Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Τραπεζιτικές θύμισες.
(Ιονική τράπεζα κατ/μα Χαροκόπου.)
Στο κατάστημα της Ιονικής τράπεζας της οδού Χαροκόπου Καλλιθέας  δ/ντής ήταν  ο συνάδελφος κ Αληγιάννης Μηνάς. Με τον αείμνηστο κ Αληγιάννης είμαστε γνωστοί, είχαμε κάνει μαζί στο τμήμα καταθέσεων στο κεντρικό κατάστημα, με δ/ντή  του κεντρικού καταστήματος το εξαίρετο άνθρωπο, τον αείμνηστο κ Αντώνη Πλωμαρίτη. 
Μόλις πήγα στο κατάστημα  με καλωσόρισε,  παρήγγειλε καφέ  να με κεράσει και μέχρι να έλθει ο καφές με σύστησε  στους συναδέλφους του καταστήματος, οι οποίοι, οι περισσότεροι μου ήταν άγνωστοι και με κανένας τους δεν έτυχε να είχαμε συνεργαστεί. Οι εκεί συνάδελφοι κατάλαβα ότι με χαιρέτησαν μουδιασμένοι, δεν ήξερα όμως  το γατί;…
Το τι συμβαίνει;…
Είχαν μάθει κιόλας, ότι ήμουνα αυστηρός στην δουλειά;… Και άνθρωπος απαιτήσεων;…
Πως τι συνέβη  και έγινε αυτό;…
Να ήταν
o ένας συνάδελφος, ας ειπώ ότι ήταν κακόκεφος, να είναι όμως οι περισσότεροι, κάτι συμβαίνει…
Τι όμως;… Τι;…

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Τραπεζιτικές θύμισες

Α Μέρος


Τραπεζιτικές θύμισες (Ιονική τράπεζα)12345


Γιάννης Στ Βέργος(gortynios.isv)
Παλαιότερος συνάδελφος ο Κώστας, καλώς υπάλληλος, έξυπνος με αναπτυγμένες, κοινωνικές τις δημόσιες σχέσεις.
Ανέβηκε σύντομα την ιεραρχία της τράπεζας και έγινε διευθυντής μεγάλων καταστημάτων.
Μικρός υπάλληλος ο Γιάννης, ξεκίνησε στην τράπεζα από νυχτοφύλακας στο δεύτερο υπόγειο της τράπεζας.
Τι φύλαγε;
Φύλαγε την νύχτα τα αρχεία, τα παραστατικά των εγγράφων των τραπεζικών συναλλαγών, μη πάθουν καμιά απρόβλεπτη ζημιά, φωτιά, βραχυκύκλωμα ρεύματος, πλημμύρα, απρόβλεπτη καταστροφή .Φύλαγε τα καλά τριπλοαμπαρωμένα θησαυροφυλάκια της τράπεζας, εκεί όπου φυλάσσονταν όλα τα αξιόγραφα της τράπεζας, τα αποθεματικά, τα ταμιακά διαθέσιμα, τα χρυσά, τα κειμήλια και ότι είχε ιδιαίτερη αξία. Τις θυρίδες ιδιωτών που φυλάσσονται χρυσαφικά, ασημικά και ότι για κάθε ιδιώτη αποτελεί και έχει χρηματική, ή συναισθηματική αξία.
Εκεί στο δεύτερο υπόγειο που ο αέρας και το φως ήταν λίγος- λιγοστός, λειψός και περίσσιο το σκοτάδι, το ημίφως, και πληθώρα από κατσαρίδες, παρόλα τα μέτρα απολύμανσης που ελάμβανε η τράπεζα. Εκεί φύλαγε την νύχτα ξάγρυπνος ο Γιάννης και ανά μισή ώρα περνούσε από τα σημεία με το ωρολόγιο στο χέρι, εκεί στα σημεία που ήταν αριθμημένα τα κλειδιά και με το κλειδί κλείδωνε το ωρολόγιο και αυτό κατέγραφε την ώρα που πέρασα και έκανα έλεγχο, από το κάθε σημείο και ότι ο χώρος ήταν σε απόλυτη ασφάλεια και τάξη.
Εκεί στο δεύτερο υπόγειο μου άρεσε, ήταν πολύ καλά για εμένα. Το χειμώνα είχε ικανοποιητική ζέστη και το καλοκαίρι ωραία δροσιά.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχανε τα κλιματιστικά, αραιά και που ήταν κανένας ανεμιστήρας και εκείνος σε γραφεία των μεγάλων διευθυντών.
Εκεί στα σκαλοπάτια της μαρμάρινης σκάλας καθόμουνα και διάβαζα, στον ενδιάμεσο κενό χρόνο τα μαθήματα της σχολής, της Ανωτάτης Εμπορικής. Το διάβασμα το έκανα κρυφά με επιφυλάξεις, φοβόμουνα, ήταν εν ώρα υπηρεσίας. Αλλά αν και ήταν απαγορευτικό για εμένα, ήταν θεραπευτικό και πολύ- πολύ ωφέλιμο.

Ο σκλάβος - (Δημοτικό τραγούδι, παραλογή)

Τρία καράβια ξέβγαιναν μέσα από την Πόλη
Τό 'να τραβάει για τ' Αϊβαλί και τ' άλλο για την Προύσσα.
Το τρίτο το μικρότερο πάει για το βεζίρη.
Κι ο σκλάβος αναστέναξε κι εστάθη το καράβι.



Κι ο καπετάνιος μίλησε κι ο καπετάνιος λέγει:
- Ποιος είναι π' αναστέναξε κι εστάθη το καράβι;
Αν είναι από τους δούλους μου, διπλό λουφέ να δώσω
κι αν είναι από τους σκλάβους μου, να τον ελευθερώσω.

- Εγώ 'μαι αυτός που δεν μπορώ και βαριαναστενάζω.
Τρεις μέρες ήμουν νιόγαμπρος, δώδεκα χρόνια σκλάβος
κι εψές είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν
παντρεύουν τη γυναίκα μου, μου παίρνουν την καλή μου.

- Είναι μακριά η πατρίδα σου, μακριά και το χωριό σου;
- Αν έχω άλογο καλό, πάω σ' είκοσι ώρες
κι αν έχω άλογο φτωχό, θέλω τριάντα ώρες.
- Εννιά 'λογα έχω στο παχνί, διάλεξε ποιο σ' αρέσει.
- Ποιο είναι αξιό και γρήγορο και πάει με τον αέρα;

Κανένα δεν τον δέχτηκε, κανένα δεν τον θέλει.
Μόνο ένας παλιόγριβας κρυφά τον κουβεντιάζει:
- ’Γω θα σε πάω, αφέντη μου, μα κοίταξε τί θέλω.
Βάλε τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά 'σημένια,
βάλε και την ταϊσιά τριπλή απ' ό,τι τώρα τρώω.

Στο δρόμο όπου πήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει
παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλεί και λέει:
- Θε μου, να βρω τη μάνα μου στη βρύση για να πλένει.
Πήγε και την αντάμωσε καθώς παρακαλούσε.

- Κυρά μου, καλημέρα σου.
- Καλώς τον ξένο που 'ρθε.
- Το τίνος γάμος γίνεται, το τίνος νύφη παίρνουν;
- Της ερημιάς, της Μπαρμπαριάς, του γιου μου του χαμένου.
- Κυρά μου, θα προκάνουμε τα στέφανα να ιδούμε;
- Αν δεν προκάν'ς τα στέφανα, στο δώρο θα προκάνεις.

Βιτσιά χτυπάει τ' άλογο, στο δώρο πάνω φτάνει.
Βρίσκει τη νύφ' που δώριζε κι αυτόν δεν τον δωρίζει.
- Σαν τί ζακόνι(1) έχετε, τον ξένο δε δωρίζ'τε;
Βγάζουν και τον δωρίζουνε.
Κερνάει την αρραβώνα τ'.

Πετάει η νύφ' το πέπλο της, πετάει και τα στολίδια.
- Πάψτε γύφτοι τα όργανα, πάψτε και τα νταούλια,
να δούμε ποιος με κέρασε τούτη την αρραβώνα.
- Εγώ 'μαι που στην κέρασα, εγώ σου τη δωρίζω
. - Σύρτε, παιδιά μ', στον τόπο σας, σύρτε και στο καλό σας.
Αυτός όπου με κέρασε τούτη την αρραβώνα
είναι ο πρώτος άντρας μου· αυτός είν' ο καλός μου.


Λεξιλόγιο: info (1) ζακόνι: Έθιμο, συνήθεια.