Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Το ξύδι της Κάτσιαινας

Του Βαγγέλη Κ Χριστόπουλου
Αναδημοσίευση πηγή: Μυγδαλιά Αρκαδίας

Είχαν δικά τους αμπέλια σε δυο τρείς μεριές, κάτι μακρινάρια κοντά προς τα Κερπινιώτικα. Ήσαν νοικοκυραίοι άνθρωποι με τα όλα τους. Καλλιεργούσαν αμπέλια και χωράφια ακούραστα. Το κρασί το κουβάλαγαν στο κελάρι τους με μουστιές και το έριχναν στα μεγάλα βαγένια που ήσαν αράδα - αράδα στον δροσερό αυτό χώρο.
Είχαν ποτιστικά χτήματα στον κάμπο, χωράφια στην Περαμεριά, στο Διχαλωτό, στα Σελά, στην Καρέκη και αλλού.
Η Κάτσιαινα πηγαινοερχόταν σε όλες τις δουλειές, χωρίς να νοιώθει κούραση. Ήταν γεροδεμένη και ψηλή γυναίκα, όμορφη που μάγεψε τον Κάτσια-Ανάστο και την παντρεύτηκε για την ομορφιά της!
Ήταν αφοσιωμένη μάνα και λαχταρούσε να φροντίζει τα παιδιά της, όταν γυρνούσαν από το παιγνίδι στο σπίτι βρόμικα, με γδαρμένα πόδια και πληγές.
Σάματι είχε γεννήσει και λίγα; Δέκα τέσσερες γέννες έκανε! Μα και τα συγγενικά της παιδιά, παιδιά της τα ένοιωθε. Τις ίδιες ημέρες που γεννήθηκε η κόρη της η Ξιοξιώ, γεννήθηκαν η Θιοφάνη του Κούφη και η Μαριγώ του Σταμίρη. Τις βύζαινε και τις τρείς μαζί, γιατί οι μανάδες τους δεν είχαν γάλα.
Όπου έβλεπε άδικο, μάλωνε. Μόλογο έμεινε με το χαστούκι που έδωσε στον Μπαρούνοκώστα κοντά στον πλάτανο της εκκλησιάς. Η Σταμιροβαγγελιά ήταν ανιψιά της και είχε αφήσει τα πρόβατά της στο χωράφι του Μπαρούνη που ήταν πάνω στ’ αμπέλια, « Στη Μπαρουναίϊκη χούνη». Εκείνος θεώρησε καλό να την μαλώσει και ίσως να την χαστούκισε κιόλας . 
Η Κάτσιαινα τότε πήρε τον νόμο στα χέρια της και ανταπέδωσε το χαστούκι!.

Τη γριά Κάτσιαινα την θυμάμαι μια φορά που πήγα να πάρω ξύδι. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, όταν την χτύπησα, της έδωσα ένα ή δύο αυγά και με οδήγησε στο κελάρι.
Κατεβήκαμε τα έξι ή εφτά πελεκητά όμορφα σκαλιά, που υπάρχουν ακόμη σήμερα και με συγκινούν. Γέμισε το μπουκάλι με ξύδι και μου το έδωσε.
Ακόμη αυτή η δυνατή μυρουδιά του ξιδιού είναι στην μύτη μου και το δάκρυ στα μάτια μου. Δεν χρειάζεται όμως να θυμάμαι πολλά. Σήμερα που είδα το σπίτι τους, η θέα του, τα μαρτυράει όλα.
Είναι ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο πέτρινο σπίτι, με καλοδιατηρημένα πελεκητά αγκωνάρια, με συμμετρικές όμορφες καμάρες, πάνω στα πολλά παράθυρα και τις πόρτες. Στην δεξιά πλευρά στέκει ο φούρνος και περίπου στο κέντρο η πέτρινη σκάλα που οδηγεί στο κελάρι. Μέσα είναι απομεινάρια εκείνης της εποχής: βαγένια, κιούπια, στρίφλες, λάμπες πετρελαίου και λογής-λογής μόμιλα που προδίδουν την αξιοσύνη και νοικοκυροσύνη του γέρο Κάτσιου και της γριάς Κάτσιαινας.
Στο ανώγειο σπίτι, υπάρχουν κασόνια, μπαούλα ντυμένα με λαμαρίνες, όπως τα ‘φτιαχναν κείνη την εποχή, όλα τα σύνεργα του νοικοκυριού, σκαφίδια, λεβέτια, τραπέζια, πλαστήρια αργαλιός με όλα τα παρελκόμενα και ό,τι μπορείς να φανταστείς που σου φέρνουν στην μνήμη σου περασμένα μεγαλεία.

Δεν γράψαμε όμως τίποτα για τον γέρο Κάτσιο. Οι σκιτσογράφοι του χωριού μας στο μυαλό τους τον παρουσιάζουν κοντόχοντρο, με μαθηματικό κεφάλι, με το παντελόνι του ξέζωτο και πεσμένο λίγο κάτω από την μέση . Εξ ού και η έκφραση « Ζώσου ρε! που είσαι σαν τον Κάτσιο». Είχε φαρδιές πλάτες, μικρό μουστάκι έκφραστικό πρόσωπο. Ήταν δυναμικός , χορατατζής, πολύ έξυπνος και άριστος νοικοκύρης.

Ενδεικτικά αναφέρω τ’ αδέρφια του, που ήσαν: Ο Πατέρας του Παπίτσα, Πάνος, ο πατέρας του Κατσαφάνα, Γιώργης και ο παππούς του Σταθά, ο Νίκος.

Η Κάτσιαινα ήταν αδερφή του Γεροκομπόλη, του Κούφη και του Σταμίρη.
Ο Κάτσιος ήταν τετραπέρατος άνθρωπος, όπως είπαμε. Ασκούσε συγχρόνως πολλά επαγγέλματα. Είχε μαγαζί, τυροκομειό με τον Γόντικα από τα Μαγούλιανα , χασάπικο και ήταν συγχρόνως και μπαλωματής!.
Παράλληλα έκανε όλες τις αγροτικές και αμπελουργικές εργασίες!
Σε ένα παλιό βιβλίο οφειλετών του έγγραφε: Μπουρέκας, μια οκά κρέας από γουρούνα, μια φόλα στο παπούτσι κλπ. Ήταν αστείος, όπως είπαμε, ευχάριστος και καταφερτζής.

Όταν τα ‘φτιαναν να παντρευτεί η κόρη του η Ξιοξιώ με τον Κελεπούρη (Δήμο Πολυχρονόπουλο ξάδερφο του Σειρήνη), οι συμπέθεροι ζήταγαν πολλή προίκα. Τότε λοιπόν είπε στην γριά του:
__Γριά, άνοιξε τις πόρτες πλατιά- πλατιά να μη βαρέσουν οι συμπέθεροι που θα φύγουν…
Μιας και αναφέραμε μερικά από τ’ αδέρφια του, θα θυμίσω και μερικά από τα παιδιά τους όπως μου τα είπαν οι…. ληξίαρχοι.

Παιδιά τους ήσαν: η Ξιοξιώ {Αλεξάνδρα το βαφτιστικό της], που είναι και η μόνη που τη θυμάμαι πολύ καλά, η Γιωργιά, ο Γιώργης, ο Κώστας, Νίκος, Γιάννης, Μήτσιος………

Ξέφυγα όμως από τον αρχικό μου στόχο που είναι το ξύδι της γρια-Κάτσιαινας.
__Άστα γριά, μου φαίνεται το κρασί πήρε μυρουδιά! Σαν να ξινίζει λίγο!
__Πως έγινε γέρο; Τι έφταιξε;
__Ξέρω τι έφταιξε, μου κοίτα να πιάνεις κρασί για να πουλάς από το μεγάλο Βαγένι. Ότι γλυτώσουμε. Αν ξινίσει πολύ, θα χάσουμε διακόσιες πενήντα μπότσες κρασί!.
__Γέρο, δεν κατεβαίνουμε στο κελάρι να το δοκιμάσουμε; Μπορεί έτσι να σου φαίνεται από την έννοια σου.

Αυτό έκαναν. Δοκίμασαν και ξανά δοκίμασαν, μέχρι που πείσθηκαν ότι το κρασί είχε πάρει ελαφρά υπόξινη μυρουδιά. Ο γέρος δεν κόταγε να ενοχοποιήσει τη γριά, ότι άφησε τον πάνω πίρο ανοιχτό και στο κρασί μπήκε μέσα αέρας και ξίνισε!.
Ήταν ζόρικη η γριά ,δεν αστειευόταν.

Μετά από λίγο καιρό, αφού πουλήσανε και μισοτιμής μάλιστα πολύ κρασί και με το ξύλινο κατοσταρικάκι του κέρναγε αβέρτα τους κρασοπότες της εποχής του, μια ξινίλα είχε γεμίσει το υπόγειο!
__Γριά, έσπασε κει που δεν κράταγε! Πάει το κρασί, ξίνισε! της είπε.
__Γέρο, εσύ έχεις τις δικές σου δουλειές, του είπε σοβαρά – σοβαρά. Με το ξίδι και το κρασί δεν θέλω ν’ ανακατεύεσαι πλέον. Κοίτα το τυροκομειό σου, το μαγαζί και το χασάπικο και όπου μπορώ θα σε βοηθάω. Ο γέρο Κάτσιος, από τότε, με την υπόδειξη της γριάς του, φρόντιζε το μπακάλικο, να έχει εμπορεύματα και να μη χάνει την πελατεία. Πήγαινε στην Τρίπολη κάθε τόσο, με μια φοράδα Ντοριά που είχε, την φόρτωνε τα χρειαζούμενα και γύριζε.

Για τις ανάγκες του χασάπικου είχε και δικά του γουρούνια στο χωράφι του, στα Σελά. Βόσκανε χορτάρια και βελάνια και όταν μεγάλωναν τα έσφαζε και πούλαγε το κρέας. Με το τομάρι τους έκανε τα γουρνοτσάρουχα!...

Μια μέρα, γυρίζοντας ο γέρος της στο σπίτι, από κάποια δουλειά, του είπε τα νέα η γριά του.
__Γέρο, έμαθες τα νέα; Η κόρη της Τσίραινας γέννησε κοριτσάκι!.
__Και στέκεσαι ακόμα εδώ; Δεν πήγες στη λεχώνα;
__Με περιμένουν γέρο, να πάω να δώσω ορμήνιες. Όπου να ‘ναι βραδιάζει και άργησα να πα. Βλέπεις περίμενα την αφεντιά σου να έρθεις.
Έβαλε μια χούφτα μύγδαλα στην τσέπη της για φίλεμα και σε ένα τσακόνι έβαλε λίγο καθάριο αλεύρι και ένα μπουκαλάκι ξίδι, για να φτιάξουν στη λεχώνα τριφτιάδες, να ρουφήξει και να αναζουπήσει η γυναίκα. Σε τέτοια ήταν πρώτη. Όταν το μάθαινε, έτρεχε να βοηθήσει, να συνδράμει, να ορμηνέψει.
__Γριά, όλα φτούνα τ’ αλεύρια έβαλες;
__Μη μαλώνεις γέρο, τρείς καυκιές τριφτιάδες γίνονται, να φάει η λεχώνα να φέρει γάλα. Με τι να κάνει η γυναίκα γάλα, να βυζάξει το παιδί, ξέρεις;
__Ποια με τις τριφτιάδες θα κατεβάσει γάλα;
__Ου! Με τις τριφτιάδες σαν καταρράχτης θα φέρει γάλα.
Ήταν βράδυ που έφτασε στης Τσίραινας το σπίτι. Τα σπίτια τους δεν ήταν μακριά. Από τη δική της κατωγόπορτα έβλεπε την εμπατή και το πίσω μέρος του σπιτιού της Τσίραινας.
Χτύπησε την πόρτα, της άνοιξαν και την προσκάλεσαν να μπει μέσα. Μα κείνη ήξερε, με την δύση του ήλιου δεν μπαίνουν στο σπίτι της λεχώνας , να μην την πιάσουν, έξω από δω, αερικά και δαιμονικά και αρρωστήσει!
Ευχήθηκε στη θεια της λεχώνας, που της άνοιξε την πόρτα , «σιδεροκέφαλη και να ζήσει το κοριτσάκι». Έδωσε το αλεύρι και το ξύδι και δεν παρέλειψε να ορμηνέψει τη θεια, να πλύνει με λίγο ξύδι σε χλιαρό νερό το παιδάκι. Στην πόρτα ήρθε και η μάνα Τσίραινα και παρακαλούσε την γριά Κάτσιαινα να μπει μέσα.
__Έλα μέσα, μωρή. Δεν την πιάνει από σένα τίποτα.
__Κοίτα Κώσταινα, αν η κόρη σου κάνει πυρετό, βρέξε με ξίδι μια μπόλια και βάλ’ τηνε στο κούτελό της. Μια δυο φορές.. θα της φύγει ο πυρετός. Όλοι άκουγαν με εμπιστοσύνη τις οδηγίες και τα γιατρικά της.
Είναι τόσα που ξεχάστηκαν και άλλα που κοντεύουν να ξεχαστούν, με το πέρασμα του χρόνου! Το ξίδι της γριάς Κάτσιαινας καλά κρατάει . Έρχεται στη θύμησή μου κείνο το γιόμα. Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα.
__Σήκω παιδάκι μου, να πας στη γριά Κάτσιαινα. Να! πάρε κι ένα αυγό και το μισοκαδιάρικο μπουκάλι να φέρεις ξύδι, να ρίξουμε στις φακές να νοστιμίσουνε και να φάμε σαν φαμελιά που θα μαζευτούμε.

Η χρήση του ξυδιού και η ωφέλεια για την υγεία και την καθαριότητα, είχε πολυσυζητηθεί από την γριά Κάτσιαινα. Διαφήμιζε το ξύδι της σε όλες τις γειτονιές που ερχόταν να κουβεντιάσει με τις γυναίκες .
Ένα κόψιμο έπιασε την γρια Αντρίκαινα και κόντεψε να το κόψει το πέταλο, αν δεν ήταν η γριά Κάτσιαινα να της δώσει ένα ποτήρι νερό με ξίδι.
__Το ξίδι με έσωσε έλεγε και ξανάλεγε, στις γειτόνισσές της. Δεν είδατε οι φακές πως νοστιμίζουν και σ’ ανοίγει η όρεξη;
__Και ο πατσάς χωρίς ξύδι δεν γίνεται, και οι βορβοί ξύδι θέλουν, συμπλήρωσε η Γκαρλοπαναγιώτα, και συνέχισε: και του Χριστού ξύδι του δώκανε και στυλώθηκε η καρδούλα του.
__Όποιος θυμώνει, ξύδι της Κάτσιαινας θέλει, για να ξεθυμώσει, ξαναείπε η Αντρίκαινα, και όλες που ήσαν μαζεμένες γέλασαν.

Η ζήτηση ήταν πολύ μεγάλη, γιατί η γριά Κάτσιαινα δεν έλεγε μόνο όσα καλά ήξερε για το ξύδι, αλλά και όσα φανταζότανε. Έλεγε το ξύδι, σκοτώνει τα μικρόβια, απολυμένη τα κάθηκα του τυροκομειού, γυαλίζει τα λεβέτια, τα τετζέρια. Ακόμα παρότρυνε τις γυναίκες να ξεβγάζουν το κεφάλι τους με νερόξιδο να φωτήσει και να ψοφήσουν οι ψείρες και οι κονίδες. «Γυναίκες, βάλτε ξύδι παντού αν θέλετε να έχετε καθαριότητα και απολύμανση».
Στην πλατεία τις απογευματινές ώρες, πέρα δώθε σουλατσάριζαν καμαρωτοί οι άνδρες του χωριού. Ο ένας πείραζε τον άλλον, χασκογελούσαν, κουβέντιαζαν και έλυναν τα προβλήματα που είχαν.
Το κύριο θέμα τους ήταν οι αγροζημιές. Τίνος πρόβατα ή γίδια μπήκαν στα σπαρτά, στα αμποδεμένα λιβάδια. Ποια μέρα ήταν δικάσιμος, πόσοι οι κατηγορούμενοι, ποίοι ήσαν μάρτυρες, πόσο αυστηρός ήταν ο Ειρηνοδίκης και πόσοι προβλέπεται αυτή την φορά να δικαστούν…..
Άκουγες καυγάδες, μαλώματα, βρισιές και θυμούς πολλούς, προς ευχαρίστηση άλλων….
__Μη θυμώνεις που στα λέω στα ίσια! έλεγε ο Πίκουλας στο Ντίνο. Θα με κάνεις να θυμώσω κι εγώ περισσότερο. Τα πρόβατά σου μου κάνανε ζημιά. Θα πας κατηγορούμενος!.

Η γριά Κάτσιαινα έβαζε στο μικρό τσουκαλάκι της ξύδι και ανέβαινε τακτικά στον πλάτανο, που είναι μπροστά στου παπα-Πάνου το σπίτι. Ειδικότερα όταν υπήρχε κόσμος στην πλατεία.
Ακούμπαγε το τσουκάλι κατάχαμα και από το τραστιούλι της, που είχε στο ώμο, έβγαζε το ξύλινο κατοσταρικάκι.
Την πρώτη φορά που την είδαν με τα συμπράγκαλά της, παραξενεύτηκαν και τη ρώτησαν:
__Ξύδι πουλάς ευτού θεια;
__Όχι παιδάκι μου, απαντούσε. Το δίνω τζάπα σ΄αυτούς που θυμώνουν και μαλώνουν.

Δεν τόλμαγαν να μαλώσουν , ούτε και να θυμώσουν . Τα πειράγματα και τα γέλια ήταν πιο δυνατά. Η ίδια διαφήμιζε το ξίδι της και σταμάταγε τους καυγάδες στην γέννησή τους. Μα και όποιος θύμωνε του έδιναν το κατοστάρι με ξίδι να ξεθυμώσει.
Ο Τσίρος ο Κώστας με τον Κουγιοθανάση βολτάριζαν στην πλατεία του χωριού. Ο ξιδιασμένος αέρας από τα υπόγεια του Κατσιου,ανέβαινε τον ανήφορο και τους γέμιζε τα ρουθούνια.
__Από της κυρά Ελένης το κατώϊ έρχεται η μυρουδιά, είπε ο Κουγιοθανάσης.
__Δεν τα ‘μαθες τα νέα Θανάση; του είπε ο Κώστας. Το μισό βαγένι με το ξύδι της Κάτσιαινας χύθηκε στο κατώϊ. Άκουσα το πρωί που μάλωνε με το γέρο της.
__Γι αυτό Κώστα, την είδα ξύδι και φαρμάκι που πέρασε φορτωμένη με το βαρέλι για τη βρύση. Ούτε καλημέρα δεν είπε.
__Η γριά, Θανάση, είπε ο Τσίρος, είναι διαβολογυναίκα, καντήρισσα. Θα φτιάξει άλλο ξύδι και θα αντικαταστήσει αυτό που χύθηκε. Δεν μένει αυτή χωρίς ξίδι.
__Γέρο, ξεκούτης είσαι μπήτι; Έλεγε στον άντρα της. Ευτυχώς που πρόλαβα το κακό. Θα χυνότανε όλο το ξίδι από το βαγένι. Δεν προσέχεις , το μυαλό σου δεν ξέρω που είναι.
__Δεν το κατάλαβα, γριά. Ήφερε, να βάλω μια φόλα στο παπούτσι της, η Μαριόλω. Ήταν τα δάχτυλά της όξω απ’ το παπούτσι και ξεχάστηκα. Αυτό ήταν όλο.
__Βόηθα γέρο, τώρα να πιάσουμε κρασί , να το ρίξουμε στο ξιδοβάγενο. Έχει μπόλικη πυτιά μέσα και σε πεντέξι ημέρες θα έχει γίνει το φρέσκο ξύδι.
__Έχει μείνει μέσα αρκετό ξύδι και με τη λάσπη που έχει μέσα το βαγένι, σύντομα θα έχουμε ξύδι.
__Πιστεύω γέρο, σε μια βδομάδα να πουλάμε πάλε ξίδι και να μην μείνει ο κόσμος έτσι. Αυτό το ξίδι θα είναι πιο δυνατό.
Πράγματι δεν είχε άδικο. Σε δυο βδομάδες γέμισε ο χώρος μεθυστική μυρωδιά.
__Ποια γριά, θύμωσες με το λάθος που έκανα και χύθηκε το ξίδι;
__Να σου ειπώ την αλήθεια γέρο, θύμωσα, λίγο.
__Κι εγώ γριά, θύμωσα με τις κουβέντες που μου είπες. Προτείνω να πιούμε ξύδι να ξεθυμώσουμε και να θυμόμαστε το πάθημά μας. Είπαν και γέλασαν…

Κυριακή πρωί, μετά τη δεύτερη καμπάνα και πριν χτυπήσει η τρίτη, ο γέρο Κάτσιος περπάτησε την μικρή απόσταση από το σπίτι του προς την εκκλησία. Έκανε στάση έξω από την είσοδο για να ‘ρθει η πινογά του από τα σκαλιά και τον ανηφορικό δρόμο και εισήλθε εντός αυτής σταυροκοπούμενος.
Ασπάσθηκε την εικόνα της Παναγίας, έριξε στον δίσκο μια εικοσάρα και άναψε δυο κεριά. Ασπάσθηκε εκ νέου την εικόνα της Παναγίας μιας και ήταν άδειο το εικονοστάσι και πήγε στο αριστερό αναλόγιο να σιγοντάρει με την φωνή του τον ψάλτη .
Είπε δυο τρείς φορές μόνος του το «κύριε ελέησον» και μουρμούριζε βοηθώντας τον μπάρμπα Δήμο, τον ψάλτη. Δεν του επέτρεψε να ειπεί και τούτος κανένα τροπάριο. Την περασμένη Κυριακή που συνέψαλαν με τον μπάρμπα Δήμο, του έδωσε την ευκαιρία, αλλά ο γέρο Κάτσιος έχασε τον ειρμό του, ύψωσε την λεπτή φωνή του και προκάλεσε, κρυφά και φανερά, γέλωτες στο εκκλησίασμα.

Η γριά Κάτσιαινα, βλέποντας τα γέλια και τα πειράγματα των άλλων γυναικών, έκαμε παρατήρηση στην γριά Ασήμω, για τον εμπαιγμό που έκανε στον άντρα της.
Τη φοβέρισε μετά το τέλος της εκκλησίας να την καταχεριάσει.
Αυτή τη συζήτηση κάλυψε ο Παπα-Κώτσιος . Με τη δυνατή φωνή του, που έψαλε τον πεντηκοστό ψαλμό του Δαυίδ. «Έλέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου………….»
Από το θυμιατό, έβγαινε άφθονο θυμίαμα και κάλυψε με την μοσχοβολιά του το εκκλησίασμα.
Τότε συνέβη και τούτο:
Στο εκκλησίασμα ήταν και η μεγάλη κόρη της γριά- Ασήμως, η Μαριγώ. Εισέπνευσε μπόλικο θυμίαμα και με τις αναθυμιάσεις των κεριών, εζαλίσθη και ξάπλωσε κατά γης στο πέτρινο δάπεδο της εκκλησίας!.
__Ξύδι- ξύδι! φώναξε η γριά Ασήμω, που ήξερε τις ευεργετικές ιδιότητές του, να μυρισθεί και να συνέλθει από την ζάλη.
Δεν τόλμησε όμως να το ειπεί απ΄ ευθείας στη γριά Κάτσιαινα, που προηγουμένως περιέπαιζε τον άντρα της.
__Ο Θεός τιμώρησε την ξεδιάντροπιά σου, είπε η γριά Κάτσιαινα στρεφόμενη προς την γριά Ασήμω. Η κόρη σου όμως δεν φταίει σε τίποτε. Έλα μαζί μου, στο σπίτι, την προσκάλεσε, να πάρεις όσο ξύδι θέλεις.
Η γριά Ασήμω εύρε πιο εύλογο να καθίσει κοντά στην ζαλισμένη κόρη της και η γριά Κάτσιαινα, συνοδευόμενη από νεαρή κοπέλα, ήρθε στο κελάρι και έπιασε ξύδι σε μεγάλο μπουκάλι.
Ωστόσο, έως ότου οι δυο γυναίκες επιστρέψουν με το ξύδι, ο παπάς, έδωσε την πεντακοσάρα το κρασί, που έφερε η γριά Κάτσιαινα την προηγουμένη στην εκκλησία για την Θεία Μετάληψη.
Είχε πάρει και το κρασί ελαφρά υπόξινη γεύση και ίσως μετά την εντριβή να έκανε καλό στη Μαριγώ.
Οι δύο γυναίκες δεν άργησαν να επιστρέψουν στην εκκλησία καθ΄ ότι η απόσταση ήτο μικρότερη των εκατό μέτρων. Βρήκαν τη Μαριγώ με ανοικτά μάτια. Της έβαλαν την μπουκάλα στη μύτη και την προέτρεψαν να μυρισθεί. Με ένα κρασοπότηρο της έδωσαν να πιεί μια γουλιά και ελαφρά την έτριψαν στα χέρια και τον λαιμό έως ότου η Μαριγώ συνήλθε τελείως και ο παπα-Κώτσιος συνέχισε την Θεία Λειτουργία.
__Το ξύδι της Κάτσιαινας έσωσε το τσιουπί, έλεγαν οι γυναίκες . Όλες πρέπει να έχουμε στο σπίτι μας ένα μπουκάλι ξύδι. Είναι γιατρικό και όποια θυμώνει να παίρνει δυο κουταλιές ξίδι να συνέρχεται.

Οι δυο τρείς επόμενες ημέρες ήταν γιορτή για την Κάτσιαινα. Όλοι ζητούσαν ξύδι! Στα δυο μεγάλα βαρέλια με το ξύδι, ο πίρος άνοιγε συνέχεια, γέμιζε μια τέσσα και με το χωνί το μετακόμιζε στα μπουκάλια.
Ήταν περασμένες δέκα, όταν άκουσαν ρυθμικά και σιγανά το χτύπημα της πόρτας.
__Σήκω γριά, να ιδείς τι τρέχει. Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα.
__Γέρο, είδαν τις θαυματουργές ιδιότητες του ξιδιού με τον ντόρο που έγινε στην εκκλησιά και τρέχουν όλοι σαν παλαβοί. Το μεγάλο βαρέλι είναι κάτω από την μέση. Ο πάνω πίρος δεν βγάζει.
__Βιάσου γριά, να ιδείς ποιος είναι τέτοια ώρα!
Με το δεύτερο χτύπημα της πόρτας φώναξε από μέσα η γριά Κάτσιαινα.
__Ποιός είναι; Και κείνος απ΄ έξω , απλοήθηκε και είπε.
__Εγώ είμαι Ελένη, ο Τζιτζιοκώστας. Ήρθα για λίγο ξύδι μην τελειώσει κα μείνω ρέστος.
__Ποιά σένα θα αφήσω ρέστο; του είπε. Να έρθεις αύριο να σου δώσω όσο ξύδι θέλεις. Δεν μπορώ να κατέβω τις σκάλες βραδιάτικα στο υπόγειο. Έχει τελειώσει στη λάμπα το πετρέλαιο και θα πέσω να τσακιστώ.
__Όπως είναι καλά Ελένη, της είπε. Μόνο μη με ξεχάσεις . Να με έχεις υπόψη σου για αύριο

Ο Κάτσιανάστος άκουσε κι αυτός την στιχομυθία και όταν γύρισε κοντά του, είπε.
__Γριά, πρωί- πρωί να φέρεις δυο βαρέλια νερό από τη βρύση. Το ξύδι είναι δυνατό να το ρίξουμε μέσα ν’ αυγατίσει.
__Το γράμμα γέρο από ποιόν ήταν.
__Ξίδι θέλει ο έμπορας που ψωνίζουμε στην Τρίπολη.
__Γέρο, ξέρει, ότι με το ξύδι μας, αν είναι θυμωμένος και πιεί , ξεθυμώνει;

Ζήσανε αγαπημένοι σωρό χρόνια στο χωριό, οι δυο τους κολλημένοι στη γη των πατέρων τους. Και που να πάνε; Εδώ η ζωή τους ήταν γεμάτη δημιουργία, χαρά, λύπη, αγωνία, ξινίλα, ευτυχία. Πάνε πάνω από πενήντα πέντε χρόνια…… Ρε τι σου είναι ο κόσμος………….
B GIRAKAS

1 σχόλιο:

  1. Τι καλά θα ήταν, να ήταν και τώρα η θειά Κάτσιαινα με το ξύδι της το γιατρικό της που όλα τα πάθη, τα μίση και τις… αβλεψίες, του κόσμου, των πολιτικών μας να γιατρεύει!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή