Δύο μικρό μανάδες
γειτόνισσες, ήσαν στο χωριό, που από μικρές είχαν μείνει ορφανές και
ρώταγε η μία, την άλλη, την συμβουλή της, την ορμήνια της, να πάρει.
Ήταν
κατοχή, πείνα, πίκρα, φτώχεια, φόβος και δυστυχία….
Και όμως, στην πείνα την
μεγάλη, δύο παιδιά, αγόρια, στην γειτονιά γεννήθηκαν!...
-Σαν τι του κάνεις Σταύραινα
του δικού σου του παιδιού, {του Γιάννη σου }που δεν βήχει, αρρώστια δεν
το πιάνει;...
Που το δικό μου { οΛιάκος μου} είναι όλο άρρωστο, από την μύτη την
αρπάζει…
-Αφουγκράσου Ντόραινα να σου ειπώ:
-Δεν το πλένω, δεν το λούζω, δεν το
μοσχοσαπουνίζω...
Ντόραινα, το
καταχείμωνο, στο μπεριάνι, στο αέρα, το παιδί, όταν φυσάει, δεν το αφήνω.
Αυτά τα γιατρικά σου
δίνω!…
Από την λέρα δεν πέθανε κανείς, από το κρύο, την πούντα, Ντόραινα στο λέω
δεν γλιτώνει…
Βάλε, πρώτα εσύ μυαλό και λογικέψου λίγο, αυτά που σου είπα άκου τα,
το παιδί σου {ο Λιάκος σου} για να μη βήχει!...
Τα παιδιά, το καταχείμωνο
χουχούδεμα θέλουνε, φαΐ, αυγό, ζητάνε!..
Και όχι μοσχοσάπουνο, φουμιά και ιδέα….
[Αυτός ο
διάλογος ήταν πραγματικός, το είπε η
Ντόραινα στην ανιψιά της, την Ουρανία του Αντριόπουλου, όταν έμαθε ότι πέθανε η
γειτόνισσα της η Σταύραινα. ]
Και την έκλαιγε.
Τώρα πέθανε κοντά στα εκατό της
και η Ντόραινα.
Ήσαν αγαπημένες!
Της ζωής βασανισμένες...
Ο Θεός
να τις συγχωρέσει, να είναι αναπαυμένες.
Γιάννης Στ Βέργος {Γορτύνιος}
06.12.12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου