλασσα, στους ωκεανούς, που την ξέρω;
Όμως τώρα πια γέρασα, δεν θα αντέχω, τα κόλπα της και τα καμώματα της...
Το κύμα της, οι φουρτούνες και τα κουνήματα της, τώρα θαρρώ, θα με ζαλίζουν…
-Τι να κάνω; Τι να κάνω;… Για να έχω την καλή απολογία;
-Τι να κάνω να αυξηθούνε, να έχω και εγώ κέρδος; Και το κέρδος θα είναι διπλό, σε μένα και καλό στην απολογία μου στο Θεό.
–Όπως τα λες θείε μου, έτσι είναι...
Εσύ τώρα και να θέλεις, δεν μπορείς καλά αυτά να κουμαντάρεις...
Να τα δώσεις σε εμάς, που είμαστε νέοι ζωηροί, με δύναμη στο νου, στα μπράτσα, να κάνουμε καλές, χρυσές, δουλειές!..
Δουλειές επενδύσεις, παρά να είναι εκεί, στα σκοτάδια, τα τάλιρα, να κοιμούνται…
-Ωραία , ωραία… μου αρέσει αυτή η ιδέα!…
-Όμως να ρωτήσω;
-Ναι.
-Θα έρθει ο καιρός που θα κερδίσω;
-Ναι
-Και αν δεν κάνω λάθος και κατάλαβα καλά, θα πάρω πίσω, ατόφια, τα τάλαντα, τα τάλιρά μου και μέρος από τον τοκετό, τον τόκο, που αυτά γέννησαν, τον τόκο, το κέρδος…
Η μήπως αυτά θα είναι χάρισμα, όπως ήσαν όλα τα άλλα, που τόσα χρόνια τώρα σας έδινα σε όλους σας;
- Καλό θα είναι, να είναι και αυτά χάρισμα...
Αλλά και αλλιώς να είναι, καλά θα είναι και βλέπουμε…
- Αν καλά κατάλαβα από την κουβέντα μας, σαν να μου λέτε ανίψια μου, από Θείος που είμαι, για εσάς να γίνω Θεός και τα τάλιρά μου να σας δώσω και αυτά ας μην είναι τάλαντα…
-Εσείς τα τάλιρα θέλετε!...
–Ναι.
–Δεν με θέλετε, όπως είμαι θείος, με θέλετε σαν Θεό!…
Και οι δύο τους, με μία φωνή απαντάνε:
-Καλός είσαι σαν θείος, αλλά καλύτερα θα είναι σαν Θεός, να μας δώσεις τα τάλιρα τώρα…
-Πολύ καλά. Ας προχωρήσουμε σαν Θεός και να συμφωνήσουμε.
–Ο Θεός τα έδωσε τα τάλαντα χωρίς έλεγχο, ανεξέλεγκτα, ή μήπως, τους είπε, ότι θα επιστρέψει να κάνει έλεγχο;
-Τους είπε: Θα επιστρέψει να κάνει έλεγχο.
-Και ήρθε και τον έκανε;
-Ναι.
–Σύμφωνοι μέχρι εδώ.
-Εγώ να σας τα δώσω. Όμως να τα συμφωνήσουμε, πόσα θα μου επιστρέψετε, πως θα μου τα δώσετε, που, και πότε;
Ή μήπως τα θέλετε και αυτά χάρισμα;
Σαν θείος, νομίζω ότι σε όλους σας, σας έδινα χάρισμα για την μόρφωση σας, όσα χρειαστήκανε να αποκτήσετε δεξιότητες, τα τάλαντα να καλλιεργήσετε, ώστε να γίνουνε πολλές οι γνώσεις σας, καλά μέσα στο μυαλό σας, βαλμένες και κλεισμένες να είναι.
Να τις ξοδεύετε σιγά –σιγά ή όλες μαζί και αυτές να μη στερεύουν!...
Και όσο τις ξοδεύετε, τις μοιράζετε, αυτές οι γνώσεις σας, να θεριεύουν!…
-Καλά θα ήταν και αυτά να μας τα δώσεις χάρισμα, τις επενδύσεις, τις επιχειρήσεις να κάνουμε με άλλον αέρα... Χωρίς υποχρεώσεις, ελέγχους, και να μην έχουμε άλλον επάνω στο κεφάλι μας…
-Ναι καλά είναι όλα αυτά, αλλά, εσείς προ ολίγου μου είπατε ότι με θέλετε σαν Θεό!..
Σαν θείος μέχρι τώρα, τόσο καιρό δοκιμάστηκα, και όπως φαίνεται δεν σας αρέσω...
Απέτυχα στις εξετάσεις…
Ας το κάνουμε όπως το έκανε ο Θεός!...
Τα ανίψια αλληλοκοιτάχτηκαν, σβούρα γυρίζει το μυαλό τους.
Άρχισαν να καταλαβαίνουν, πως ο θείος δεν είναι εύκολος.
Και συνεχίζει:
-Ο Θεός δεν τα μοίρασε τα τάλαντα σε όλους και από ίσια, σε άλλους έδωσε περισσότερα και σε άλλους λιγότερα, και σε άλλους καθόλου.
-Είναι έτσι ή μήπως κάνω λάθος;
-Έτσι είναι… δεν κάνεις λάθος.
–Ας ειπούμε ότι εγώ σαν Θεός, δεν τα μοιράζω, δεν δίνω στα άλλα ανίψια μου τίποτα και τα δίνω όλα τα τάλιρα τώρα σε σας.
-Τι γνώμη έχετε, θα κάνω καλά;
Τα θέλετε όλα εσείς και κανένας άλλος, ή μήπως και σαν Θεός στην μοιρασιά κάνω λάθος;…
Κάνω αδικίες;
-Όχι , όχι δεν θα κάνεις καμία αδικία…
Εάν θα τα δώσεις σε εμάς δεν θα κάνεις κανένα λάθος, διότι εμείς είμαστε έξυπνοι, δεν είμαστε κουτορνίθια, δεν θα τα χώσουμε στα καταχθόνια της γης, στα σκοτάδια, στο χώμα, στην στάχτη, στο μπουρφούνι...
Θα κάνουμε επενδύσεις παραγωγικές, θα τα επενδύσουμε σε μπίζνες, σε κομπίνες και τα τάλιρα θα αυξάνονται, θα γίνονται λίρες χρυσές και βάλε ακόμα!...
–Πολύ καλά και ωραία!...
-Πέστε πως τα πήρατε και τώρα τα έχετε στα χέρια σας, στον μπεζαχτά σας. Εφτιάξατε τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις που τώρα εσείς σκέπτεσθαι, τις κομπίνες σας, και εσείς καλά, πολύ καλά, καλοπερνάτε, στην ζωή, όλο χαρά γεμάτοι!…
-Ένα, όμως, εγώ να ρωτήσω; Μου το επιτρέπετε, τούτο ευπρεπώς;
-Ναι, ευχαρίστως…
- Εγώ πότε πρέπει να έρθω, να πάρω και εγώ σαν Θεός πλέον και όχι σαν θείος, αυτά που τουλάχιστον σας έδωσα και κάτι πάρα πάνω για να δώσω και σε άλλους ανθρώπους;...
Θεός όπως καταλαβαίνετε θα είμαι και οι άλλοι άνθρωποι παιδιά δικά μου θα είναι, δεν θα είμαι πλέον θείος και οι άλλοι να είναι ξένοι!…
Και για να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι και σαν Θεός πλέον τον έλεγχο και εγώ πρέπει να κάνω. Να κάνω τον απολογισμό, για να καταλογίσω ευθύνες…
Μέχρι τώρα σαν θείος, συμπεριφερόμουνα μόνο με καλοσύνες!…
Τα ανίψια αλληλοκοιτάχτηκαν σιωπηλά, τα μάτια τους κοιτούσαν στο πέρα, δώθε, κουνιόταν περίεργα. Η σκέψη τους, το μυαλό τους, δούλευε γρήγορα, το πώς τώρα έξυπνα, πονηρά στην ερώτηση να απαντήσουν;
Και με τα τάλιρα του θείου, τις τσέπες τους να γεμίσουν!..
Με μία φωνή και δύο τους μίλησαν σαν να ήταν ένας και είπαν:
-Eμείς έλεγχο δεν θέλουμε... Θέλουμε το κεφάλι μας, να είναι ελεύθερο, στην σκέψη του, στις αποφάσεις και στις ενέργειές του...
Μα σαν επιμένεις τον έλεγχο και τον απολογισμό να ζητήσεις, να κάνεις το δάνειο να είναι μακροχρόνιο...
Χωρίς άλλες ρήτρες, δεσμεύσεις και εγγυήσεις...
Τίποτα από αυτά να μη ζητήσεις...
Να έρθεις στο τέλος σαν Θεός, να ακούσεις την απολογία, και να εισπράξεις, να πάρεις τόκους και καπιτάλια, μετά τουλάχιστον από είκοσι πέντε - τριάντα, χρόνια και λίγα είναι. Για να προφτάσουμε και εμείς να κάνουμε αποσβέσεις, στις πάγιες και άυλες επενδύσεις, κατά τους οικονομικούς τους όρους…
Τότε σαν θα έρθεις, νομίζουμε πως θα είναι καλά, είπανε στον θείο- Θεό.
Θα είναι καλά για όλους!..
-Πάρα πολύ καλά τα υπολογίζετε αυτά, όπως τα λέτε...
Όμως υπάρχει, το αλλά, που εσείς τώρα που οικονομικά σπουδάσατε, στην οικονομία αυτό το λέτε, αστάθμητο παράγοντα, που αυτός σαν παράγοντας τα πολλαπλασιάζει όλα τα άλλα και ανάλογα βγαίνει και το αποτέλεσμα…
Ή μήπως σε τούτο κάνω λάθος;
Τα ανίψια πάλι ξαφνιάστηκαν με αυτά που ακούγανε, για αστάθμητους παράγοντες και τα άλλα , από τον θείο, που όλη του την ζωή ήταν στην θάλασσα και το μόνο που ήξερε, ήξερε τα τάλιρα να μαζεύει και να τα σιγουρεύει!...
Και ο ένας, ο πιο θαρρετός, απάντησε εκνευρισμένος:
-Ναι, υπάρχει και αυτός, που να μην υπήρχε…
Αλλά τώρα εμείς εδώ, κάνουμε συμφωνίες Θεϊκές, όχι παραποντιάρικες… Παππατζίδικες… Για να σου ρίχνουν οι άλλοι τον αστάθμητο, όλα να σου τα ανακατεύει και να σε αναστατώνει... Όπως...
–Τα λέτε θαυμάσια!.. Αλλά δεν μου καθορίσατε ξεκάθαρα, ούτε το χρόνο που θέλετε να έρθω, να καθίσουμε κάτω να λογαριαστούμε.
Σαν θείος σας ρωτάω,να συνεννοηθούμε... Σαν Θεός που με θέλετε εγώ πρέπει να αποφασίσω...
-Βάλε το, του λένε και οι δύο μαζί, μετά από είκοσι πέντε χρόνια...
Μετά από εκεί, όποτε θέλεις και έχεις την διάθεση έλα!…
Ο θείος, ο Προκόπης έμεινε βουβός, αμίλητος, τα μάτια του κοιτούσαν στο κενό, μόνο τα δάκτυλά του κούναγε ρυθμικά, λες και έπαιζε πιάνο.
Κοίταζε και συλλογιζόταν, σαν να αγνάντευε, να έβλεπε στο υπερπέραν, στο μέλλον!..
-Ώστε το αποφασίσατε, να έρθω μετά από είκοσι πέντε χρόνια;
-Ναι...Ναι...
–Και εγώ να σας τα έχω δώσει όλα τα τάλιρα μου;
-Ναι.
-Τα τάλιρα, εάν καταλαβαίνω καλά, είναι διαφορετικά από τα τάλαντα, που έδωσε ο Θεός… Τα τάλιρα πιάνονται στα χέρια, τρώγονται σε διασκεδάσεις και στην καλοπέραση... Ενώ τα τάλαντα του Θεού δεν πιάνονται, δεν φαίνονται, δεν τρώγονται, δεν ξοδεύονται!...
Είναι άχροα, άγευστα, άοσμα, άυλα, αξόδευτα!…
Και όποιος έχει από αυτά, έχει ψυχική ηρεμία – γαλήνη!... Ευημερία!...
–Για τάλιρα μιλάμε τώρα θείε και όχι για τάλαντα, που δεν τα ξέρουμε, τι λογής και τι λογά είναι…
Γιατί μιλάμε τόση ώρα;… Του λένε και οι δύο τους, με μια φωνή εκνευρισμένα.
Ο Θείος Προκόπης ήρεμος, γαλήνιος απαντάει:
-Να ποιος είναι ο αστάθμητος παράγοντας, που ενώ στην αρχή νόμισα πως είναι ένας, τώρα εμφανίστηκε κοντά στον έναν και άλλος… Που τόση ώρα εδώ ήταν, μα δεν τον βλέπαμε!...
-Ποιος είναι;… Ποιος είναι;… Γρήγορα, αμέσως να τον απομονώσουμε, πριν προφτάσει να μας κάνει την ζημιά.
–Να ποιος είναι… Αυτός είναι ο αστάθμητος, που εγώ είμαι άνθρωπος και όχι Θεός!...
-Απομόνωσε, αν μπορείς τον άνθρωπο και άφησε τον Θεό!...
-Μπορείς;.. Μπορείς;.. Μα και αυτό αν μπορείτε να κάνετε πάλι το μπέρδεμα υπάρχει, ο Θεός, δίνει τάλαντα, με αυτά να πορευτούνε και να πορεύονται οι άνθρωποι και όχι τάλιρα…
Και ό άλλος, ο εναλλασσόμενος στάθμητος είναι, που εγώ θα σας δώσω τα τάλιρα μου, και ο Θεός δεν ξέρω, αν σας έχει δώσει, η θα σας δώσει το κάτι τις από τα τάλαντά του;… Έστω ένα!...
-Ποιο; Και ό άλλος, ο εναλλασσόμενος στάθμητος είναι, που εγώ θα σας δώσω τα τάλιρα μου, και ο Θεός δεν ξέρω, αν σας έχει δώσει, η θα σας δώσει το κάτι τις από τα τάλαντά του;… Έστω ένα!...
-Το ήθος!...
Αλλά… Υπάρχει και είναι εδώ και βρίσκεται κοντά μας και ο άλλος, ο σοβαρότερος παράγοντας που δεν το λάβατε καθόλου υπόψη σας.
-Ποιος;… Ποιος;…
-Ο Χρόνος!...
-Ο Χρόνος;…
-Ναι… Ο Χρόνος, που δεν προκάνω.
-Γιατί;..
-Καθίστε κάτω να τα λογαριάσουμε, να δείτε να καταλάβετε το γιατί και αν μπορείτε εσείς να κάνετε τον λογαριασμό αλλιώς, εγώ θα ακολουθήσω.
-Να κάνω εγώ τον λογαριασμό και εσείς όπου λαθεύω διορθώστε με.
-Σε είκοσι πέντε χρόνια να έρθω για έλεγχο και εβδομήντα πέντε που είμαι μας κάνουν ατόφια εκατό. Στα εκατό μου χρόνια, για λέγεται μου, ποίον και που να βρω έμπιστο για να τον στείλω;…
Αν μου τον βρείτε εσείς, εγώ , όπως τα λέτε εσείς αμέσως να συμφωνήσω!…
-Σε είκοσι πέντε χρόνια να έρθω για έλεγχο και εβδομήντα πέντε που είμαι μας κάνουν ατόφια εκατό. Στα εκατό μου χρόνια, για λέγεται μου, ποίον και που να βρω έμπιστο για να τον στείλω;…
Αν μου τον βρείτε εσείς, εγώ , όπως τα λέτε εσείς αμέσως να συμφωνήσω!…
Μέχρι να μου τον βρείτε εσείς τον έμπιστο, μου φαίνεται καλύτερα για όλους μας, να παραμείνω όπως με έκανε ο Θεός που ξέρει, θείος, και όσο, ότι μπορώ από μόνος μου, να σας βοηθήσω.
Επενδύστε και αυξήσετε τα τάλαντα που σας έδωσε ο Θεός με τις γνώσεις του κεφαλιού σας!...
Για σας, ας παραμείνω θείος!
Και αφήσατε τα τάλιρα μου εκεί που είναι.
Επενδύσετε τις γνώσεις σας, τα τάλαντα, ταλέντα, που σας βοήθησα να αποκτήσετε. Σε καλούς δασκάλους και σχολεία φρόντισα για να πάτε, αν τα αποκτήσατε, με αυτά τα ταλέντα, τα προσόντα σας να πορευτείτε.
Και αφήσατε τα τάλιρα μου εκεί που είναι.
Επενδύσετε τις γνώσεις σας, τα τάλαντα, ταλέντα, που σας βοήθησα να αποκτήσετε. Σε καλούς δασκάλους και σχολεία φρόντισα για να πάτε, αν τα αποκτήσατε, με αυτά τα ταλέντα, τα προσόντα σας να πορευτείτε.
Τίμια αυτά να τα χρησιμοποιείστε, για να αποκτήσετε και τάλιρα δικά σας!..
Ας αφήσουμε τώρα εκεί που είναι τα τάλιρα για τα στερνά μου, για τα ανήμπορα μου χρόνια!...
Τα δύο τα ανίψια του εκνευρίστηκαν, σαν τα τάλιρα του, να τους τα χρεωστούσε!...
Γροθιά κάνανε τα χέρια τους, σφίγγουν τις μασέλες, και κτυπούν την παλάμη τους στο τραπεζάκι, και αιφνιδίως του λένε:
-Κάτι μας έκανες και εσύ…
Αιφνίδιος, αιφνίδιος, αιφνιδίως πρέπει…
Ο Αιφνίδιος πάει αλλού, δεν βλέπει!...
Αλλά που θα πάει θα έρθει...
Αυτά, και άλλα, έλεγαν τα ανίψια νομίζοντας πως ο θείος δεν καταλαβαίνει από αυτά…
Ο θείος Προκόπης που όλα αυτά τα έπιανε το αυτί του, γαλήνιος, ήρεμος μονολογεί και σιγανά, σιγανά λέει:
"Και η Αλεπού περίμενε στου κριαριού τα λιόκια!…."
Και με χαμόγελο τους απάντησε:
-Να και ο άλλος ο αστάθμητος παράγοντας!...
-Αυτόν καλά να τον θυμηθείτε και να τον θυμάστε πάντα.
Σε σας τους δύο τα λέω αυτά, γιατί σας αγαπάω.
Αυτός είναι και λέγεται: "Αχαριστία!…"
Είναι γένους θηλυκού και πολλά κακά γεννάει.
Είναι ο χειρότερος παράγοντας, συντελεστής, που όλους τους άλλους, τους ξεπερνάει… Τους νικάει!...
Το σκηνικό επαναλήφθηκε όμοιο, απαράλλακτο και από τα άλλα ανίψια και είχε ίδιο αποτέλεσμα. Μόνο μια ανιψιούλα του, που ήταν λίγο κοντακιανή, δεν είχε την ομορφιά του σώματος, δεν ήταν η καλλονή, όπως τις άλλες και τους άλλους. Είχε όμως την ομορφιά της ψυχής, την καλλονή στην κίνηση, την καλλονή, στην καλοσύνη της καρδιάς και έδινε την αγάπη της, με τα έργα της στην πράξη. Όταν ο θείος Προκόπης στα σκαλοπάτια σκόνταψε, αμέσως έτρεχε να τον πιάσει. Τον αγκάλιασε τον περιποιήθηκε, νερό αμέσως έτρεξε να του δώσει, να ακούσει του θείου την λαλιά, τον ήχο της ανάσας!…
Δεν είδε, δεν άκουσε, δεν την συγκίνησε ο ήχος του χρυσού, που κύλαγε στην σκάλα, δεν έτρεξε να τον πιάσει, μόνο για τον άνθρωπο, τον θείο της, ξαφνιάστηκε, νοιάστηκε, έτρεξε να τον πιάσει!...
Ο θείος την αγκάλιασε, την καθησύχασε, την ευχαρίστησε, την φίλησε και τις χρυσές λίρες, αυτές που κυλήσανε, της τις δίνει.
-Πάρε τες, σου αξίζουνε, αυτές, και χίλια φλουριά ακόμα!…
Η κόρη τις αρνιότανε, δεν ήθελε να τις πάρει.
Ο θείος επέμενε στην τσέπη της, τις βάζει.
-Αυτές, είναι το γούρι σου, αυτές, είναι το τυχερό σου, αυτό θα το δεχτείς, πρέπει, είναι δικό σου!...
-Του λέει με δάκρυα ευχαριστώ, σκύβει και του φιλάει το χέρι, και τον ρωτάει, εάν πουθενά πονάει…
-Ο θείος μειδίασε, είμαι καλά, όχι, της απαντάει…
Αμέσως της κάνει την πρόταση, για την εξυπηρέτηση που του έκανε, που τον συνόδεψε, ευπρεπώς να την κεράσει…
-Η ανιψιά, αυθόρμητα, του το αρνήθηκε, όχι, του απαντάει… και ότι επιβάλετε στο σπίτι γρήγορα να πάνε να ξαπλώσει. Και μήπως χρειάζεται ο γιατρός, τις συμβουλές του για να δώσει…
Έφυγαν και γύρισαν στο σπίτι, ο θείος, την διαβεβαίωσε πως πουθενά δεν αισθάνεται πόνο, είμαι καλά της λέει και ησύχασε ο νους της...
Την άλλη μέρα κιόλας, την κάλεσε σιμά του και την ορμήνεψε, ορμήνιες από την ψυχή, από την καρδιά βγαλμένες…
Ορμήνιες από την ζωή, για την ζωή της, για το καλό της!..
Σε αυτό που πολύ επέμενε ήταν να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να στήσει το νοικοκυριό της!
Να μη μείνει έρημη, μόνη, μοναχή, μαγκούφα, για να την έχουνε όλοι οι άλλοι, όσο δύναται και την βαστάνε τα πόδια της, να στέκεται στο ατσάλι, όλους να τους υπηρετεύει…
Και μετά να την κλωτσάνε σαν την γέρικη την γάτα…!
Τσάτ… τσάτ… τσάτ!... Όλο τσάτ, όλοι να της λένε!...
Και να της καίνε, με την μασιά την γούνα!... Την ουρά της!...
Της έφτιαξε προίκα καλή, της πρότεινε και ένα καλό, φτωχό, εργατικό, γερό παιδί, για άντρα της να πάρει, να ανοίξουν, το σπιτικό τους, τους δίνει λίρες, φλουριά, λεφτά πολλά, να κάνουν την χαρά τους, που είναι και χαρά δική του. Ο γάμος έγινε όπως πρέπει…
Μετά από λίγο καιρό την κάλεσε μοναχή της στο σπίτι του να πάει.
Του φτιάχνει καλό φαΐ, περιποιημένο, παστρικό και του το πάει.
-Ανιψιά μου, κόρη μου της λέει:
-Ότι είχα για σένα, εκτός από την αγάπη μου, που σε όλους σας μέχρι τώρα την δίνω, σε σένα, χωρίς να μου το ζητήσεις, με χαρά σου το έδωσα, ότι σου έδωσα, να είσαι στην ζωή σου χαρούμενη, προκομμένη και από τον Θεό, την Παναγιά, ευλογημένη….
-Σαν θα έρθει όμως η ώρα η καλή και η ώρα η ευλογημένη, που και μένα θα με καλέσει ο Κύριος κοντά του να με πάρει, εσύ να μη κλάψεις, μόνο ένα κεράκι, να μου ανάψεις…
Άσε τους άλλους για να κλαίνε , τα δάκρυα τους θα είναι ψεύτικα, θα είναι για το θεαθήναι. Μετά από λίγο, να κοιτάς να κάνεις χάζι, θα ερίζουν και για τα ιμάτια μου ακόμα. Εσύ από αυτά να απέχεις…
Και αν σε καλέσουν, σου ειπούνε, να πας στην μοιρασιά, εσύ, να μη πλησιάσεις, στους άλλους χωρίς να εξετάσεις τα πόσα, το τι, το πόσο είναι, αμέσως από αυτό από αυτά, από όλα, να παραιτηθείς, και στους άλλους αμέσως, αβλεπτεί, χαρούμενη, να τα χαρίσεις.
-Εσύ με την ευχή μου, τίμια να πορεύεσαι στην ζωή, θα έχεις χαρές και θα προκόψεις.
Η ανιψιά του με δάκρυα τον ευχαρίστησε για την προσφορά του, αλλά περισσότερο για τις ορμήνιες του, την αγάπη του, τις συμβουλές του, που μέχρι τέλος τήρησε. .
Όλοι οι άλλοι, συγγενείς και φίλοι, γύρω, τριγύρω από τον Προκόπη γύριζαν και από λίγο, λίγο, του ρούφαγαν τον νέκταρ!...
Ο Προκόπης κατάλαβε πως όλοι αυτοί δεν ήσαν μελλισούλες, τον νέκταρ που του ρουφάνε, δεν το μαζεύουν, δεν το φυλάνε, για να φτιάξουνε το μέλι, το κερί, για τον χειμώνα!…
Αλλά, όλοι αυτοί ήσαν οι σκούρκοι, στο τζάμπα, χαράμι, αυτά πάνε και στην αδύναμη , την στιγμή του, με το φαρμακερό κεντρί τους, να τον χτυπάνε
Τις αγαθοεργίες άρχισε ο Προκόπης σε ξένους ανθρώπους, χωρίς να ξέρει η δεξιά του, το τι ποιεί η αριστερά του.
Φρόντισε όμως, αξιοπρεπώς και για τα στερνά του, την ώρα του την τελευταία, για τα χρειώδη, του μεγάλου ταξιδιού, κανένα να μη επιβαρύνει, και από ενωρίς για αυτά, τα καθέκαστα στην εκκλησία, τα έξοδα, τα χρειαζούμενα δίνει.
Πηγαίνει ο θείος Προκόπης μόνος στην τράπεζα στις θυρίδες, πληρώνει προκαταβολικά για ένα χρόνο, δεν ήθελε να χρωστάει σε κανέναν και κανένας για τίποτα από αυτόν να μη βαρυγκωμεί και αφήνει στην θυρίδα του ένα φάκελο κλειστό, που απέξω γράφει: "Να ανοιχτεί εφόσον έχουν μοιραστεί, όλα τα άλλα…"
Ήρθε η ώρα και η στιγμή, που ο Θεός τον κάλεσε κοντά του.
Έφυγε αθόρυβα, γρήγορα, σαν το πουλί, σαν το χελιδόνι, την Άνοιξη με τα λουλούδια, ημέρα γιορτή και σχόλη, την ώρα που σήμαιναν της εκκλησιάς οι καμπάνες για την θεία λειτουργία.
Όλα του έγιναν, όπως αυτός είχε στην εκκλησιά ορίσει, χωρίς κανένας να επιβαρυνθεί, χωρίς κανέναν να βαρυγκωμήσει....
Και πριν ο θείος, ο Προκόπης ξεπροβοδίσει, αρχίσανε έντονα τις συζητήσεις, το τι θα ήθελε ό καθένας τους, από την κληρονομιά να πάρει, να ζητήσει.
Ήρθε και η ώρα της μοιρασιάς, να ανοίξουν την διαθήκη, μα γράμμα, διαθήκη, δεν βρέθηκε να γράφει στον καθένα τους τι του αφήνει, το μόνο που όλοι τους, ξέρανε πως είχε στην τράπεζα θυρίδα, χωρίς να ξέρει κανένας τους, τι είχε εκεί, κρυμμένο, φυλαγμένο.
Όλοι μαζί το απεφάσισαν, την θυρίδα σύμφωνα με τον νόμο να ανοίξουν, εκτός από την ξαδέλφη τους την Μέλπω, που αυτή έκανε αμέσως παραίτηση, χάρισμα, για όλους τους άλλους.
-Εγώ από την κληρονομιά του θείου μας, από ότι δικαιούμαι, απέχω, σε όλους σας την χαρίζω, ευγνωμονώ τον θείο μας για ότι στην ζωή μου υλικά μου προσέφερε, πολύ περισσότερο για τις ορμήνιες του, και για τις συμβουλές του.
Ο Θεός να τον συγχωρέσει, για τα αμαρτήματά του και τον παρακαλώ να τον πάρει στην αγκαλιά του.
Όλοι τους, περιφρονητικά μειδίασαν, και από μέσα τους είπαν:
-Τι χαζομάρα κάνει αυτή, αλλά το συμφέρον τους δεν τους αφήνει, από την απόφαση της στην παραίτηση της, να την σταματήσουν.
Επήραν τον συμβολαιογράφο, και δικηγόρο καλό, έμπειρο νομικό και όλοι τους κομπανία πήγανε στην τράπεζα, την θυρίδα για να ανοίξουν. Εκεί πριν την θυρίδα την αγγίξουν, πλήρωσαν ρεφενίζοντας οι κληρονόμοι την τράπεζα για τα έξοδά της, τον συμβολαιογράφο και τον δικηγόρο νομικό κατά τον νόμο,τα νόμιμα, τα συμφωνηθέντα.
Εφόσον όλα τα διαδικαστικά ήσαν εντάξει και παρίσταντο όλοι οι κατά τον νόμο, νόμιμοι κληρονόμοι, μαζεύτηκαν γύρω, γύρω από την θυρίδα και ο τεχνικός με τα σύνεργα του άρχισε την θυρίδα να διαρρήχνει, καταστρέφοντας την, εφόσον κλειδί της δεν βρέθηκε.
Όλοι τους με κομμένη ανάσα και ορθάνοιχτα τα μάτια κοίταζαν με αγωνία, τι μάλαμα, χρυσός, διαμάντια, από την θυρίδα, θα ξεχυθεί, θα πέσει και χτύπαγε με αγωνία, έντονα, η καρδιά τους.
Ο τεχνικός τελείωσε και έπεσε κάτω το πορτάκι.
Άνοιξε!... Σιγή!… Σιωπή!… Ανάσα δεν ακούγεται!...
Σηκώνεται, ο συμβολαιογράφος, ο δικηγόρος νομικός, και ο θησαυροφύλακας και ένας υπάλληλος και πλησιάζουν την ανοιχτή θυρίδα, σύρουν από μέσα το μικρότερο κλειδωμένο χρηματοκιβωτιάκι και καλούν, φωνάζουν από τους κληρονόμους, όποιος θέλει να πλησιάσει, να διαπιστώσει, πως μέσα στην θυρίδα, τίποτε άλλο, δεν υπάρχει.
Παίρνουν το μικρό χρηματοκιβώτιο και το τοποθετούν στην μέση επάνω στο στρογγυλό τραπέζι και κάθισαν γύρω, γύρω όλοι τους για να βλέπουν.
Η αγωνία τους κορυφώνεται και έφτασε στο ζενίθ!...
Κανένας τους δεν είχε στην σκέψη του τον θείο, παρά μόνο, το τι είχε μέσα το κουτί…!
Πλησιάζει και πάλι ο τεχνικός με την ψαλίδα, ένα κράκ ακούστηκε και η κλειδαριά του κόπηκε…
Πληρώνεται και φεύγει.
Ο συμβολαιογράφος σηκώθηκε και είπε:
-Τώρα είμαστε όλοι έτοιμοι για το ανοίξουμε το κουτί, να κάνουμε την καταμέτρηση, να διαβάσουμε την διαθήκη εάν υπάρχει και τι ανήκει στον κάθε ένα σας να πάρει, σύμφωνα με τη επιθυμία του διαθέτη.
Το άνοιξε και βρήκε μέσα κάτι διπλωμένο με χαρτί και πανί.
Το έβγαλε το αφήνει επάνω στο στρογγυλό τραπέζι. Η αγωνία όλων κορυφώνεται , μέχρι και στο πρόσωπο του δικηγόρου τρέχει από το μέτωπό του ιδρώτας…
Από κάτω υπήρχε ένας κλειστός, χοντρός φάκελος που απέξω έγραφε με τα γράμματα του μακαρίτη, που όλοι τους, τα αναγνώρισαν.
"Να ανοιχτεί μετά την μοιρασιά."
Το κοίταξαν πανταχόθεν και διαπίστωσαν ότι ήταν παντού κλειστός, τον καταγράφουν και τον αφήνουν στην άκρη.
Μετά έπιασε και ξεδίπλωνε το δεματάκι με μεγάλη προσοχή, και έβγαζαν το περιτύλιγμα, που ήταν από παλιές εφημερίδες, που με επιμέλεια διάβαζαν για να αξιολογήσουν το μήπως έχει για κάποιους, για κάποιον από τους κληρονόμους κάποια αξία.
Ξετύλιγαν, ξετύλιγαν και τι βρίσκουν;
Βρίσκουν ένα χαϊμαλί αλόγου!...
Και ένα χειρόγραφο σημείωμα που έγραφε:
"Ενθύμιο από το μουλαράκι μας τον Αραπάκο μας, που εγώ τον αγόρασα, στο πρώτο μου ταξίδι, για να αναθρέψει τα αδέλφια μου, την φαμελιά μας, μα αυτός, δεν πρόφτασε πολλά αγώγια να μας δώσει, τον πήραν στην επίταξη στον πόλεμο, για την Πατρίδα…"
Χαρακτηρίστηκε από όλους ευτελές, χωρίς καμία αξία…
Ρωτήθηκαν οι συγγενείς, οι κληρονόμοι, πόσο το εκτιμούν ως κειμήλιο και αν κανένας τους εκδηλώνει την επιθυμία και τι αξία του δίνει για να το πάρει.. Κανένας τους, δεν εκδήλωσε την επιθυμία, και φανερά εκνευρισμένοι, απρεπείς κουβέντες, ψιθύρισαν, είπαν.
Ο συμβολαιογράφος το κατέγραψε επακριβώς τις χάντρες που είχε το χαϊμαλί και το έβαλε στην άκρη και συνεχίζει να ξετυλίγει και βρίσκει μία μικρή ναυτική πυξίδα και ένα πεντόλιρο και ένα σημείωμα να γράφει:
"Να δοθεί σε αυτόν που θα εισαχθεί από το χωριό μου στην σχολή Ναυτικών δοκίμων εμποροπλοιάρχων, με την ευχή μου, γαλήνιες θάλασσες, καλά ταξίδια"
Μετά βρίσκουν διπλωμένη σε ένα πανί μία μικρή καμπανίτσα, που μόλις την ξεδίπλωσε και κτύπησε όλοι ξαφνιάστηκαν, και στον ήχος της νόμισαν από την αγονία τους, την έννοια τους, πως ήταν οι λίρες που όλοι τους περίμεναν… να κουδουνίσουν…
Αλλά δεν ήσαν, ήταν η καμπανίτσα της γιδούλας του, που μικρός όταν ήταν, την έβοσκε, την αρμέγει και έπινε γάλα!...
Με το γράμμα της, που έλεγε: ¨
"Αυτή είναι η καμπανίτσα της φλώρας μου, της γιδούλας μου, που δεν με αποχωριζότανε ποτέ, μικρός σαν ήμουνα και μου έδινε και γάλα… Αυτή να κρεμαστεί να ακούγεται, στην είσοδο του σπιτιού μου στο χωριό, που αυτό το σπίτι, το αφήνω με ότι έχει μέσα, στην εκκλησία του χωριού μου, ποτέ να μη πουληθεί, να είναι εκεί, για την στέγαση ορφανών παιδιών, νιόπαντρων που δεν έχουν σπίτι μέχρι να αποκτήσουν. Εκεί να κοιμούνται οι γέροντες που δεν τους θέλουν οι δικοί τους."
Ο εκνευρισμός έφτασε στο κατακόρυφο, στο αποκορύφωμα!...
Όλοι δάγκωναν τα χείλη τους, έσφιγγαν τις γροθιές τους, νευρικά έτριζαν τα δάχτυλα τους και έκαναν νευρικό περίπατο μέσα στο δωμάτιο του θησαυροφυλακίου.
Μόνο ο συμβολαιογράφος, ο δικηγόρος και η γραμματέας, σοβαροί, ανέκφραστοι, έκαναν την δουλειά τους.
Ξετύλιγαν, ξετύλιγαν, και ξάφνου ξεδίπλωσαν και φάνηκε ένα μεγάλο στρογγυλό αντικείμενο, που έλαμψε στο φως.
Ήταν στρογγυλό σαν μπάλα.. Είχε σχήματα πρισματικά και έκανε στο φως εναλλασσόμενα, τα χρώματα της ίριδος, σαν το ουράνιο τόξο!...
Τέτοιο πράγμα, τέτοιο αντικείμενο, δεν είχανε ξανά δει πουθενά και σε θυρίδες φυλαγμένο…
Εξεπλάγησαν και όλοι οι κληρονόμοι χαρά γεμάτοι αναφώνησαν:
-Να και τα καλύτερα!... Να τα διαμάντια!...
Θεός συγχωρέστε τον θείο, όλους μας, μας φροντίζει…
Μαζί με αυτούς εκφράστηκε ο δικηγόρος και ο συμβολαιογράφος και με μια κουβέντα είπανε:
-Αυτό μπορεί να είναι μεγάλο ακατέργαστο διαμάντι, ίσως το μεγαλύτερο του κόσμου!...
Όλοι οι κληρονόμοι, χαρούμενοι ανυπόμονοι έκαναν τα σχέδια τους, τους υπολογισμούς τους και ειδοποίησαν τους άλλους, στα σπίτια τους, πως είναι πλούσιοι και πολύ πλούσιοι…
Μόνο η γραμματέας το κοίταγε αυτό το πράγμα με περιέργεια, αμίλητη, συλλογισμένη και από μέσα της έλεγε:
-Δεν έρχονται τώρα να τελειώνουμε, γιατί σαν κάλπικο μου μοιάζει, πως σαν και αυτό, τέτοιο πράγμα υπάρχει, έχει το βουνό του χωριού μου και είναι γεμάτο!...
-Λες να είναι διαμάντια και να μη τα ξέρουμε και κάθομαι και εγώ εδώ χάμου, στα υπόγεια, μαζί με τα ποντίκια και τις κατσαρίδες;…
-Και η ώρα πέρασε, αρχίζει τώρα η τζάμπα υπερωρία και δεν βλέπω φίλεμα, φιλοδώρημα από αυτούς…
-Πολύ ντεβεκέλιδες μου μοιάζουν!…
-Φοβάμαι μη τους πληρώσουμε και τους καφέδες!…
-Και σε μένα η τράπεζα υπερωρίες δεν μου πληρώνει…
Εκεί υπήρχε αμφιβολία, και διαφωνία από όλους ως προς την αξία αυτού του αντικειμένου, και χρειάζεται ο δημόσιος εκτιμητής να το εκτιμήσει. Υπήρξε και πάλι διαφωνία από τους κληρονόμους και ήθελαν δικό τους εκτιμητή την αξία του να εκτιμήσει, καλό είναι, είπαν και συμφώνησαν να πάρουν και μία δεύτερη γνώμη.
Ο συμβολαιογράφος τους είπε πως υποχρεωτικά πρέπει να καταβάλουνε τα χρήματα την αμοιβή για τον δημόσιο, διαπιστευμένο, πραγματογνώμονα και αν θέλουν και δεύτερον και για τον δεύτερο, για να τους πληρώσει, από πριν, μόλις έρθουν προτού την γνώμη τους να ειπούν και πριν την έκθεσή τους, της πραγματογνωμοσύνης τους να κάνουν…
Μάζεψαν πάλι τα χρήματα με γκρίνια ρεφενέ.
Ο συμβολαιογράφος εκκάλεσε τους δύο εκτιμητές πραγματογνώμονες και μπήκαν στην αίθουσα για εκτίμηση ένας, ένας, χωριστά.
Κοίταξαν το αντικείμενο ο καθένας τους χωριστά, ανέκφραστοι, επιμελημένα, του μέτρησε τις διαστάσεις, την φωτεινότητα, με τα εργαλεία τα δικά τους, χωρίς να ρίξει ματιά σε κανέναν. Μετά από λίγο αποσύρθηκαν χωριστά όπως ήρθανε σε ένα μικρό γραφειάκι την έκθεσή τους να συντάξουν.
Η καρδιά σε όλους τους κληρονόμους κτύπαγε εκατό και βάλε κτύπους, λες και έτρεχαν όλοι τους σε μαραθώνιο. Ο χρόνος σταμάτησε, κώλυσε, δεν πέρναγε και τα λεπτά, τους φαινότανε χρόνια ,αιώνες... Τέλειωσε, ο πρώτος πραγματογνώμονας, την έκθεσή του την κλείνει, στο φάκελο την σφραγίζει και στον συμβολαιογράφο τηρώντας τον νόμο και τα τυπικά την παραδίνει, χαιρετά και φεύγει, το ίδιο κάνει και δεύτερος πραγματογνώμονας.
Ο συμβολαιογράφος, ο δικηγόρος και η γραμματέας παρόντες, κάλεσαν όλους τους κληρονόμους να παρίστανται τους φακέλους της πραγματογνωμοσύνης για να ανοίξουν και την έκθεση της εμπειροπραγματοσύνης του καθενός να διαβάσουν. Άνοιξε τον ένα φάκελο, και όλοι κοίταζαν με κομμένη την ανάσα. Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους και τέντωσαν τα αυτιά τους!
Ακούγεται βραχνή η φωνή του συμβολαιογράφου να λέει:
"Κρυσταλλικό πέτρωμα μεγέθους…. βάρους… υαλώδους ακανόνιστης πρισματικής συγκολλημένης μορφής, διαφόρων διαστάσεων και διάσπαρτων αποχρώσεων, η οποία δια κρούσεως πιθανώς θα θρυμματίζεται σαν το άλας. Υπάρχει διάσπαρτο εις τα βουνά της χώρας μας, άνευ καμίας οικονομικής αξίας και χρησιμότητας μέχρι σήμερον…"
Πάγωσε το αίμα όλων…
Ανοίγουν και το δεύτερο φάκελο και διαβάζει τα ίδια, με την διευκρίνιση, ότι: "ίσως χρήζει περαιτέρω διευκρινήσεως και χημικής έρευνας, από το ινστιτούτο μεταλλευτικών ερευνών…"
Ρωτήθηκαν όλοι οι κληρονόμοι αν επιθυμούν περαιτέρω έρευνα και κανένας τους δεν εκδήλωσε τέτοια επιθυμία, μόνο ύβρεις ξεστομίστηκαν αναθεματίσματα στον θείο το Προκόπη.
Άρχισαν να αποχωρούν φανερά ενοχλημένοι και εκνευρισμένοι.
Τα δύο ξαδέλφια που ευπρεπώς πρωτοκεράστηκαν σε σαλωνάτη, καναπεδάτη καφετέρια άρχισαν να μαλώνουν... Ο ένας, έριχνε τα φταιξίματα στον άλλον, που πρότεινε στον Προκόπη ευπρεπώς να τους κεράσει.
-Το είδες τι έκανες;...
-Τα είδες τι έκανες και τώρα είδες, αυτός τι έκανε;...
-Ευπρεπώς ήθελες το κέρασμα... Ευπρεπώς κεράστηκες!...
-Ευπρεπώς ξύπνησες το ραμουλιμέντο τον Προκόπη...
-Ευπρεπώς αυτός τα έφαγε τα τάλιρα και τώρα εμείς που περιμέναμε σε αυτά, βαράμε τον ταμπουρά...
-Πληρώνουμε και το άνοιγμα της διαθήκης...
Θέλαμε από τότε τα τάλιρα του Προκόπη, δεν μας έφταναν τα τάλαντα που μας έλεγε και τώρα πήραμε τον ανάμπακο…
"Τα στερνά νικάνε τα πρώτα!..."
-Πάμε να φύγουμε… Μη μας έχει χρεωμένους κιόλας…
Μη τα σκαλίζουμε άλλο…
Μη βρεθούνε τίποτα χαρτιά ότι του χρωστάμε από αυτά που μας έχει δοσμένα και πρέπει να τα δώσουμε σε εκκλησιές σε παππάδες τότε… δεν την γλιτώνεις!... Κάτσε και ξαγκίστρωνε!….
Καθίστε , καθίστε, δεν τελειώσαμε, ακούγεται η φωνή του συμβολαιογράφου.
-Δεν στα έλεγα: Τώρα θα ακούσεις την λυπητερή, λέει ο ένας, στον άλλον, και από εδώ δεν μπορούμε να ξεφύγουμε…
Πάγωσαν!
Έχουμε αυτό, και έδειξε το φάκελο.
Επήρε το φάκελο στα χέρια του, το γύρισε, γύρω, γύρω, να το δούν όλοι από όλες τις πλευρές και άρχισε να διαβάζει αυτό που έγραφε στην μία πλευρά.
"Να ανοιχτεί όταν τελειώσει η μοιρασιά!.."
-Αυτό το τηρήσαμε λέει ο συμβολαιογράφος.
–Μήπως έχουμε κάτι άλλο;
-Όχι λέει ο δικηγόρος νομικός.
-Να γραφτεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία κατά την επιθυμία του διαθέτη να υπογράψουν οι κληρονόμοι.
Ένας, ένας, σιωπηλός στενοχωρημένος, εκνευρισμένος, άλλα συγκρατημένος, ανυπόμονος, ελπίζοντας ότι ο φάκελος έχει τα σημαντικά τα κρυφά, πλησίασε και υπογράφει.
Υπόγραψαν όλοι.
Ένα χράτς ακούστηκε, και όλοι τους σιωπή.
Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους και τέντωσαν τα αυτιά τους και ενέτειναν την προσοχή τους, τίποτα στο τέλος να μη τους ξεφύγει.
Και συμβολαιογράφος με την κουρασμένη βραχνή φωνή, πιάνει την διπλωμένη την κόλλα το χαρτί, που βρήκε μέσα, την ξεδιπλώνει και τα γράμματα διαβάζει. Και να τι λέει η γραφή, επάνω, επάνω, για να το ακούσουν όλοι:
"Η πλεονεξία σας και η αχαριστία σας έτσι πρέπει, τώρα να πληρωθεί!..."
Ποιο κάτω γράφει:
"Προσπάθησα να σας δώσω, μόρφωση, γνώσεις για τάλαντα- ταλέντα!.. Αλλά εσείς, πετάξατε τα ταλέντα, και περιμένατε μόνο στα τάλιρα τα δικά μου"
" Όμως,και η αλεπού ευπρεπώς περίμενε!… στου κριαριού τα…. Λιόκια - Λαλάκια!.."
Ο συμβολαιογράφος είπε:
-Τέλειωσε η διαθήκη!..
Γιάννης Στ Βέργος {Γορτύνιος}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου