Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

1940 -1941 Οδοιπορικό Σέρβου-Αλβανικό μέτωπο-Σέρβου

Αναδημοση:http://www.servou.gr
Ι. Ν. Μαραγκού
Ήταν γύρω στις 10 το πρωί, την Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, όταν μάθαμε από το ραδιόφωνο του Σχολείου, πως οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο.  Σε λίγη ώρα η αγορά είχε γεμίσει από άντρες και γυναίκες, όλοι ανήσυχοι και λυπημένοι, όχι μόνο γι' αυτούς που θα έφευγαν για τον πόλεμο, αλλά και για τους άλλους που θα έμεναν πίσω, με χιλιάδες προβλήματα.  Η είδηση δεν ήταν τελείως ξαφνική. Κάτι υποψιαζόμαστε. Είχαμε μάθει για τη βύθιση της«Έλλης», ξέραμε για τα οχυρά του Μεταξά (δούλευαν άλλως τε εκεί αρκετοί Σερβαίοι) και ξέραμε επίσης πως ο στρατός συνέχεια καλούσε άλλες κλάσεις με διάφορα γράμματα. Μάλιστα λέγαμε τότε για την τακτική της Κυβέρνησης «Με το Σ και με το Ρ μάζεψε πολύ στρατό» .


Την άλλη μέρα κινήσαμε από το χωριό είκοσι εφτά παιδιά που ανήκαμε στις κλάσεις του 1930-1940 (ηλικίες 20-30 χρονών). Μας συνόδεψε όλο το χωριό μέχρι την Τρανή-βρύση, με κλάματα και ευχές να γυρίσουμε ζωντανοί. Με τα πόδια φτάσαμε στη Ζάτουνα. Εκεί ανεβήκαμε στην καρότσα ενός στρατιωτικού φορτηγού και πήγαμε σε ένα στρατόπεδο έξω από την Τρίπολη, στο χωριό Αχούρια. Ντυθήκαμε τα στρατιωτικά, μοιραστήκαμε σε λόχους και αρχίσανε οι ασκήσεις. Εγώ ήμουνα στο λόχο πολυβολητών, ζευγάρι με το Μήτσιο το Μπόρα (Πλημμύρα). Ο ένας πολυβολητής και ο άλλος γεμιστής. Στον ίδιο λόχο με άλλες ειδικότητες ήταν ο Χάκος ο Σχίζας και ο Κώτσιος ο Παγκράτης (αδερφός του φρούραρχου). Από τα Αχούρια φύγαμε μετά 10 ημέρες, με προορισμό την Ήπειρο. Το Τάγμα μας αποτελείτο από 3 λόχους τυφεκιοφόρων, ένα λόχο πολυβολητών και τις μονάδες υποστήριξης. Διοικητής του ήταν ένας ταγματάρχης από το Πυρί της Ηραίας που τον έλεγαν Παρασκευόπουλο. Καλός άνθρωπος.
 Εννέα Σερβαίοι φαντάροι έτοιμοι για το Αλβανικό μέτωπο. Πάνω σειρά: Από αριστερά Γ. Κλεισούρας, Μ. Δημόπουλος, Κ. Γεωργακόπουλος, Θ. Μπόρας και Στ. Βέργος. 
Στη μέση: Ν. Διον. Βέργος, Δ. Βέργος και Κ. Δημόπουλος. Κάτω: Μ. Κωνσταντόπουλος.

Μετά κάμποσες ημέρες περάσαμε τη γέφυρα της Παπαδιάς και κατασκηνώσαμε στον Κάμπο του Δεσπότη. Ο καιρός ήταν χειμωνιάτικος με πολύ χιόνι, πολύ κρύο και πολλή λάσπη. Το χειρότερο από όλα ήταν οι ψείρες που μας τρελαίνανε στη φαγούρα Όλοι ξυνόμαστε. Το μόνο "καλαμπούρι" που άκουγε κανείς είχε σχέση με τις ψείρες...... Έβαζε κάποιος το χέρι του στη μασχάλη έπιανε κάμποσες από δαύτες και μετά ρώταγε τον διπλανό του, απλώνοντας το χέρι: Ζυγά ή μονά; Από τον Κάμπο του Δεσπότη φύγαμε περί τα τέλη Νοεμβρίου, με προορισμό το μέτωπο. Περάσαμε τα Έλληνο-Αλβανικά σύνορα και στρατοπεδεύσαμε εκεί κοντά, σε μια Αλβανική περιοχή που την λέγανε Τσιμπούνα, απέναντι από τον Αώο ποταμό. Στην περιοχή αυτή υπήρχε ένα μοναστήρι. Μπήκαμε μέσα και θυμάμαι που στον τοίχο ήσαν γραμμένα Σερβαίικα ονόματα. Τι και πως δεν ξέρω. Μάλλον είχαν δουλέψει εκεί Σερβαίοι μαστόροι όταν το φτιάχνανε.

 Ο αξιωματικός στην πάνω σειρά είναι ο δάσκαλος Γ. Δάρας και πίσω του ο Παπαγιάννης. 
Στην κάτω σειρά αριστερά ο Παρασκευάς Χ. Στρίκος και δεξιά ο Γ. Τρουπής (Γκράβαρης).

Όλο το Δεκέμβριο προχωρούσαμε αργά στο Αλβανικό έδαφος. Κατασκηνώσαμε στις περιοχές "Γκολέμη","Κατσούφλιανη" και τις ημέρες των Χριστουγέννων στην περιοχή "Προγονάτη", που η μισή ήταν στα χέρια των Ιταλών και η άλλη μισή στα χέρια των Ελλήνων. Αλβανό σε όλη αυτή την διαδρομή δεν είδαμε πουθενά. Ήταν όλοι κρυμμένοι. Κάτι μικρά σπιτάκια - καλυβάκια τα είχαν αδειάσει. Μόνο σε ένα σπίτι θυμάμαι ότι βρήκαν οι δικοί μας κάτι αραποσίτια, που τα βράσανε και τα φάγαμε. Η περιοχή αυτή της Αλβανίας είναι ορεινή, βραχώδης και άγονη. Στην περιοχή της Προγονάτης κατασκηνώσαμε κοντά σε ένα ρέμα. Εκεί που καθαρίζαμε το χιόνι για να στήσουμε τη σκηνή θυμάμαι πως πάτησα πάνω σε έναν σκοτωμένο που δεν φαινόταν, γιατί τον είχε σκεπάσει το χιόνι. Συνηθισμένο φαινόμενο, που δεν μας έκανε εντύπωση. Παντού ήταν σκοτωμένοι, όπως και πολλά ψόφια ζώα. Ξέραμε πως την ίδια τύχη μπορεί να είχε οποιοσδήποτε από μας, οποιαδήποτε στιγμή. Το θέμα ήταν πού θα σε εύρισκε η σφαίρα ή το θραύσμα. Ο Γιώργης ο Σχίζας (Σγούλιας), που ήταν σε ένα διπλανό λόχο, ήταν τυχερός γιατί το θραύσμα τον πήρε ξώφαλτσα και του τρύπησε μόνο το παγούρι και τη χλαίνη. Αντίθετα ο Θοδωρής ο Κωνσταντόπουλος (αδερφός της Κωστάκαινας) τραυματίσθηκε σοβαρά και έμεινε ανάπηρος.
Τον Γενάρη και τον Φλεβάρη τον περάσαμε εκεί κοντά στο ρέμα παρέα με τις λάσπες, τα χιόνια, το φοβερό κρύο, τα κρυοπαγήματα, τις ψείρες, την πείνα και ένα σωρό άλλες δυστυχίες. Ρίχναμε και καμία κατά των Ιταλών, μας έριχναν και αυτοί, αλλά αψιμαχίες, τίποτε σπουδαίο. Στις 5 του Μάρτη το απόγευμα μας μάζεψε ο λοχαγός και μας λέει:
-Μαζέψτε τις σκηνές χωρίς θόρυβο και ξεκινάμε...
-Για που κυρ-λοχαγέ;
-Για που αλλού. Για το πεδίο της τιμής... 
Η Ελληνική προπαγάνδα είχε την πληροφορία πως οι Ιταλοί σχεδίαζαν επίθεση στις 8 του μηνός. Με την πληροφορία αυτή αποφασίζεται από την Ελληνική πλευρά να επιτεθούμε εμείς δυο ημέρες νωρίτερα, δηλαδή στις 6 του μηνός. Απέναντι από την περιοχή που είχαμε κατασκηνώσει υπήρχε ένα ύψωμα που το λέγανε"Παπακώστα". Ένα μέρος του υψώματος αυτού με την ονομασία "Δόντι", το είχαν καταλάβει οι Ιταλοί. Αυτό το δόντι θέλαμε εμείς να πάρουμε από τον εχθρό. Ήταν μια πλαγιά όπως είναι περίπου η δική μας η Φραζινέτα. Φανταστείτε τους Ιταλούς στην κορυφή της Φραζινέτας και εμάς κάπου στην "γαϊδουροκυλίστρα".
Όταν νύχτωσε για καλά και οι Ιταλοί θα το ρίχνανε στον ύπνο, ξεκινήσαμε αραιά ο ένας από τον άλλο χωρίς να ακούγεται άχνα. Όλη την νύχτα περπατούσαμε και πήγαμε από την πίσω πλευρά του βουνού. Πριν ξημερώσει κάνουμε ένα "ντου" και πιάνουμε πραγματικά στον ύπνο σαράντα Ιταλούς αιχμαλώτους. Τους μεταφέραμε πιο κάτω και τους φρου-ρούσαμε. Ήσαν όμως άτυχοι. Πέφτει ένας Ιταλικός όλμος εκεί που ήσαν ακριβώς και τραυματίζει τους περισσότερους από αυτούς. Εν τω μεταξύ αρχίζει να γλυκοχαράζει. Οι Ιταλοί το πήρανε χαμπάρι ότι τους κάνουμε επίθεση και αρχίζουν να μας ρίχνουν. Έτσι η μάχη γενικεύθηκε. Οι δικοί μας προχωρούσαν μέσα στο χιόνι φωνάζοντας.
"αέρα"... "αέρα".
Οι σάλπιγγες ηχούσαν ασταμάτητα.
"προχωρείτε"..."προχωρείτε".
Ένας Ταγματάρχης τραυματισμένος στο κεφάλι, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα και το πιστόλι προτεταμένο φώναζε επίσης ....
"προχωρείτε"...... " προχωρεί¬τε"....
Εμείς οι πολυβολητές είχαμε στήσει τα πολυβόλα και ρίχναμε συνέχεια
"βολές υπεράνω φίλιων Τμημάτων",
ώστε να καλύπτουμε τους δικούς μας και να προχωρούν. Πράγματι προχωρούσαμε προς την κορυφή του βουνού, όταν αρχίζει να μας βάζει η Ιταλική αεροπορία. Χαμός. Θυμάμαι κάτι τεράστια αεροπλάνα που πετούσαν πολύ χαμηλά και βλέπαμε τους φαντάρους στην πόρτα του αεροπλάνου να πετούν τις ρουκέτες με τα χέρια. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν αρκετοί δικοί μας. Η πλαγιά είχε γεμίσει πτώματα. Τους υπολογίζω πάνω από εκατό. Χώρια οι τραυματισμένοι. Σε αυτούς ήμουνα και εγώ. Με βρήκαν τα θραύσματα ενός όλμου στο δεξί χέρι και στην πλάτη.
Τους τραυματίες μας μετέφεραν στο ορεινό χειρουργείο σε μια περιοχή που την λέγανε Λάμποβο. Εκεί μας προσέφεραν τις πρώτες βοήθειες και μας δέσανε τα τραύματα.
Εμένα με στείλανε στη συνέχεια στο νοσοκομείο στο Μεσολόγγι (μαζί με άλλους), γιατί είχα και κρυοπαγήματα τελευταίου βαθμού. Έμεινα καμιά εβδομάδα εκεί και στη συνέχεια με φέρανε στην Αθήνα (νύχτα περάσαμε τον Ισθμό της Κορίνθου) κάπου στα Πατήσια που ήταν μία Γαλλική Σχολή και την είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο. Έμεινα και εκεί καμιά εβδομάδα και την πρώτη Απριλίου πήγα στοΝοσοκομείο Τριπόλεως. Στις 6 Απριλίου, την ημέρα που οι Γερμανοί έμπαιναν στην Ελλάδα πήρα εξιτήριο και την επόμενη επέστρεψα στο χωριό, πέντε μήνες και μια εβδομάδα από την ημέρα που είχαμε φύγει για το μέτωπο. Παρά τις κακουχίες και τα δει¬νά γενικά του πολέμου, το να επιζήσεις σε κάνει να τα ξεχάσεις όλα. (φωτο:Μάρτιος 1941: Τραυματίας στο Νοσοκομείο Μεσολογγίου)
Δυστυχώς όμως κάποιοι πατριώτες έμειναν ανάπηροι και κά¬ποιοι άλλοι άφησαν τα κόκαλα τους στα βουνά της Αλβανίας, όπως
*ο Γιώργης ο Τρουπής (άντρας της Παρασκευής),
*ο Παρασκευάς ο Μπόρας,
*ο Διαμαντής ο Βέργος (αδερφός του Φώτη Βέργου),
*ο Μήτσιος ο Δημητρόπουλος. Εκτός από αυτούς σκοτώθηκε και
*ο Δημόπουλος Νίκος (αδερφός του Σκορδή) στη μάχη της Κρήτης.

1940: Συσσίτιο μαθητών έξω από το γιαπί της κάτω εκκλησιάς. Στη μέση ο δάσκαλος Δ. Σχίζας, δίπλα του οι δασκάλες Π. Ζέρβα και Β. Σωτηροπούλου και με την κουτάλα στο χέρι η Αικατερίνη Τρουπή (Παπίτσαινα).   Πρώτος δεξιά ο λογοτέχνης Θ. Τρουπής.

Στη μνήμη αυτών των συμπολεμιστών μου αφιερώνω αυτή μου την αφήγηση

Αθήνα 2009. Γιάννης Ν. Μαραγκός (96 ετών).

Υ.Γ. Τιμή και δόξα στους Ήρωες!!...Στους πατεράδες μας!... Που τόσα και τόσα έδωσαν για να μας αφήσουν Ελεύθερη, δοξασμένη, περήφανη την Πατρίδα!!!... 

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Οι Ερινύες- Ενοχές

Του Σωτήρα σήμερα!  
Μεγάλη γιορτή!... 
Χαρμόσυνα πρωί, πρωί χτυπάνε της εκκλησιάς  οι καμπάνες και καλούν όλους τους πιστούς Χριστιανούς, να πάνε στις εκκλησιές να προσευχηθούν. 
Ετοιμάστηκα και εγώ να πάω στην εκκλησιά να προσευχηθώ… 
Σήμερα που ανοίγουν τα ουράνια και είναι ανοιχτές περισσότερο από άλλοτε και του Θεού οι πόρτες… 
Να αγαλλιάσει η ψυχή μου… 
Να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μου… 
Να ευχαριστήσω τον Θεό και τον Σωτήρα μας Χριστό, για την σωτηρία της ψυχής μας… 
Να προσευχηθώ, με κατάνυξη, ολόψυχα, ο Κύριος, περισσότερο από όλους τους άλλους, στους νέους να δίνει δύναμη, επιμονή και υπομονή, να καταφέρουν, να μπορέσουν, να βρουν ψωμάκι τίμιο,  για να φάνε… Σε εμάς τους μεγαλύτερους, να δίνει από λίγο, λίγο κουράγιο, να γαληνέψει η ψυχή μας, να πλημυρίσει την καρδιά μας από καλοσύνη… Από ομόνοια, από αγάπη…  
Κίνησα με ευχαρίστηση και μεγάλη προθυμία στην εκκλησιά να πάω. 
Δύο βήματα έκανα μπροστά και αμέσως δύο πίσω. 

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Βόλτα...Στο κοντινό Παρελθόν!!!

Αναδημοσίευση
Σήμερα θα μάθουμε πόσο «καλό», ή «κακό» κάνανε τα «αποχωρητήρια» στη ζωή μας! Εγώ που έλαχε να βιώσω και στις δύο καταστάσεις, γνωρίζω την αλήθεια που όσο κι αν «θάβεται», ξεφυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνεις, σαν το αγριολούλουδο!
Ας πάμε σ’ ένα χωριό της Γορτυνίας. Κάθε σπίτι είχε αυλή και κήπο. Η αυλή ήταν χώρος για όλους. Ο κήπος χωριζότανε σε χρήσεις! Στον πιο μακρινό από τον τοίχο, ήτανε η κούρνια για τις κότες και δίπλα το γουρούνι. Αν υπήρχε μαρτίνα, γαϊδούρι, βόδι, αυτά μπαίνανε σε σκεπασμένο χώρο. Την εποχή που οργίαζε η ζωοκλοπή μπαίνανε για φύλαξη στο κατόϊ, ή ακόμη και στην «σάλα». Ο υπόλοιπος κήπος χρησίμευε για αφόδευση και για λαχανικά! Ήταν κλεισμένος με πυκνή φράχτη, για να μην περνάνε ματιές και βλέπανε τις γυναίκες που πήγαιναν «προς δουλειά τους»!!