Η φωτιά στο τζάκι έκαιγε.
Σιγά- σιγά έτρωγε το κούτσουρο.
Πέφτει το κούτσουρο τριζοβολάει... Χιλιάδες σπίθες παντού πετάει... Σκορπάει...
Έτοιμες, αν ξεπεταχτούν, ξεφύγουν και αλλού, άλλες φωτιές να ανάψουν...
Τον παππού ξάφνιασε...
Ο παππούς ταραγμένος ξύπνησε αρπάζει στα χέρια του την μασιά να φτιάξει την φωτιά, το κούτσουρο να ισιώσει.
Μόνος του μονολογεί και ψιθυρίζοντας λέει:
-Αυτών, η κουβέντα τους δεν αλατίζει...
Το Βαγγέλιο, το Σύνταγμα και τον ποινικό τον νόμο, που είναι εδώ, στη θουρίδα, δεν τον έχουν διαβάσει. Καθόλου δεν το ανοίγουνε να ξεστραβωθούν, φοβούνται μη πάρουνε τα φύλλα της φυλλάδας του, τα γράμματα του, αέρα και τώρα χειμωνιάτικα παγώσει...
Στα τυφλά ψηφίζουν, τους νόμους, νυσταγμένοι σκουντουφλόντας, παίρνουν τις αποφάσεις.
Σιγά- σιγά έτρωγε το κούτσουρο.
Πέφτει το κούτσουρο τριζοβολάει... Χιλιάδες σπίθες παντού πετάει... Σκορπάει...
Έτοιμες, αν ξεπεταχτούν, ξεφύγουν και αλλού, άλλες φωτιές να ανάψουν...
Τον παππού ξάφνιασε...
Ο παππούς ταραγμένος ξύπνησε αρπάζει στα χέρια του την μασιά να φτιάξει την φωτιά, το κούτσουρο να ισιώσει.
Μόνος του μονολογεί και ψιθυρίζοντας λέει:
-Αυτών, η κουβέντα τους δεν αλατίζει...
Το Βαγγέλιο, το Σύνταγμα και τον ποινικό τον νόμο, που είναι εδώ, στη θουρίδα, δεν τον έχουν διαβάσει. Καθόλου δεν το ανοίγουνε να ξεστραβωθούν, φοβούνται μη πάρουνε τα φύλλα της φυλλάδας του, τα γράμματα του, αέρα και τώρα χειμωνιάτικα παγώσει...
Στα τυφλά ψηφίζουν, τους νόμους, νυσταγμένοι σκουντουφλόντας, παίρνουν τις αποφάσεις.