Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Γορτυνιακές μαστορικές κουβέντες

Κάποτε η Χώρα κυβερνιόταν από φωτισμένους χαρισματικούς Ηγέτες που σκοπός ήταν η ανεξαρτησία του Έθνους, η ασφάλεια της Πατρίδας, η πρόοδος της Χώρας και ευημερία του Λαού.
Έφτιαξαν αντάμα με τον Λαό στρατώνες, οργάνωσαν στρατό και σώματα ασφαλίας,Έφτιαξαν αγροτικά ιατρεία,ίδρυσαν δημόσια νοσοκομία
Έχτισαν σχολειά και έδιωξαν την αγραμματοσίνη, την αμάθεια. 
Ίδρυσαν πανεπιστήμια για τέχνες και επιστήμες...
Δωρεά παιδεία για όλους σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης...
Διότι είχαν κατανοήσει ότι, η παιδεία είναι πολλαπλασιαστικός παράγοντας όλων των συντελεστών της παραγωγής.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Μη μου γυρεύεις να με δεις

-- Από ‘να φίλο έμαθα - πως θέλεις να με ειδείςκαι ξάγρυπνος παρέμεινα - εχτές από βραδύς.--Πώς πήγες μόνη στο χωριό - μέρη αγαπημέναστις γειτονιές τριγύριζες - και ρώταγες για μένα.
-- Από το στέκι πέρασες; - πές μου το πώς το είδες
είχε φυτρώσει χαμόμηλο - ή μήπως οι τσουκνίδες;
-- Τής μυγδαλιάς εχάϊδεψες - τα γέρικα τα κλώνια
και βάλθηκες και μέτρησες - πόσα περάσαν χρόνια.

-- Θυμάμαι, πέφτω μου ‘λεγες - τι όμορφα γελούσες
πάντα κοντά μου ‘ρχόσουνα - στα μάτια με κοιτούσες.
-- Στην εκκλησιά έβαλες κερί - σε Άγιο Λιά κι Αγιάννη
τα χρόνια ξαναμέτρησες - κι είπες Θεέ μου φτάνει.

-- Για το Σχολειό εξέχασα - αλήθεια να ρωτήσω
επήγες κι είδες την γωνιά - εκεί στον τοίχο πίσω;
-- Στο πανηγύρι χόρεψες - σου κράτησαν το χέρι
μα το μυαλό σου ήταν σ’ εμέ - το παιδικό σου ταίρι.

-- Στον επιτάφιο έφερνες - θυμάμαι τα λουλούδια
και νόμιζα πως γύρω σου - πετούνε αγγελούδια.
-- Το όνομά μου, σε μια πόρτα - είχα τότε εγώ γραμμένο
κι εσυμπλήρωσες δύο λόγια - πάντα θα σε περιμένω.

-- Μου ‘φερες τόσες θύμησες - χαρά μαζί και λύπη
της νιότης μας της όμορφης - το πρώτο καρδιοχτύπι.
-- Για λίγο μας θυμήθηκα - πιασμένους χέρι-χέρι
έμοιαζες συ σαν άνοιξη - κι εγώ σαν καλοκαίρι.

-- Τι ήθελες και ξύπναγες - κουτή τις αναμνήσεις;
δεν ήτανε καλλίτερα - μαζί μ’ αυτές να ζήσεις;
-- Ξέχνα το το παιδόπουλο - που παίζατε στ’ αλώνια
μεγάλωσε και φόρεσε - αντρίκια παντελόνια.

-- Μη μου γυρεύεις να με ειδείς - κάνε μου αυτή τη χάρη
ξέχασ’ αυτό που ήξερες - το νέο παλικάρι.
-- Μη μου γυρεύεις να με ειδείς - πέρασαν τόσα χρόνια
κουράστηκα απ’ τις βροχές - και της ζωής τα χιόνια.

-- Έσβησ’ η λάμψη των ματιών - και του κορμιού η σβελτάδα
ζυγώνει χειμώνας παγερός - και σβήνει η λιακάδα.
-- Εσύ, παρέμεινες παιδί - μώρ’ δεν θα μεγαλώσεις;
όπως και τότε έκανες - γλυκά να με μαλώσεις;

-- Μη μου γυρεύεις να με ειδείς - τώρα μην περιμένεις
δεν είμαι αυτός που ήξερες - γι’ αυτό μην επιμένεις.
-- Μείνε με την εικόνα μας - στις νιότης μας τη χάρη
αυτό θα κάνω και εγώ - αμυγδαλιάς κλωνάρι.
ΛΕΩΝ Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
(ποιητική συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ )