Από μικρός φαινόταν ο Θανάσης, πως έχει την Θεία κλίση, το κάλεσμα του θεού να τον υπηρετήσει. Όταν σιγά, σιγά η γιαγιά του με το λαδικό στο χέρι πήγαινε να ανάψει στο εικονοστάσι της Παναγιάς, στο σπίτι το καντήλι, από κοντά και αυτός κούτσα, κούτσα πήγαινε με το λιβανιστήρι. Σαν άκουγε το ηλιοβασίλεμα να κτυπά της εκκλησιάς η καμπάνα.
Και σαν μεγάλωσε και τσάπωσε λιγάκι και πήγαινε στην εκκλησιά την Κυριακή να λειτουργηθεί, είδε εκεί του Άγιου το θυμιατήρι, με ευλάβεια και σέβας πολύ στην λειτουργιά ο παππάς να το κουνάει και από εκεί να βγαίνει ο καπνός πολύς, το θυμίαμα, λιβάνι μυρωδάτος, σύννεφο να τον περικυκλώνει και τότε του φάνηκε πως τον παππά, στα ουράνια τον σηκώνει.