Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά,
Όσοι τον καιρό ξοδεύουν,
Και το μέλλον δε μετρούν,
Στα χαμένα τον γυρεύουν,
Σαν και πρώτα να τον βρουν.
Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά,
Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει,
Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει.
Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά,
Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.
Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχα
Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς,
Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί,
Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ.
Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ,
Μην αρνηθής να κάμης, σ' εμένα ένα καλό.
Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ,
Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ.
Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό
Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό.
Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιωθής,
Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς.
Πολύ καλα, αποκρίθη, μόν δεν παρανογώ,
Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ.
Γιατί, κυρ Μυρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή
Από το λάλημά μου, κι αυτή είναι η αφορμή.
Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό
Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό.
Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει,
Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει.
Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά,
Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.
Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχα
Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς,
Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί,
Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ.
Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ,
Μην αρνηθής να κάμης, σ' εμένα ένα καλό.
Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ,
Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ.
Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό
Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό.
Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιωθής,
Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς.
Πολύ καλα, αποκρίθη, μόν δεν παρανογώ,
Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ.
Γιατί, κυρ Μυρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή
Από το λάλημά μου, κι αυτή είναι η αφορμή.
Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό
Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό.
Όσοι τον καιρό ξοδεύουν,
Και το μέλλον δε μετρούν,
Στα χαμένα τον γυρεύουν,
Σαν και πρώτα να τον βρουν.
Επειδής φτερά βαστάει
Φεύγει, τρέχει σα νερό,
Κι' όποιος δεν τον κυνηγάει,
Χάνει πάντα τον τορό.
Φεύγει, τρέχει σα νερό,
Κι' όποιος δεν τον κυνηγάει,
Χάνει πάντα τον τορό.
Σύναζε νιος όσο μπορείς,
Γέροντας άνεσι να βρης.
Στα νιάτα σου αν οκνεύεις·
Γέρος κακά πορεύεις.
Γέροντας άνεσι να βρης.
Στα νιάτα σου αν οκνεύεις·
Γέρος κακά πορεύεις.
Και αν θα συγκρίνουμε την ζωή και την συμπεριφορά μεταξύ τους, στα δύο αυτά ζωάκια , τότε που κάποτε υπήρχε στον κόσμο ήθος αρετή, ήταν παιδαγωγική και χρήσιμη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως τώρα τι να ειπούμε;
Αν την μεταφέρουμε στην σημερινή κοινωνία των ανθρώπων και ειδικότερα στην κοινωνία και την οικονομική ζωή της χώρας μου νομίζω, ότι καλύτερα την πέρασε την ζωή του, ο τζίτζικας, παρά ο ταλαίπωρος ο μέρμηγκας, που όλο το χρόνο, ήταν, είναι ιδρωμένος και το χειμώνα κρυωμένος!... Πεινασμένος!...
Γιατί του την πέσανε τα λαμόγια, οι λήσταρχοι, οι και του πήρανε τον κόπο του και όλη την σοδειά του, για να ικανοποιήσουν τα καπρίτσια τους, τα γούστα της κοιλιάς τους….
Και ατιμώρητοι, ακόμα γλεντούν και τα μερμήγκια κοροϊδεύουν!...
Περιμένουν, καιροφυλακτούν, τον δεύτερον, τον τρίτο γύρο, τον κόπο του ιδρώτα των μερμηγκιών, ολάκαιρο να τους το αρπάξουν.
Ο Αίσωπος τώρα, τι θα λέει;;...