Στην Γορτυνία γύρισε ο
ξενιτεμένος, που είχε χρόνια πολλά στην ξενιτιά και επιθύμησε να πάει να δει τον τόπο του,
στο χωριού του, το πατρικό του σπίτι. Έφτασε στο τόπο του, από μακριά αντίκρισε το χωριό του!... Που στην ξενιτιά μακριά, επιθυμούσε και λαχτάραγε για να βρεθεί κοντά του, ανάμεσα σε αδέλφια, σε
ξαδέλφια, σε συγγενείς σε φίλους και
κουμπάρους…
Το δάκρυ της χαράς, της λύτρωσης, κυλάει στα μαγουλά του…
Έφτασε!... Ξεπέζεψε…
Στην κατηφόρα που ροβόλαγε πεζός, στο
πατρικό του σπίτι για να πάει, συνάντησε κατάμεσίς του δρόμου μια γιαγιά, που
την θυμότανε νέα.
Την χαιρετάει, με καλοσύνη της μιλάει…
Και αυτή που αμέσως
τον γνώρισε, όμως σαν σε άγνωστο του απαντάει, του μιλάει….
-Καλωσόρισες ξένε
στον τόπο μας…
Ποιος είσαι εσύ του λόγου σου;…
Ντόπιος;..
Ξένος ή γνωστός;…
Περαστικός, ή διαβάτης;…
Κοντινός ή από
αλάργα;…
-Από εδώ είμαι και εγώ…