Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Το αλαργινό ταξίδι.

 Κίνησε μπονόρα  ο μαστρογιώργης κίνησε, από το μαστοροχώρι τα Λαγκάδια, με τα δυο του βασταγούρια, αντάμα με το άλλο μπουλούκι για ταξίδι για καζάντι στην Μεσσαίνια να πάει να δουλέψει και να φέρει.
Να χτίσει πελεκητές εκκλησιές, ψηλά καμπαναριά, τα τοξωτά γεφύρια. Να χτίσει τα πυργόσπιτα, τα αρχοντικά, με το παρθενικό το στήθος στο αγκωνάρι σκαλισμένο, σημάδι, σύμβολο,  πλούτου, ευγονίας και αρμονικής ευτυχίας.
Στην πόρτα τον ξεβγάλει, τον κατευοδώνει, με βουρκωμένα μάτια η κυρά του, η Αννιώ, με τις καλύτερες ευχές και λόγια, για το καλό ταξίδι του, το πήγαινε και το έλα…
Νερό μπόλικο, γάργαρο από τον μαστραπά ρίχνει στα αχνάρια του, στο δρόμο του να τρέξει… "Σαν  το νερό να τρέξει το ταξίδι σου κύρη μου, αφέντη μου, να πας και να γυρίσεις… Σαν το νερό να τρέχουν τα καζάντια σου, οι λίρες, τα λεφτά σου…"
 Και εκεί, στην πόρτα όρθια,  την μεταξωτή μεσίνα  έβγαλε και την κούναγε  ώσπου να σκαπετήσει …
Στο σκαπέτισμα, ο αφέντης της, ο νοικοκύρης της, ο Γιώργης της, την σκούφια του που φόραγε στραβά, την βγάζει της ρίχνει  της κυράς του, και στα μικρά παιδιά του, αετίσια, αστραφτερή ματιά, αγαπημένο βλέμμα, κουνάει την σκούφια του και την αποχαιρετάει...
 Σκαπέτησε…