Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Η ζωή.

Τι νομίζεις πως είναι φίλε μου η ζωή;
Αγέρας είναι, με τις οσμές που φέρνει!...... 
Η ζωή είναι της μίας στιγμής η χαρά!... 
Η ελπίδα!... 
Είναι η ευτυχία, της μιας στιγμής η απόλαυση, της μιας στιγμής της χαράς, η γαλήνη!... 
Και ο αγέρας που ανασαίνεις!... 
Στην ζωή  μεγάλη σημασία έχουν οι μικρό απολαύσεις, που παίρνεις και που δίνεις…
Η αγάπη, η ψυχική χαρά, η ηρεμία του νου, της σκέψης η γαλήνη!...
Μπορείς αυτές τις χαρές, να τις χαρείς, μπορείς αυτές να τις απολαύσεις; 
Μπορείς αυτές να τις χορτάσεις;  
Τις μεγάλες, μη τις επιδιώκεις, μη τις καρτερείς, αυτές ποτέ δεν θα ερθούνε…  
Τις τρανές, ποτέ δεν θα τις φτάσεις!… 
Στο τέλος της ζωής, τίποτα δεν μένει, [από δόξα, ομορφιά, τιμές και πλούτοι] μόνο οι μικρό αναμνήσεις!... 
Των μικρών... των πολύ μικρών πραγμάτων… 
Το ηλιοβασίλεμα που το αγναντεύεις!...  
Το ένα ποτήρι με κρασί!... {μόνος ή με φίλο} 
Και αυτό, να είναι μισό αδειανό!.. άδειο!... 
Άδειασε, τέλειωσε, το κρασί!... 
Έμεινε το ποτήρι!... 
Σταμάτησε και ο αγέρας!.....
Τέλος… _ _ _!!!  
Τι είναι;… 
Ανάμνηση αυτών, των άλλων!…  
Και… Αν!… 
Με τις οσμές, στο πέρασμα της που αφήνει!...

Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος} 
25.09.2012

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Το παράπονο

Σε μια μικρή αυλήτσα  καθότανε σκεφτική, καθότανε  συλλογισμένη, ανήμπορη, μια γιαγιά, μεγάλη, εκατό χρονών κοντεύει. 
Μονολογούσε και συχνά- πυκνά έκλαιγε, για τα βάσανά της. 
Παραπονιόταν και έλεγε, πως πολύ καλά δεν βλέπει. 
Δεν βλέπει, δεν μπορεί, από μόνη της να μπουρλιάσει την βελόνα της, να κάνει την δουλειά της!... 
Όλο γκρίνιαζε και παραπονιόταν, πως κοντύνανε τα πόδια της, στην δρασκελιά της  δυσκολεύεται, σούρνοντας τα πόδια της τα πάει. 
Όλα αυτά τα έλεγε, όχι για τίποτε άλλο, για να την λυπηθούν, για να την προσέξουν, να την βοηθήσουν,  για να την περιποιηθούνε... 
Όχι!... 
Τα τέτοια δεν τα ήθελε, καμώματα  τέτοια  τα σιχαινότανε, δεν πέρναγαν  από το νου της, δεν τα κάνει. 
Προσπαθούσε από μόνη της να κάνει τις δουλείτσες της, να μη φέρνει σε δυσκολία, σε βαρυγκώμια κανέναν. Μόνη της βαρυγκώμαγε και αγανακτούσε, που έγινε, όπως έγινε… 
Έλεγε, πως έγινε παράλυτη, μπαχαλή, άχρηστη, ανώφελη, που τώρα δεν μπορεί να δουλέψει, το ψωμί της για να βγάλει!…
Για αυτό παραπονιότανε και είχε μεγάλη στενοχώρια, γκρίνια…  
Και έλεγε: "Το ψωμί που τρώγω, τώρα πια, δεν το βγάζω!..."

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Ευπρεπώς...


Σκληρά δούλευε από τα νιάτα του ο Προκόπης. 
Από μικρό παιδί έκανε πολλές δουλειές και είχε μάθει, στην λιτότητα, στην αυτάρκεια, στην σκληραγωγία. Έμαθε και στο σχολειό του χωριού του  τα λίγα,  λιγοστά, τα φτωχά   γραμματάκια, γραφή και ανάγνωση. Από την αριθμητική έμαθε τις τέσσερις τις πράξεις, που αυτές, τις έμαθε τόσο πολύ καλά, και σε όλη την ζωή του, καλά να τις χρησιμοποιεί, πουθενά  σε αυτές, να μη λαθεύει. 
Όλες τις δοσοληψίες του καλά να υπολογίζει. 
Την ζωή του με τον διαβήτη μέτραγε, ήταν σε όλα του μετρημένος,  και με την αριθμητική καλά λογαριασμένος. Από όσα, έβγαζε, κέρδιζε από τον κόπο του κάθε ημέρα μόνο στην μεγάλη ανάγκη εξόδευε τα μισά, τα άλλα μισά τα έβαζε στην άκρη και όλο τα μάζευε και τα σιγούρευε καλά σαν τον μερμήγκι για την άσχημη, όπως έλεγε την κακιά την ώρα, την ώρα της ανημποριάς, την ώρα της ανάγκης… 
Για να αποκτήσει περισσότερα πλούτη και περιουσία, επήγε και ρογιάστηκε στην θάλασσα και ταξίδεψε στα  καράβια… Οικογένεια δεν απέκτησε. Aπό την μια μεριά, τον πλάνεψε η θάλασσα, από την άλλη, τον έπνιγε η φτώχεια, οι υποχρεώσεις και το άλλο… 
Ποιο;  
Το περίσσιο φιλότιμο!...