Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Απειλή - Εκβιασμός...

Ο εκβιασμός είναι πράξη εξαναγκασμού που χρησιμοποιεί κυρίως την απειλή και την ψυχολογική πίεση, ακόμη και σωματική, για την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων. Συνήθως παράτυπων, παρανόμων,(ενεργειών και πράξεων), προς εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων... Κανένας δεν απειλείται κανένας δεν εκβιάζεται, εάν δεν έχει λερωμένο την φωλιά του. ... Εάν δεν τον έχουνε στο χέρι.... Και ειδικότερα δημόσιος υπάλληλος που κάνει τίμια την δουλειά του!... Ευτυχώς το Ελληνικό Σύνταγμα του προστατεύει την υπαλληλική του υπόσταση έκτός αν πέσει σε ποινικά παραπτώματα... Επομένως εκβιασμός και παρεμβάσεις στην άσκηση καθηκόντων δεν υπάρχει, εάν ο καθένας δεν το επιτρέψει.... Υπήρξα διευθυντής τράπεζας... Οι ευθύνες και παγίδες πολλές και οι προκλήσεις πάμπολλες.... Τιμή, ήθος, εργατικότητα, ακεραιότητα χαρακτήρα, αλώβητος, για να τις ξεπεράσεις .... Σε μια περίπτωση που ήταν να χορηγήσω ένα επιχειρηματικό δάνειο, το δάνειο εγκεκριμένο από το συμβούλιο του καταστήματος, έτοιμο να υπογραφούν οι συμβάσεις, να γίνει η εκταμίευση του. Για κάποιους προσωπικούς ΄λόγους, εκτάκτως απουσίασε ο υποδ/τής και προϊστάμενος του τμήματος δανείων, ο οποίος έπρεπε να συνυπογράψει την σύμβαση του δανείου... Καθυστερήσαμε για λίγες ημέρες.... Τότε δέχτηκα τηλέφωνο από κάποιο τότε νομάρχη ( που ίσως έκανε τον νομάρχη). Του είπα: Κύριε νομάρχα αυτά που μου λές μου τα στέλνεις στο Φαξ. Δεν πιστεύω ούτε σε σας ούτε όπως λέτε είναι και επιθυμία και άλλων παραγόντων... Εγώ φαντάζουμε ότι είναι κάποιος που μου τηλεφωνεί απο το διπλανό περίπτερο.... Τώρα με την παρέμβασή σας στον φίλο σας επιχειρηματία του κάνατε ζημιά.... Εγώ θα εξετάσω πάλι αυτή την περίπτωση του δανείου μήπως έχω κάπου κάνει και λάθος...Όπως ήταν φυσικό δεν έκανε το λάθος να μου στείλει Φαξ.... Ο επιχειρηματίας άξιζε να πάρει δάνειο και του χορηγήσαμε και το εξόφλησε στην ώρα του... Εγώ στα τριάντα τρία (33) χρόνια υπηρεσίας μου τραπεζικός, δεν είχα, ή ένεκα του χαρακτήρα μου δεν επέτρεψα και κανένας δεν μου έκανε παράνομη παρέμβαση στην δουλειά μου..... Όσοι εκβιάζονται νομίζω πως το θέλουν.... Συμμετέχουν στον εκβιασμό τους... Εκβιασμός και υποχώρηση σε τέλεση παράνομης πράξης, μπορεί να υπάρξει δικαιολογία μόνο για να σώσει κάποιος την ζωή του παιδιού του και για τίποτε άλλο.... Όταν ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι ηθικός, και ολιγαρκείς, λιτοδίαιτος, δεν εκβιάζεται.... Δεν γίνεται υποχείριο κανενός... Δεν έχει φοβίες - εφιάλτες και κοιμάται ήρεμος σε τρία λεπτά!...

Γιάννης Στ. Βέργοςn (gortynios.isv ) Περιστέρι 28/2/2024

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Εκλογές τότε.... και ευτράπελα

 Εκλογές τότε... και ευτράπελα...

Η Χώρα τώρα έχει εισέλθει σε προεκλογική περίοδο.
Όμως, τι είναι και τι σημαίνουν εκλογές;
Εκλογές, είναι η ημέρα, η ώρα, η στιγμή, της ανάδειξης από τον λαό, των εκλεκτών, των αρίστων στο ήθος, στις γνώσεις, στην ικανότητα να ηγηθούν του λαού, της κοινωνίας.
Οι εκλογές είναι η σημαντικότερη στιγμή της ελεύθερης έκφρασης γνώμης και απόφασης του ατόμου, μιας οργανωμένης κοινωνίας.
Είναι η εκδήλωσης της ελευθερίας του ατόμου.
Είναι η ιερότερη στιγμή του ατόμου, διότι το άτομο αποφασίζει για τον εαυτόν του, και η απόφασή του έχει επιπτώσεις και στους άλλους, για το σήμερα και το αύριο… Για το μέλλον τους…
Αποφασίζει για το θεμέλιο λίθο της ζωής της δικής του και των επερχόμενων γενεών!..
Η ημέρα των εκλογών είναι η μεγαλύτερη γιορτή της δημοκρατίας!..
Είναι η δημοκρατία, της δημοκρατίας!...
Είναι η ελεύθερη, ισχυρή, κραταιά έκφραση της επιθυμίας, της βούληση του ατόμου, της κοινωνίας, του λαού. Το πώς;… Θέλει να ζήσει.
Είναι η ημέρα της δυναμικής, ουσιαστικής εκδήλωσης της δύναμης, της έμπρακτης ισχυροποίησης και επιβολής του θέλω του λαού. Την ημέρα αυτή ο λαός ουσιαστικά βούλεται και αποφασίζει… Και η απόφασή του είναι συλλογική, ισχυρή και καθοριστική.
Είναι το όραμα, η επιθυμία, πως το άτομο θα ήθελε να κυβερνηθεί για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο και ποίοι θα ήθελε να είναι οι ηγέτες του, που κατά την κρίση του ατόμου, και της συνισταμένης της κρίσης των ατόμων της κοινωνίας, του λαού, είναι ικανοί να κυβερνήσουν, να οδηγήσουν το άτομο και κατ επέκταση την κοινωνία, το Κράτος, στην ευημερία, στην προκοπή.
Είναι η ημέρα της ελπίδας και της πραγματοποίησης των προσδοκιών.
Είναι η ημέρα της απόλυτης δημοκρατίας και κυριαρχίας του λαού!
Επομένως στην δημοκρατία, σε κάθε κοινωνία στην οποία υπάρχει ελεύθερη έκφραση και κρίση του λαού, δια την εκλογή των ηγετών του, ο λαός είναι υπεύθυνος για τους ηγέτες του.
Αν οι εκλεγμένοι ηγέτες του είναι οι κατάλληλοι, είναι οι καλοί, ή οι κακοί, οι ικανοί, ή οι ανίκανοι, οι τίμιοι, ή οι άτιμοι, οι εργατικοί, ή οι κηφήνες, οι κλέφτες, οι καταχραστές, τα λαμόγια.
Αν είναι οι αχάριστοι, οι εκμεταλλευτές...
Οι αχάριστοι της μεγίστης τιμής της εμπιστοσύνης του λαού.
Κατά τον λαό και οι ηγέτες του!...
Προσοχή λοιπόν, την ημέρα των εκλογών, να εκλέγουμε με περίσκεψη και σωφροσύνη τους άξιους, τους τίμιους, τους εργατικούς τους ικανούς, τους κατάλληλους και όχι τους λειψούς…
Για να ευοδωθούν οι προσδοκίες μας… Διότι μετά…
«Για ότι θα τραβάει το κορμί, η κεφαλή μας θα τα φταίει!...»
Υπάρχει στην δημοκρατία η συνυπευθυνότητα.
Το λάθος, η λάθος ψήφος, η λάθος απόφαση εκλογή του ενός έχει επιπτώσεις και στην ζωή του άλλου… Εάν ο λαός εξέλεξε τους ανίκανους, τους αχαμνούς, τους λειψούς, αχαμνά, λειψά θα είναι τα έργα τους, αχαμνές οι επιδιώξεις τους.
Λειψό θα είναι το παρόν και το μέλλον του ατόμου, της κοινωνίας, του λαού.
Ο λαός, η κοινωνία, το Κράτος, θα περιέλθει σε κατάσταση ένδειας και φτώχειας.
Η δημοκρατία την ημέρα των εκλογών μίλησε, μιλάει και φωναχτά λέει:
Μετά τις εκλογές η δημοκρατία από τα κλαψουρίσματα του λαού, δεν συγκινείται, παράπονα δεν θέλει!... Ότι του αξίζει του λαού στην δημοκρατία αυτό παίρνει και έχει…
Όλοι οφείλουν μετά υπακοή στην θέληση της πλειοψηφίας…
Η δημοκρατία δεν περιορίζει, δεν τιμωρεί, δεν φυλακίζει την σκέψη, την γνώμη, τις ιδέες, το φρόνημα!... Τιμωρεί και πρέπει να τιμωρεί αμείλικτα, τις θεσμοθετημένες δια νόμου βλαπτικές πράξεις. Ο μέγιστος ηθικός νόμος, κανόνας, της δημοκρατίας είναι η ελευθερία του ατόμου, η οποία ελευθερία σταματά, εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου ατόμου!..
Η περίοδος των εκλογών κατά κανόνα είναι περίοδος εντάσεως, διότι το κάθε κόμμα- παράταξη και το κάθε άτομο που θέλει να ηγηθεί, ο κάθε ένας, ανταγωνίζεται τον άλλον, προσπαθώντας να αποδείξει, να πείσει τον λαό, ότι αυτός είναι ο ικανότερος, ο άξιος, ο προκομμένος και αξίζει να ηγηθεί, πολύ περισσότερο από τον άλλον.
Η λελογισμένη, με ευπρέπεια υπερβολή στα λεγόμενα τους, είναι ανεκτή, ακόμα και από τον νόμο, που θεωρεί αυτές τις παρεκτροπές πολιτικά αδικήματα… Και τα αντιμετωπίζει αυτά με σχετική επιείκεια.

Η μεγαλοσύνη της ψυχής τους αποδεικνύεται την επομένη των εκλογών, εάν ο νικητής δεν έχει έπαρση και κομπασμό σαν τον φουσκωμένο γάλο, και αναγνωρίζει τις αξίες και το ήθος των αντιπάλων του και ο νικημένος, νηφάλιος, αναγνωρίζει και αποδέχεται την ήττα του και συγχαίρει τον αντίπαλό του για την νίκη του και αρκείται να υπηρετήσει την δημοκρατία, τον λαό, στην θέση και στις αρμοδιότητες που η δημοκρατία τον εξέλεξε και του ορίζει να υπηρετήσει.
Και όχι την επομένη, αμέσως να ερίζουν και να λένε:
-Βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα…
Ποιος τον έβαλε τον λύκο;…
Ο κυρίαρχος λαός!...
Και αν πράγματι ο λαός εξέλεξε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, για αυτό ποιος φταίει;...
Φταίνε οι πνευματικοί και οι πολιτικοί ηγέτες που δεν τον έχουν εκπαιδεύσει, δεν τον έχουν μορφώσει τον λαό και ίσως άθελά τους τον οδήγησαν στο στόμα του λύκου…
Φταίει η δημοκρατία…
Φταίει η παραπληροφόρησης
Φταίει η απαίδευτη δημοκρατία…
Και αν μετά υπάρχει ακόμα δημοκρατία, κάτι δεν θα πάει καλά… Σε λίγο, δεν θα υπάρχει…
Άφησε η ίδια η δημοκρατία την ποριά ανοιχτή και μπήκε στο μαντρί ο λύκος… [Οι κλέφτες, οι καταχραστές, οι λαοπλάνοι, τα λαμόγια.]
Από εκεί και μετά μαντέψετε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα…
Η καταστροφή…
Η καταστροφή της κοινωνίας, του Κράτους του λαού, του ατόμου…
Της δημοκρατίας…
Μόνο ο λύκος θα επιζήσει…

Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση από τον υπερβάλλον ζήλο, τον φανατισμό των οπαδών των κομμάτων, που τα ίδια τα κόμματα [κακώς] καλλιεργούν, δεν απολείπουν οι φασαρίες, μικρές, ή μεγάλες, οι διχόνοιες και οι ευτράπελες συμπεριφορές.
Την περίοδο της δεκαετίας του 1960 η χώρα μας είχε πολλές Εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Τότε το πολίτευμα της Χώρας ήταν, της βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση τότε του λαού και κυρίως των νέων ήταν μεγάλη.
[Οι τότε ηγέτες θεωρούσαν την μετανάστευση και το μεταναστευτικό συνάλλαγμα ευλογιά Θεού.]
Πλην όμως διατηρούσαν ακόμα τους δεσμούς με την ιδιαίτερη πατρίδα τους και δεν είχαν πάρει, δεν είχαν μεταναστεύσει και τα εκλογικά τους δικαιώματα.
Η καρδιά τους χτύπαγε ακόμα στην Πατρίδα, στο χωριό!...
Η περιοχή της Αρκαδίας και ειδικότερα της Γορτυνίας λόγω του άγονου του εδάφους, η μετανάστευση ήταν μεγαλύτερη από όλες τις άλλες περιοχές.
Όμως ακόμη μεγαλύτερη ήταν και είναι η αγάπη για την Πατρίδα, για το χωριό τους!..
Η επαφή των νέων με τους ανθρώπους των πόλεων, η συναναστροφή και η μόρφωσή τους επέφερε και την μεγαλύτερη διαφοροποίηση, αλλοίωση, διαμόρφωση, αλλαγή, των πολιτικών πεποιθήσεως και συνηθειών της περιοχής.
Οι νέοι που επέστρεφαν στα χωριά τους την ημέρα των εκλογών για να ασκήσουν τα εκλογικά τους καθήκοντα, περισσότερο επιθυμούσαν και να έρθουν σε επαφή με τους φίλους τους, τους συγγενείς τους να διασκεδάσουν και ήταν η μοναδική τους ευκαιρία, παρά να επηρεάσουν με τις διαφορετικές ιδέες τους την τοπική κοινωνία.
Είχαν τις ιδέες τους, την διαφορετική γνώμη, αλλά δεν ενδιαφέρονταν τόσο πολύ να την επιβάλλουν και στους άλλους, για να μη δημιουργούνται έριδες, διχόνοιες.
Αλλά η διαφορετικότητα τους, διαφοροποιούσε, αλλοίωνε το συνηθισμένο εκλογικό αποτέλεσμα… Επικρατούσε τότε περισσότερο το γέλιο και η ηρεμία.

Έτσι με ηρεμία και την ανοχή και της αστυνομίας στα περισσότερα χωριά της Γορτυνίας, αν και απαγορευόταν η οινοποσία στα μικρά ταβερνάκια των χωριών, την παραμονή και την ημέρα των εκλογών με την ανοχή, και όπως λέγεται, με την άδεια της αστυνομίας, γινόταν γλέντια και πανηγύρια… Χωρίς παρεκτροπές και φασαρίες…
Βέβαια τα πανό και οι αφισοκολλήσεις είχαν κάνει τις εμφανίσεις τους και ήσαν σε περίοπτες θέσεις, όσο πιο ψηλά γινόταν να είναι, στις κολόνες της ΔΕΗ.

Σε ένα χωριό της Γορτυνίας, ο μπάρμπα Προκόπης ήταν μόνιμος κάτοικος του χωριού και φυσικό ήταν να είναι λιγάκι περισσότερο τότε από τους άλλους βασιλικός.
Ήταν καλός άνθρωπος, αλλά πολύ ενεργός στα πολιτικά , ήξερε και λίγα γραμματάκια περισσότερα από τους άλλους, ήταν και στην εκκλησία ο δεξιός ψάλτης.
Για τίποτε άλλο δεν θύμωνε, ήταν καλοσυνάτος, παρά μόνο αν έλεγες κακιά κουβέντα για τον βασιλιά, αλλά δεν κράταγε κακία, ήταν ο θυμός της στιγμής...
Κανένας όμως δεν ξέρει πως είχε καταφέρει να βρει τα σανδάλια που χρησιμοποιούν οι υπάλληλοι της ΔΕΗ για να ανεβαίνουν στις ξύλινες κολώνες.
Από πολύ νωρίς είχε προμηθευτεί το κατάλληλο διαφημιστικό υλικό του κόμματος που συμπαθούσε και πρώτος, πρώτος, παρά τα πολλά χρόνια της ηλικίας του, ανέβηκε στις κολόνες και κόλλησε πάνω, πάνω, πολύ ψηλά, την εικόνα του βασιλέα, από κάτω έβαλε την εικόνα, αφίσα, του αρχηγού του κόμματος που συμπαθούσε και από κάτω την αφίσα του βουλευτή που υποστήριζε και συμπαθούσε.
Όλο τον άλλο καιρό ο μπάρμπα Προκόπης ήταν ήρεμος, καλοσυνάτος. Όμως την εβδομάδα πριν τις εκλογές άλλαζε χαρακτήρα, ήταν ανήσυχος, κινητικός… Όλη την μέρα από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, νύχτα, μέρα, με την μαγκούρα του στο χέρι, πήγαινε πέρα δώθε στην αγορά και επέβλεπε, οι φωτογραφίες, οι αφίσες, να είναι στην θέση τους, όπως τους πρέπει…

Ήθελε να κερδίσει η παράταξη που συμπαθούσε…
Μέχρι να έρθουν οι άλλοι, όπως τους έλεγε, τα πράγματα ήσαν στην θέση τους και υπήρχε ησυχία στο χωριό. Τον ξέρανε όλοι τον μπάρμπα Προκόπη και δεν του έλεγε τίποτα κανένας, δεν του έλεγαν πειραχτικό λόγο για να μη τον στενοχωρούν. Δεν του έλεγαν τίποτε το πειραχτικό για τα κομματικά και για τον βασιλιά, για να μη χολιάει και πιάνουν για το τίποτα διχόνοιες, έχθρες ....

Από μόνος του όμως τις ημέρες των εκλογών, φωναχτά έλεγε:
-Ο δρόμος καλός είναι αλλά δεν έπρεπε να γίνει…
Από τότε που έγινε ο δρόμος χάθηκε η ζωή στο χωριό....
Φρούστ, φρούστ, ένας, ένας, νέος μόλις τσαπώνει λίγο φεύγει και ερημώνει ο τόπος.
Δεν φτάνει που ρημάζει ο τόπος, όταν γυρίζουν πίσω, κάθε τόσο που έρχονται και κάθονται λίγο, δεν έρχονται άνθρωποι όπως έφυγαν, μου φαίνονται πως γυρίζουν αλλιώτικοι.
Χαλασμένοι, σαν το ξινισμένο γάλα…
Με τις ιδέες τους και την νοοτροπία τους, πάνε να χαλάσουν και εμάς τους άλλους….
Να, όπως ο Λευτέρης του Πανάγου... Καλό παιδί ήταν… Όταν ήταν εδώ χάμου…
Δεν γύριζε τα μάτια του να σε κοιτάξει.
Σεβαστικός ήταν, σαν την καλή κοπέλα.
Τώρα πιάστε τον… Δεν πέφτει σε αυλακιά.
Έχει ξεπεράσει όλους τους δικολάβους της περιοχής…
Έγινε του Άρειου Πάγου σου λέω… Του Αρείου!…
Όλα τα ξέρει αυτός…
Δεν βάζει γλώσσα μέσα του…
Μέχρι και του πατέρα του, του Πανάγου, του γύρισε τα μυαλά, που ο Πανάγος ήταν σταθερός, δικός μας, αγύριστο κεφάλι και τώρα τον χάσαμε…
Του το γύρισε…
Πάει και αυτός με τους άλλους….
Να, τι μας κάνει ο δρόμος και η πολύ συναναστροφή, το σύρε και έλα…
Το πέρα, δώθε…
Το αλισβερίσι, και τα λόγια, λόγια, γυρίζουν το ποτάμι…
Θεός να με συγχωρέσει, φεύγουν από εδώ καλοί άνθρωποι, Άγγελοι και γυρίζουν πίσω διάβολοι…
Τους μιλάς για τον βασιλέα και εκείνοι σε ακούνε χωρίς σεβασμό κανέναν.,,,
Σε κοιτάνε, μα δεν σε βλέπουν.,,,
Σε ακούνε και αν σε ακούνε, με τα χέρια στις τσέπες…
Έχουν σεβασμό;…
Δεν έχουν…
Το έχω παρατηρήσει, όταν πηγαίνουν στην εκκλησιά.
-Τι κάνουν;
-Να τι κάνουν…
Την ώρα, όταν ο παππάς με τους ψαλτάδες λένε, ψέλνουν το πολυχρόνιο….
«Πολυχρόνιο ποιήσε Κύριος ο Θεός…» Και από την ψαλμωδία σειόνται τα ουράνια, κουνιόνται όλοι οι πολυέλαιοι και είναι όλα τα καντήλια ανάμενα, που όλοι τότε πρέπει να σταυροκοπιόμαστε, να προσευχόμαστε με κατάνυξη, η προσευχή να πιάσει, για να είναι πολυχρονεμένος ο βασιλιάς μας και να καβαλάει το άλογο με τις μπότες του και τα σπιρούνια του,για να μας οδηγεί στην δόξα… Και αντί αυτοί από μέσα τους να ψιθυρίζουν το εμβατήριο του αετού ο γιος και να δακρύζουν, αυτοί κοιτάνε τα ψήλου, στον τρούλο ψηλά τον Παντοκράτορα....
Αδιάφορα… Αδιάφοροι…
Από το ψαλτήρι εγώ, τι νομίζουν ότι κάνω;…
Αυτούς παρατηρώ, τους βλέπω…
Τους ψαλμούς τους ξέρω απέξω…
Βλέπω…  βλέπω.... Δεν είμαι και στραβός…
Που όπως το πάνε αυτοί, με το μυαλό που έχουν, καμιά ώρα, θα πέσει και τρούλος με τον πολυέλαιο και τον Παντοκράτορα, να μας πλακώσει…
Γίνεται προκοπή έτσι;…
Αμ δεν γίνεται…
Κρατιέται Κράτος έτσι;…
Αμ δεν κρατιέται…
Υπάρχει, στέκει μελίσσι χωρίς βασίλισσα;…
Δεν στέκει… Δεν υπάρχει…
Και λαός χωρίς βασιλέα;…
Πολυχρονεμένος να είναι!…
Κρίμα τα γραμματάκια που μαθαίνουν….
Ούτε το Βασιλεύ Ουράνιε... αυτοί καταλαβαίνουν...
Και οι ουρανοί ακόμα έχουν βασιλιά….
Τον Μεγαλοδύναμο Θεό!…

Ήταν έμπειρος στα εκλογικά ο μπάρμπα Προκόπης, τα αποτελέσματα τα είχε βγάλει πριν καν γίνουν εκλογές, από την παραμονή το βράδυ, με τις κινήσεις του καθενός, το πως τσούγκριζε το ποτήρι του με το κρασί.
Σε όλες τις εκλογές ήταν ορισμένος εφορευτική επιτροπή, είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία. Έτσι και σε αυτή ήταν εφορευτική επιτροπή.
Στα καθήκοντά του ήταν συνεπής, στις συναλλαγές του ακριβοδίκαιος, ποτέ δεν ακούστηκαν λόγια και παράπονα. Και εκείνη την εκλογή είχαν έρθει πολλοί μετανάστες και το αποτέλεσμα θα ερχότανε ισοψηφία και δεν του άρεσε…
Φυσικά, οι φερτοί, όπως τους έλεγε, τους μετανάστες, τους ξενιτεμένους, έφεραν μαζί τους και τα υλικά της διαφήμισης, τις κατάλληλες αφίσες.
Και τις ανύψωσαν και αυτοί ο καθένας με την σειρά τους στις κολώνες της ΔΕΗ κάτω από τις αφίσες που είχε βάλει ο μπάρμπα Προκόπης.
Και να ήθελαν να τις βάλουν από πάνω δεν μπορούσαν να σκαρφαλώσουν τόσο ψηλά…
Αργά το βράδυ ο μπάρμπα Προκόπης έκανε την τελευταία βόλτα στην αγορά, επιθεώρησε τις κολώνες με τις αφίσες τις βρήκε όλες στην θέση τους εν τάξει όπως τους πρέπει και απεφάσισε να πάει στο σπίτι του να κοιμηθεί, να σηκωθεί πρωί, πρωί να είναι και στα ύψιστα καθήκοντά του προς την δημοκρατία, όπως έλεγε, παρών, εν τάξει…
Έτσι και έγινε.
Το πρωί ξύπνησε ενωρίς και έκανε μια βόλτα στην αγορά για επιθεώρηση και να μάθει της βραδιάς τα νέα. Κοιτάζει την κολόνα της ΔΕΗ που ήταν κοντά στο αστυνομικό τμήμα, και βγάζει μια φωνή απελπισίας.
-Πω πωωώ… συμφορά… Πω πώωώ… συμφορά… Κακό σημάδι…
Τρέχει και μπαίνει τρέχοντας, φωναχτά, στο αστυνομικό σταθμό.
-Κύριε αστυνόμε, κύριε αστυνόμε....
Απόψε έγινε κακό μεγάλο, του χύσανε το μάτι του, του χύσανε το μάτι του, το ματάκι του, το ματάκι του.... Τρέξε κύριε αστυνόμε, τρέξε να τους πιάσεις, του χύσανε το μάτι, τρέξε κύριε αστυνόμε να τους πιάσεις.

Ο αστυνόμος, σαστισμένος, αρπάζει το αυτόματο, το Τόμσον και την γεμιστήρα στο χέρι, φωνάζει τον μοναδικό χωροφύλακα που είχε και που αυτήν την ώρα ξενυχτισμένος είχε γλαριάσει σε ένα πολιοκαναπέ και κοιμόταν όπως ήταν ντυμένος με πλήρη εξάρτηση, γρήγορα να σηκωθεί να τον ακολουθήσει…
Ο αστυνόμος έβριζε:
-Τα τομάρια, σκοτωθήκανε… Τομάρια…  Τομάρια....
Νόμιζα πως είχα να κάνω με ανθρώπους...
Δεν έπρεπε να τους αφήσω να γλεντοκοπάνε, έπρεπε να κλείσω όλα τα μαγαζιά να ψοφήσουν της πείνας… Τα τομάρια…
Τώρα εμένα ποιος με σώζει;…
Ο μπάρμπα Προκόπης φώναζε κλαίγοντας:
-Το ματάκι του, το ματάκι του, πάει το ματάκι του, του το χύσανε…
Ο αστυνόμος εκεί που έτρεχε σταμάτησε και ρωτάει τον μπάρμπα Προκόπη…
-Σε ποιόν μπάρμπα χύσανε το μάτι και ποιος το έκανε αυτό;...
-Δεν ξέρω ποιος το έκανε, το μάτι, το ματάκι του το βλέπω χυμένο, που καλύτερα να χύνανε το δικό μου παρά αυτουνού του ανθρώπου…
-Σε ποιόν μπάρμπα;… Σε ποιόν;…
Λέγε, λέγε…
-Δεν βλέπεις και εσύ;…
Εκεί πάνω στην κολόνα, του, το χύσανε το ματάκι…
-Σε ποια κολόνα ρε μπάρμπα;…
-Να σε αυτή εδώ την κολόνα εκεί επάνω δεν βλέπεις;...
Του το χύσανε το μάτι του αρχηγού. Που καλύτερα να χύνανε το δικό μου…
Ο αστυνόμος δεν είχε συνέλθει ακόμα...
Κοιτάζει την κολόνα και του λέει:
-Εκεί είναι ο βασιλιάς μας, εκεί είναι όλοι… 
-Όμως, το ματάκι του αρχηγού δεν είναι εκεί, του το χύσανε, που να τους χυθούνε και τα δύο…
Εμπρός τώρα αμέσως να γίνουνε ανακρίσεις, να βρεθεί αυτός που έκανε το έγκλημα προτού αρχίσουν οι εκλογές και στηθούν οι κάλπες...
Από τις φωνές μαζεύτηκε κόσμος.
Ο αστυνόμος συνήλθε…
Τι να ειπεί;.. Και τι να κάνει;...
Λέει στον μπάρμπα Προκόπη.
-Μπάρμπα δεν έγινε και ζημιά μεγάλη, δεν έχεις καμιά άλλη στο σπίτι αφίσα του αρχηγού;
Εγώ θα ανεβώ να την κολλήσω…
-Οι αφίσες αστυνόμε, δεν είναι να φυλάνε το κασόνι, στο σπίτι, είναι για να κάνουνε δουλειά…
Να βρεις ποιος έκανε το έγκλημα… και έχυσε το μάτι του αρχηγού…
Αυτή είναι η δουλειά σου…
Κάποιος από τους ξενιτεμένους νεαρούς που είχαν έρθει, ανέβηκε στην κολόνα και έσκισε την αφίσα στο μάτι και το πέταξε κάτω....
Τότε παίρνει το λόγο ο φίλος του ο Παρασκευάς και του λέει:
-Μη κάνεις έτσι ρε Προκόπη, θα ψάξουμε να βρούμε το χυμένο μάτι να το βάλουμε στην θέση του… Έψαξαν και βρήκαν το χυμένο μάτι και ο αστυνόμος δεν άφησε κανέναν άλλον...
Τι να κάνει ο άνθρωπος;...
Ανέβηκε στην κολόνα και έκανε την εγχείριση της συγκόλλησης του ματιού του αρχηγού.

Οι εκλογές έγιναν με απόλυτη τάξη, ησυχία και διασκέδαση.
Το αποτέλεσμα ήταν ισοψηφία, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει, ο έμπειρος σε αυτά, ο μπάρμπα Προκόπης.
Από τότε και μετά σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, πολλά δάκρυα χύνονται στις κολώνες και πολλά ματάκια βλέπουμε χάμου, χυμένα…
Χωρίς να συγκινείται κανένας…
Και κανένας φιλότιμος χωροφύλακας δεν ανεβαίνει να τα συγκολλήσει…
Και καλά κάνει…
Αφού αυτοί, οι πολιτευόμενοι, οι πολιτικοί θέλουν τα μάτια τους να είναι χυμένα….
Δακρυσμένα…
Τι μας νοιάζει;…
Το μόνο που πρέπει όλους να μας νοιάζει είναι:
Να εκλέξουμε τον άριστον, τον ικανό, τον τίμιο, τον καλύτερον!...

Γιάννης Στ Βέργος {gortynios.isv}
12.04.2014

Σημ: Τα ονόματα δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, είναι φανταστικά, αναφέρονται χάριν της διήγησης.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Η πείνα...

Μικρός σαν ήμουνα και έβλεπα πως έβρεχε και χιόνιζε, χαιρόμουνα...
Και όμως η πείνα θέριζε..
Το χιόνι το έβλεπα και το νόμιζα για αλεύρι, ψωμί να γίνει και την καλή βροχή για καλό νερό  να ξεδιψάσει της Γης δέντρα, φυτά, ανθρώπους.
Της Φύσης τα αγρίμια...
Και από την Γη να γίνει προκοπή, σιτάρι, κρασί και λάδι. 
Και όμως πολύ μετά κατάλαβα πως το χιόνι έφερνε το ψωμί!...
Και η καλή βροχή, το κρασί, το λάδι!...
Όποιος δεν έχει πεινάσει, δεν έχει διψάσει, δεν καταλαβαίνει.
Δεν ξέρει τίποτα από την ζωή...
Την εποχή εκείνη, {κατοχή} όποιος είχε λίγα από αυτά σιτάρι καλαμπόκι, λάδι, τσιγαρίδα κλπ, ήταν άρχοντας, νοικοκύρης!...
Το λάδι στα χωριά της Γορτυνίας ήταν σπάνιο...
Δεν υπήρχε ούτε για να ανάψουν στην εκκλησιά της Παναγιάς το καντήλι...
Και εάν εξοικονομούσαν λίγο, το έριχναν στα λάχανα με το αδράχτι...
Υπήρχε συμφορά...
Πείνα...
Η πείνα μάτια δεν έχει και αν έχει δεν βλέπει....
Δεν πιστεύει σε Θεό, Άγιους δεν λιβανίζει...
Και ότι βρεθεί μπροστά της, καταβροχθίζει..

Γιάννης Στ Βέργος (gortynios.isv)
Περιστέρι 20/2/2024

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Το μετά-ή το τώρα?..

 Είναι μετάφραση , απο τα Γαλλικά

διαβάστε το είναι καταπληκτικό 🌹🙏❤️
Ωραίο κείμενο, πολύ όμορφο, πολύ αληθινό…. ! ✍️
Η μέρα μόλις ξεκίνησε και ... είναι έξι η ώρα το βράδυ.
Μόλις έφτασε τη Δευτέρα και είναι ήδη Παρασκευή.
... και ο μήνας έχει ήδη τελειώσει.
... και η χρονιά σχεδόν τελείωσε.
... και έχουν περάσει ήδη 40, 50 ή 60 χρόνια της ζωής μας.
... και συνειδητοποιούμε ότι χάσαμε τους γονείς μας, τους φίλους μας.
και συνειδητοποιούμε ότι είναι πολύ αργά για να επιστρέψουμε ...
Έτσι ... Παρά τα πάντα, ας προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τον χρόνο που έχουμε απομείνει ...
Ας μην σταματήσουμε να ψάχνουμε για δραστηριότητες που μας αρέσουν ...
Ας βάλουμε λίγο χρώμα στο γκρίζο μας ...
Χαμόγελο στα μικρά πράγματα της ζωής που βάζουν βάλσαμο στις καρδιές μας.
Και παρά τα πάντα, πρέπει να συνεχίσουμε να εκμεταλλευόμαστε αυτή τη φορά που έχουμε με ηρεμία. Ας προσπαθήσουμε να εξαλείψουμε το "μετά" ...
Το κάνω μετά ...
Θα πω μετά ...
Θα το σκεφτώ μετά ...
Αφήνουμε τα πάντα για αργότερα σαν το «μετά» να είναι δικό μας.
Επειδή αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι:
μετά, ο καφές κρυώνει ...
τότε οι προτεραιότητες αλλάζουν ...
μετά, η γοητεία είναι σπασμένη ...
μετά, η υγεία περνά ...
μετά, τα παιδιά μεγαλώνουν ...
μετά οι γονείς γερνούν ...
μετά, οι υποσχέσεις ξεχνιούνται ...
μετά, η μέρα γίνεται η νύχτα ...
μετά, η ζωή τελειώνει ...
Και μετά είναι συχνά πολύ αργά ...
Λοιπόν ... ας μην αφήσουμε τίποτα για αργότερα ...
Επειδή ενώ περιμένουμε αργότερα, μπορούμε να χάσουμε τις καλύτερες στιγμές,
τις καλύτερες εμπειρίες,
οι καλύτεροι φίλοι,
η καλύτερη οικογένεια ...
Η μέρα είναι σήμερα ... Η στιγμή είναι τώρα ...
Δεν είμαστε πλέον στην ηλικία όπου μπορούμε να αναβάλουμε για αύριο αυτό που πρέπει να γίνει αμέσως.

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

 Μη κατακρίνετε τους γονείς, αν και εσείς γονείς ακόμα δεν είστε....
Ο πατέρας και η μάννα τον αδύναμο στο σώμα και στο μυαλό παιδί,  προσέχουν και πιότερο αγαπάνε....
Και έτσι πρέπει να κάνουνε, τα αδέλφια να συμβαδίζουν, όλα τους στην προκοπή να πάνε..

Γιάννης Στ Βέργος (gortynios.isv)
Περιστέρι  17/2/2024

Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

Ετούτην την παραβολή είπε ο Κύριος τότε:
Ένας γονιός με δυο γυιούς - άξιος προκομμένος,
εζούσε βίο ήρεμο, - πολύ ευτυχισμένος.
Ώσπου μια μέρα ο μικρός, - απείθαρχος του λέει:
Πατέρα, δος ‘μου από το βιός σου - ότι κι αν μου ανήκει,
τι σ’ άλλον τόπο άγνωστο - θέλω να πα’ να ζήσω.
Κι εκείνος με βαρειά καρδιά - του κάνει το χατίρι.
Το μερδικό του του’ δωσε, - μα όχι την ευχή του,
κι ο γυιός, καβάλα στ’ άλογο, - πηγαίνει σε άλλα μέρη.
Κι εκεί όπου νυχτώθηκε, - διαλέγει για να ζήσει,
κι αρχίζει σπάταλη ζωή - να ζει στον ξένο τόπο.
Όλο το βιός του ξόδεψε, - και τα υπάρχοντά του,
όχι σε έργα αγαθά, - αλλά στην ασωτεία.
Μα να, σε λίγο έπεσε - στη χώρα δυστυχία
κι ο γυιός στερήθη το φαΐ, - και το ψωμί ακόμα.
Τρέχει και πάει στον άρχοντα, - πολύ ταπεινωμένος.
Πάρε με άρχοντα καλέ, - να σε υπηρετήσω,
μόνο φαΐ να μου ‘δινες - την πείνα μου να σβήσω.
Κι εκείνος τονε συμπονεί, - χοιροβοσκό τον παίρνει,
να βόσκει όλα του τα ζα, - εις τα λιβάδια πέρα,
να τρώει ξυλοκέρατα, - όπως και τα γουρούνια.
Και τότε πια νοστάλγησε, - το πατρικό του σπίτι,
και του ‘ρθε η επιθυμιά, - πίσω για να γυρίσει.
Και στον πατέρα κίνησε, - με μαύρο δάκρυ κλαίει:
Πατέρα είμαι άμυαλος, - ζητώ συγχώρεσή σου,
μα με τους δούλους βάλε με, - ψωμί να φα σαν κείνους,
το ξέρω πως σε πόνεσα, - κι εσένα και τη μάνα.
Και του πατέρα η καρδιά, - καθόλου δεν διστάζει
καλεί τους δούλους γύρω, - και αμέσως τους προστάζει:
Ετούτος δω είναι ο γυιός, - ο παραπλανημένος,
ο γυιός μου, που μου χάρισε, - πίκρα, τρανή περίσσεια.
Μα όμως είναι αίμα μου, - κι εγώ είμαι ο πατέρας,
να τον κακίσω δεν μπορώ, - ότι κι αν μου ‘χει κάνει.
Κι ευθύς αγκαλιαστήκανε, - και κλαίνε, κλαίνε, κλαίνε,
και εις τους δούλους έστρεψε, - και πάλι τους προστάζει:
Φέρτε του όλα τα καλά, - τα γιορτινά του ρούχα,
βάλτε τα δαχτυλίδια του, - κρεμάστε τα χρυσάφια,
και σφάχτε αμέσως τώρα δα, - το σητευτό μοσχάρι.
Φέρτε και όλα τα βιολιά, - και το χορό αρχίστε,
ο γυιός μου πίσω γύρισε, - πιότερο μυαλωμένος.
Κι αρχίζει ένα ξέφρενο, - γλέντι πολύ μεγάλο,
ίσια με που ο άλλος γυιός, - στην πόρτα ξεπροβάλλει.
Απ’ τους αγρούς εγύριζε, - με κούραση κι ιδρώτα
και σαν μαθαίνει τι έγινε, - δεν διάβαινε την πόρτα…
Και με περίσσεια την οργή, - ρωτάει τον πατέρα:
Γιατί πατέρα μου, γιατί, - μια τέτοια αδικία,
να κάνεις σε εμένανε, - που τόσα χρόνια τώρα,
σ’ υπηρετώ σε σέβομαι, - κι ότι μου λες το κάνω;
Γιατί σ’ αυτόν τον άσωτο, - τον σπάταλο αδελφό μου,
γιατί του χάρισες πολλά, - το σητευτό μοσχάρι;
κι εμένα δεν μου χάρισες, - ποτέ ούτε ένα κριάρι;
Και πάλι κλαίει ο γέροντος, - κι οι δυο είναι παιδιά του,
κάτι από μέσα του μιλά, - μιλάει και η καρδιά του,
σκληρός να γίνει δεν μπορεί, - κι ετούτος έχει δίκιο.
Τότε απλώνει του τα δυο, - τα μπράτσα και τον σφίγγει,
ευχές του δίνει άπειρες, - στα μάτια τον κοιτάζει,
και κράζει και τον άσωτο, - να ‘ρθει κοντά και τούτος.
Κι αγκαλιασμένοι και οι τρεις, - γίνονται ένα κουβάρι,
και κλαιν, και κλαιν όλοι μαζί, - και τότε βγήκ’ ο ήλιος.
ΛΕΩΝ. Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
( από τήν ποιητική μου συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ )

Γάμος- Συμβίωσης

 Δεν κρίνω την συμβίωση ανθρώπου μέ άνθρωπο, ομόφυλου, ή ετερόφυλου...
Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω, ο άνθρωπος δια νόμου να μπορεί να καταργήσει, ή να υποκαταστήσει, ή να αλλάξει τους Φυσικούς νόμους της Φύσης!....
Τους Φυσικούς νόμους,  το θαύμα ,της τεκνογονίας!.....
Τον γάμο!...
Ο γάμος είναι  η ψυχική, η πνευματική, η σωματική  συνένωση δύο ετερόφυλων ανθρώπων με σκοπό την μόνιμη συμβίωση, με απώτερη επιδίωξη μέσω του σέξ την σωματική και ψυχική απόλαυση της χαράς και ικανοποίησης , εις την εκπλήρωση της Φυσικής αποστολής του, της τεκνοποίησης....
Την συνέχιση της  ύπαρξης ανθρώπινης ζωής στην Φύση!...
Η σεξουαλική ικανοποίηση ομοφύλων είναι συντροφικότητα συμβίωσης,  ίσως σέξ.... και  ικανοποίηση... Δεν είναι γάμος....Διότι δεν παράγει προϊόν,  αποτέλεσμα, που είναι η τεκνοποίηση....

Γιάννης Στ Βέργος (grtynios.isv)
Περιστέρι 17/2/2024

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Παράκληση...

Θεέ μου!...Θεέ μου!...
 Βρέξε Θεέ μου χιόνισε... Το χιόνι κάνε το αλεύρι... Το αλεύρι κάνε το ψωμί!... Και την βροχή καλό νερό!... Να πιούν, να ξεδιψάσουν, να δροσιστούν... Άνθρωποι!..., Άγρια θεριά!.., Δέντρα πουλιά!..., Φυτά και όρνεα!... Της Πλάσης Σου τα ζούδια!... Και το νερό κάνε το κρασί!.. Και λάδι!... Την πείνα του κόσμου να στομώσει.... Να χορτάσει!... Γιάννης Στ Βέργος (gortynios.isv) Περιστέρι 16/2/2ο24

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Ο Νικηταράς

 Αυτόs που στη μάχη στα Δερβενακια έσπασε 3 σπαθιά πολεμώνταs και το τέταρτο δεν μπορούσαν να το ξεκολήσουν απο το χέρι του -καθώs είχε πάθει αγκίλωση-.

Αυτόs που αρνήθηκε να του προσφερθούν μέροs των λαφύρων (απο τη μάχη τηs Τρίποληs) και μετά απο πιέσειs δέχτηκε μόνο ένα σπαθί(το οποίο και πρόσφερε για τον έρανο στη πολιορκία του Μεσολογγίου).
Αυτόs που σαν τον ρωτάγανε τι θέλει να του προσφέρουν για τουs αγώνεs του '' αξιώματα,λάφυρα,χρήματα'',απαντούσε ''τίποτα,μόνο να δώ τη πατρίδα μου λεύτερη''.
Αυτόs που το 1839 μπήκε στη φυλακή -κατηγορούμενοs ωs αντιπολιτευόμενοs τον Όθωνα(ωs πρόεδροs τηs φιλορωσικήs Φιλορθοδόξου Εταιρείαs)-,αθωώθηκε το 1840 ,αλλά παρέμεινε στην ανηλιαγη και υγρη φυλακή τηs Αίγιναs για άλλο ένα χρόνο χωρίs κατηγορίεs ,αλλά για να εξασφαλιστεί η Βαυαρική μαs ευωχία.
Αυτόs που σαν βγήκε απο τη φυλακή και τον είδε η κόρη του μέσα στη ''κόκκινη ενδυμασία του''-απο τα βασανιστήρια των δεσμοφυλάκων του-τηs σάλεψε το μυαλό και αποτρελάθηκε.
Αυτόs που τυφλωμένοs απο διαβήτη και έχονταs χάσει τη περιουσία του(ένα κτήμα στο Άργοs),πένηs και δυστυχήs, σαν πήρε χάρη απο το βασιλιά,με παρέμβαση του Μακρυγιάννη του εξασφάλίστηκε ''μία άδεια επαιτείαs'' για να ελεημονείται κάθε Παρασκευή και μόνο -και όχι σε τόσο ''προσοδοφόρο '' θέση.
Αυτόs που την μέρα της κηδείας του και σαν το λείψανο του έβγαινε από τη φτωχοκαλύβα στον Πειραιά, οι συμπολεμιστές του που τον κρατούσαν δεν το εναπόθεσαν στο κάρο αλλά
προσφέρθηκαν όλοι οι Έλληνες και από χέρι σε χέρι το Άγιο λείψανο του αγωνιστή έφτασε στον τάφο του
Και σαν ο νεκροθάφτηs στη πρώτη φτυαριά καταλάβε για ποιού το ''σκήνωμα'' φτυάριζε,λιποθυμούσε.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) ,μία τέτοια μέρα-πεθαίνει στον Πειραιά στις 6 το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849, σε ηλικία 68 ετών, πάμφτωχος.
Τυφλός,σχεδόν ''φρενοβλαβήs''΄.
Aπο την ''περιποίηση'' που έτυχε ,απο την ''επίσημη Ελλάδα''.
Ο Νικηταράς πέθανε εγκαταλελειμμένος - όχι μονο-από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος υπό την Βαυαρικη εποπτεία, αλλά και από το σύγχρονο καθώς τα "άγια "οστά του χάθηκαν από το ταφικό του μνημείο στο νεκροταφείο( από αμέλεια του Δήμου ).
Ο εξαιρετικόs ρέκτηs τηs ιστορίαs Stefanos Milesis γράφει...
Στην μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822 οι Οθωμανοί έτρεξαν να γλιτώσουν προς την Κόρινθο.
Ο Νικηταράς τους κυνήγησε μέχρι ένα σημείο και ύστερα κουρασμένος από τη μάχη επέστρεψε πίσω στο ταμπούρι του. Εκεί άκουσε βογγητά.
Πλησίασε και είδε έναν Αλβανό που είχε πολεμήσει με την πλευρά των Τούρκων.
Ένα βόλι τον είχε βρει στη μέση και ήταν σχεδόν παράλυτος.
Μόλις αυτός είδε τον Νικηταρά να τον πλησιάζει, του ζήτησε να του πάρει το κεφάλι για να γλιτώσει από τους αφόρητους πόνους.
Ο Νικηταράς τότε του απάντησε «Ορέ είμαι πολεμιστής και όχι δήμιος» και αφού τον σήκωσε στους ώμους κίνησε για το ελληνικό στρατόπεδο όπου θα μπορούσε να του δοθεί κάποια βοήθεια.
Ο Αλβανός φυσικά δεν γνώριζε ποιος ήταν εκείνος που τον βοηθούσε.
Στον δρόμο όμως, καθώς ο Νικηταράς προχωρούσε πολλοί σταματούσαν και εξέφραζαν τον θαυμασμό τους καθώς τον αναγνώριζαν.
Τότε ο Αλβανός κατάλαβε ότι βρισκόταν στους ώμους του Νικηταρά του Τουρκοφάγου του οποίου η φήμη είχε απλωθεί σε όλα τα στρατόπεδα των Οθωμανών.
Πέρασε λίγη ώρα και ο Νικηταράς ένιωσε στο σβέρκο του την κρυάδα από τη λάμα ενός μαχαιριού.
Τότε έκανε μια ξαφνική κίνηση και πέταξε τον Αλβανό από πάνω του.
Τον είδε καταγής με το μαχαίρι στο χέρι.
«Ορέ δεν είσαι μπεσαλής» του λέει «εγώ θέλω να σε γλιτώσω και εσύ τυράς να με σκοτώσεις;».
Όχι του λέει ο Αλβανός.
Δεν ήθελα να σε σκοτώσω αλλά έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά σου για να έχω να λέω ότι με έσωσε ο τρομερός Νικηταράς.
Και σηκώνοντας το άλλο του χέρι του έδειξε μια τούφα μαλλιά που πραγματικά είχε κόψει.
Ο Αλβανός ύστερα από λίγες ώρες πέθανε αλλά πριν ξεψυχήσει έδωσε την τούφα από τα μαλλιά του Νικηταρά στον Γιατράκο ο οποίος με τη σειρά του αργότερα την έδωσε στον Ελβετό Μπετάν.
Οι αδελφοί Φυτάλη εντυπωσιασμένοι από αυτήν την ιστορία την αναπαράστησαν σε γλυπτό.
Το φιλοτέχνησαν σε μάρμαρο και το παρουσίασαν στην έκθεση του Αγώνα του 1884.
-Η ''απόδοση'' αδειών ''επαιτείαs, τότε απο Βαυαρούs,ενίοτε απο Άγγλουs,Αντάτ,Αμερικάνουs και λογήs λογήs ''συμμάχουs,κρατεί 200 χρόνια τώρα σε τούτο τον τόπο.
Μα σαν πρέπει οι ''επαίτεs ''να ξεσηκωθούν κατά αυτών που ορίζουν ''τιs άδειεs επαιτείαs και ζωών τουs'' αλλά και κατά των ιθαγενών ''επαιτών'' που πάντα δέσμευαν τιs πλέον προσοδοφόρεs θέσειs-πάντα,με τη συναίνεση των ''σωτήρων μαs''-, κατορθώνουν να ''σκοτώνονται '' μεταξύ τουs ...προs τέρψη και ικανοποιηση περισσή, ''συμμαχικών'' μεγαλοσχημόνων και εντοπίων λακέδων τουs.
''Τυφλοί'',σαλεμένοι,''πένητεs'' στην ''υγρή και ανήλιαγη'' φυλακή μαs,θαρρούμε πωs μαs αναλογεί κάτι διαφορετικό απο τη μοίρα του Ήρωα Νικηταρά?
Ένδεια, λήθη, καταφρόνια...
Κοινωνώ τη Μνήμη σου Άγιε Νικήτα Σταματελόπουλε.
(Από Axtenisto Kadaifi)

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΧΜΗΣ


Κουδούνιζαν στην τσέπη οι καημενούλες,
και η γειτονιά μας μύριζε φρέσκο βασιλικό,
με μία δραχμή μας έδιναν μεγάλο παγωτό,
και δύο σουβλάκια έτρωγες με δύο δραχμούλες.
Τα πάντα τα αγόραζες τότε πολύ φτηνά,
δεν είχαν μπει πολυεθνικές μέσα στην αγορά,
ήτανε φρέσκα και αγνά χωρίς να λογαριάσεις,
μην σου πουλήσουν βρόμικα να πρέπει να κοιτάξεις.
Μία δραχμή εισιτήριο, μία και η εφημερίδα,
μία και το αγνό ψωμί, η ρέγγα και ο πελτές,
και η ρετσίνα μία δραχμή σε όλη την Αθήνα,
χωρίς χρέη και δάνεια, κλέφτες και δανειστές.
Τα χρόνια εκείνα πέρασαν, μας βάλανε στο ευρώ,
μας πούλησαν και διέλυσαν και κράτος και λαό,
με χειροπέδες σέρνουνε τον κάθε νοικοκύρη,
που με την προδοσία τους τον έκαναν μπατίρη.
Την ηρεμία χάσαμε, την αξιοπρέπεια μας,
χωρίς δουλειά γυρίζουμε εμείς και τα παιδιά μας,
και η δόλια η Πατρίδα μας σε άθλια κατοχή,
ενώ ξανά κυρίαρχοι ήλθαν οι Γερμανοί.
Λαέ μου κάνε το θαύμα σου, διώξε τους από εδώ πέρα,
να αναπνεύσουμε ξανά λίγο φρέσκο αέρα,
δεν γίνεται στην χώρα μας να ζούμε σκλαβωμένοι,
να μας εκμεταλλεύονται δωσίλογοι και ξένοι.-
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΒΟΥΡΗΣ
( από την σειρά ποιημάτων μου
ΠΙΚΡΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
που γράφω από το 1965 μέχρι σήμερα )
Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο
Όλες οι αντιδράσε

10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΕΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ

«Έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε».

Πώς βγήκε το δημοτικό τραγούδι που περιγράφει την παγίδα που έστηναν τα σόγια στους δυσεύρετους γαμπρούς;
Ένα από τα γνωστότερα παραδοσιακά μας τραγούδια το «Έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε», γεννήθηκε μέσα από μια συνήθεια των παλιότερων χρόνων, όταν οι άντρες για παντρειά ήταν δυσεύρετοι λόγω της θνησιμότητας στους πολέμους. Σε αρκετά χωριά, οι οικογένειες που είχαν ανύπαντρες κόρες, κατέφευγαν σε «αθέμιτα» μέσα για να τις παντρέψουν. Τα παλικάρια της οικογένειας-αδέρφια, ξαδέρφια και ανίψια- έβαζαν στο μάτι κάποιον άντρα που τον ήθελαν για γαμπρό και του έστηναν παγίδα. Τον φώναζαν λοιπόν να τον κεράσουν ένα ποτήρι κρασί σε μια ταβέρνα του χωριού και άρχιζαν το φαγοπότι. Κατά τη διάρκεια του φαγητού φρόντιζαν να γεμίζουν συνεχώς το ποτήρι του μέλλοντος γαμπρού, μέχρι που τον μεθούσαν. Έπειτα τον πήγαιναν με κάποια δικαιολογία στο σπίτι της κοπέλας που ήθελαν να αραβωνιάσουν. Με το που έμπαινε στην αυλή ο υποψήφιος, αμπάρωναν την εξώπορτα, έπαιρναν τα καρυοφύλλια ή ότι άλλο όπλο υπήρχε και έριχναν στον αέρα ώστε να ξεσηκώσουν με τους πυροβολισμούς ολόκληρο το χωριό, φωνάζοντας ταυτόχρονα: «να μας ζήσουν, να μας ζήσουν» ! Οι γείτονες ακούγοντας τη φασαρία και φτάνοντας κοντά ρωτούσαν τι συνέβαινε. «Αρραβωνιάσαμε τη Χάιδω μας, με τον Χαραλάμπη». «Να σας ζήσουν», απαντούσαν οι γείτονες. Στο μεταξύ ο υποψήφιος γαμπρός, σουρωμένος όπως ήταν, άκουγε εμβρόντητος τα λεγόμενα, αλλά ήταν ανήμπορος να αντιδράσει… Όταν ξεμεθούσε ήταν πλέον αργά. Βρισκόταν ήδη στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του. Ολόκληρο το χωριό ήξερε πλέον ότι ο Χαραλάμπης αρραβωνιάστηκε με την Χάιδω. Ο γαμπρός δεν μπορούσε πλέον να κάνει πίσω. Άλλωστε τι θα μπορούσε να πει; Ότι ήταν μεθυσμένος και δεν ήξερε τι του γινότανε; Δύσκολα θα τον πίστευαν. Επίσης την εποχή εκείνη το να πάρει κανείς πίσω έναν αρραβώνα ήταν μεγάλη προσβολή και μπορεί αντί για γάμος, να γινόταν «κηδεία». Έτσι ο γαμπρός, υπέκυπτε αμαχητί στην αγκαλιά της νύφης και άρχιζε ο χορός.
Έλα βρε Χαραλάμπη
Να σε παντρέψουμε
Να φάμε και να πιούμε
Και να χορέψουμε
Δεν την θέλω
Θα την πάρεις
Άλλα λόγια πέστε βρε παιδιά
Τι καμώματά ‘ναι τούτα
Με το ζόρι παντρειά
Μπορεί να είναι εικόνα 10 άτομα, όρθια άτομα, κλαρινέτο, σαξόφωνο, τρομπέτα, κέρατο και κείμενο

Όλες οι αντιδράσεις: