Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Ο Κατσαντώνης.

 Ήρωας του προεπαναστατικού αγώνα φονεύθηκε με βασανιστήρια στα Γιάννενα του Αλή Πασά το 1808..Σας παραθέτω το ποίημα του Βαλαωρίτου για τον Κατσαντώνη που είναι συγκλονιστικό.

Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια,
σταυραητοί και πέρδικες, ξηφτέρια, χελιδόνια,
ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.
Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.
Ένας παπάς τον πρόδωκε! Μαχαίρι να του γένη
η κοινωνιά που το ’βαψε τ’ αφορεσμένο στόμα,
θηλειά κι αστρίτης στο λαιμό τ’ άγιο του πετραχήλι,
να μη βρεθή πνευματικός να τον ξεμολογήση
κι αγαπημένα δάκτυλα τα μάτια του να κλείσουν!
Το γκαρδιακό τ’ αδέρφι του, ο Γιώργος ο Χασώτης,
έξυπνος ακουρμαίνεται, κοιμάτ’ ο Κατσαντώνης.
Η ευλογιά τον έψησεν, η θέρμη τον ανάφτει.
– Ξύπν’, αδερφέ μου, ξύπνησε στον ώμο να σε πάρω·
πλακώσανε οι λιάπιδες και θα μας πιάσουν σκλάβους.
– Τρέχ’, αδερφέ μου, γλίτωσε, μη με ψυχοπονιέσαι.
Κι αν μ’ αγαπάς και πιθυμάς να πάω φχαριστημένος,
κόψε μου το κεφάλι μου μη μου το πάρ’ ο Αράπης
και φέρ’ το πάνω στ’ Άγραφα, και διάλεξ’ ένα βράχο
και δος του το να το φορή, κορφή του να το κάμη,
να το φορή, να το βαστά σαν περικεφαλαία.
Έλ’, αδερφέ μου, γλήγορα, γλήγορα να με κόψης
να πάγω κει ψηλά ψηλά, να φύγω δώθε μέσα,
νάρχονται μαύρα σύγνεφα, νάρχοντ’ αστροπελέκια
να μου θυμάνε το καπνό, να μου θυμάν’ τη λάμψι
του τουφεκιού μου, π’ ορφανό στα χέρια σου θα μείνη.
Να τ’ αγαπάς, να το φιλής, να τόχεις σαν αδέρφι.
Ο Γιώργος εκατάλαβε πως τ’ ανεβαίν’ η θέρμη,
τον άρπαξε στον ώμο του κι απ’ τη σπηλιά πετιέται.
Επήρε τον ανήφορο, στο ξάγναντο προβαίνει,
εξήντα βλέπει Τσάμιδες που τον εκυνηγούσαν.
Κάθε φορά που σίμωναν, έστενε μετερίζι
του Κατσαντώνη το κορμί κι άδειαζε τ’ άρματά του.
Χαρά στη μάνα πόκανε παιδιά τέτοια λιοντάρια!
Έτσι κυνηγηθήκανε τα δυο πιστά τ’ αδέρφια,
όσο που βγήκε ο αυγερινός κι αχνίσανε τ’ αστέρια.
Τότε λαβώθηκε βαριά ο Γιώργος στο ποδάρι,
και τους επιάσαν ζωντανούς, στα Γιάννινα τους φέραν.
Και μιαν αυγή στον Πλάτανο, που από μικρό κλωνάρι
εχόντρυνε κι επλάτυνε, βυζαίνοντας το γαίμα,
την ώρα τους την ύστερη, βαριά σιδερωμένα
του Βάλτου, του Ξερόμερου τα δυο θεριά προσμένουν.
Χίλιων λογιώνε σύνεργα, δαυλιά, σφυρί κι αμόνι
σκόρπια στο χώμα βρίσκονται κι εκείνοι τα τηράνε.
Ο Γιώργος σαν κ’ εδάκρυσε για το γλυκό του αδέρφι.
Του Κατσαντώνη μια ματιά, κ’ εστρέφεψε το δάκρυ.
Κι εκεί που διηγούντανε τονα τ’ αδέρφι στ’ άλλο
τα περασμένα νιώτα τους, την κρύα τη βρυσούλα,
το φόβο του Αλήπασα, του Γκέκα τη λαχτάρα,
έξαφν’ αστράφτ’ ένα σπαθί και γέρν’ ένα κεφάλι:
«Χριστός ανέστη, πλάκωσα!» φωνάζ’ ο Κατσαντώνης
κι ένα φιλί, στερνό φιλί από μακρά τού ρίχνει.
Μες στα κλαριά του πλάτανου, μες στα χλωρά τα φύλλα
σα νάταν στο λημέρι της, εκρύφτηκ’ η ψυχή του,
κι εκύτταζε τον αδερφό που τόνε μαρτυρεύουν.
Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι
κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.
Σκλήθραις πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·
νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,
και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:
Χτυπάτε, πελεκάτε με·
σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας,
φωτιά, σφυρί κι αμόνι.
Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζαν,
οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.
Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα
και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα
μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:
Χτυπάτε, πελεκάτε με·
σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας,
φωτιά, σφυρί κι αμόνι.
Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,
αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,
κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια
τόσο χοντρά κι’ ατάραγα και τόσο φουντωμένα,
που τάβλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του
κ’ εφώναζε κ’ ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα
που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλι θα πλακώσουν
Μπορεί να είναι εικόνα μνημείο
Όλες οι αντιδ

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Το δίλημμα..

 Το καθήκον?
Ή 
 η υπόσχεση?|
Το δίλημμα!...

Καλά περνούσε ο κόσμος στη επαρχεία, στα χωριά!...
Ανέμελα, χωρίς πολλές, μεγάλες στενοχώριες, με γλέντια, χορούς και πανηγύρια.
Ήρθανε όμως τα χρόνια τα άσχημα, από το μυαλό των ηγετών, το φταίξιμο των ανθρώπων. Συνεμπήκε, χωρέθηκε και ο διάβολος και έπεσε η κατάρα...
Η γκρίνια, η φαγωμάρα!...
Χωρίς αιτία και αφορμή, οι άνθρωποι μαλώνανε μεταξύ τους... Και ολημερίς ήσαν στα δικαστήρια!.. Τις καλλιέργειες στα χωράφια τους τις παράτησαν...
Δεν πρόσεχαν, δεν τάιζαν τις κότες!...
Και αυτές πεισμάτωσαν, να τους γεννάνε αυγά, σταμάτησαν!... Σταματάνε...
Δεν θέλουν... Δεν θέλουν πια να γεννάνε...
Στην αρχή η λίγη γκρίνια, σαν την φωτιά απλώθηκε και έγινε πολύ, μεγάλη...
Το κακό έχει τώρα παραπάρει...
Και ο παπάς του χωριού, που όλοι οι άνθρωποι από τις συμβουλές του, δεν παίρνανε, δεν παίρνανε χαμπάρι, δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει, κατέφυγε στην μοναδική ελπίδα.
Στην Παναγιά!..
Βάρεσε την καμπάνα της εκκλησιάς, παράκληση να κάνει. Κάλεσε ο παππάς με την καμπάνα της εκκλησιάς της Παναγιάς , όλους τους χριστιανούς του χωριού, με κατάνυξη να κάνουν προσευχή και λιτανεία να κάνουν μέσα στο χωριό την θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς και όλοι μαζί να Την παρακαλέσουν, το κακό της γκρίνιας, της φαγωμάρας, της μεγάλης λαίλαπας, να μη φτάσει στο χωριό τους.
Αυτή που έρχεται η γκρίνια ,το κακό, η αλληλοφαγομάρα που είναι και στα σύνορα, αμέσως το πισάχναρο να την αναγκάσουν να πάρει και να φύγει. Να γλιτώσουν.... Και στο χωριό τους να μη πλησιάσει, αρρώστια σοβαρή, μεγάλη.
Μα ούτε στη εποχή της, η γρίπη!..
Η προσευχή όλων τους, ακούστηκε στα ουράνια και η φωνή του άκακου παπά να λέει:
-Χριστέ και Παναγιά, διώξτε το κακό από την περιοχή μας, από τους γείτονες μας, από το χωριό μας. Η περιοχή μετά την παράκληση και την λιτάνευση της Ιεράς εικόνας, ως εκ θαύματος, τους ήρθε η Θεία φώτιση, Ουράνια ευλογία, τους ήρθε η λογική, ειρήνευσε για μερικά χρόνια ο κόσμος, ησύχασε από την μεγάλη γκρίνια.. και η περιοχή, το χωριό πρόκοβε.
Και τάιζαν και πρόσεχαν τις κότες!...
Και γένναγαν αυτές, τότε αυγά πολλά, γεμάτη, χόρτασε η πλάση!...
Ο παππάς αυτό που έγινε, το είχε σαν μεγάλο θαύμα!...
Ξάφνου, μια μέρα επίσημη, κατά το σχόλασμα της εκκλησιάς, που μοίραζε ο παππάς από την ωραία Πύλη στους χριστιανούς το αντίδωρο, πλησίασε ένας χριστιανός θαρρετά και του παπά του λέει:
-Πάτερ μου, μη κάνεις απόλυση, μη βγάζεις το πετραχήλι και βάλε φωτιά, λιβάνι στο θυμιατό, λέγε πάλι το ευλογητός, να κάνουμε την παράκληση, να κάνουμε αν το κρίνεις και λιτανεία.
Για το κακό που ήρθε στην περιοχή μας. Να φύγει γρήγορα, να μην έρθει δίπλα μας, να μην έρθει στο χωριό μας και μπει η κακιά αρρώστια στο σπιτικό μας...
-Εγώ και όλοι σας μαζί, πριν τρία χρόνια παράκληση κάναμε και το κακό σταμάτησε, δεν θα κάνουμε συνέχεια τα ίδια...
Άμα είναι στη περιοχή, άφησε τον, ας είναι, μακριά να είναι από το χωριό μας.
Τώρα δεν ευκαιρώ...
Ας κάνουν παράκληση οι άλλοι... Στα άλλα χωριά οι άλλοι παππάδες...
Και εσείς κάνετε τον σταυρό σας...
Τώρα... δεν ευκαιρώ... Έχω δώσει τον λόγο μου, υπόσχεση σου λέω... Τον λόγο μου πίσω δεν τον παίρνω....
Έχουμε κανονίσει με τον Στέλιο, τον Νίκο, το Θανάση, να παίξουμε στο καφενέ την πρέφα, δεν είναι τώρα ώρα για τέτοια δουλειά, για τέτοια λόγια και εγώ έδωσα τον λόγο μου και δεν τον παίρνω πίσω. Τώρα τον λόγο μου δεν τον αθετώ... και δεν πρέπει....
Και μη μιλάς, φύγε, μη το ακούνε οι άλλοι, που στέκουνε παρέκει..
Αλλού είναι το κακό, άστο να είναι... Μακριά είναι...
Μακριά από το χωριό μας!...
Κάνει ο παππάς το σταυρό του, στην εικόνα του Χριστού, της Παναγιάς και λέει:
- Μακριά από το χωριό μας... Παναγιά μου!...
Και ο χριστιανός του λέει:
- Αφού το λες εσύ παπά, εσύ που είσαι του Θεού, κάτι περισσότερο θα ξέρεις, ας είναι.
Και έτσι, όπως τα λες παπά, μακριά να είναι το κακό από το χωριό μας!..
Ο χριστιανός σταυροκοπιέται και συνέχισε να λέει:
- Και η Παναγιά να μας φυλάει...
Φιλάει το χέρι του Παπά, κάνει πάλι το σταυρό του, ασπάζεται όλες τις εικόνες και φεύγει...
Φεύγει ο Χριστιανός, ο Μήτρος από την εκκλησιά και βιαστικός ο παππάς ξεντύνεται, βγάζει τα Ιερά του Άμφια με ευλάβεια και με γοργό το βήμα, άργησε, στο καφενέ πηγαίνει και στρώνονται στην πρέφα και λογαριάζουνε με ακρίβεια, ο Θανάσης, ο Νίκος, ο Στέλιος και ο παππάς τα καπίκια...
Κάποια στιγμή, κάποιος είπε φωναχτά, πως το κακό ήρθε και έφτασε στο διπλανό χωριό...
Παπά τώρα τι κάνουμε;...
Τώρα κοντεύει θα μπει στα σύνορά μας
Και ο παππάς αυθόρμητα καλοσυνάτα είπε:
-Εκεί τρέξτε να το κωλώσετε, αν μπορείτε και μη μας ενοχλείτε!...
Τώρα είναι η ώρα σοβαρή, δεν παίρνει άλλες κουβέντες.
Η Ντάμα ο Βαλές έχουν προτεραιότητα, θέλουν προσοχή μεγάλη το που, το πότε, θα ρίξουμε τον Άσσο, τώρα είναι εδώ το ενδιαφέρον, έχουμε καιρό για τα άλλα...
Τώρα... Για αυτά τα άλλα... Ότι ειπεί ο Θεός!...
Τώρα, πρωτεύει η πρέφα!...
Η πρέφα συνεχίστηκε, χωρίς καμία καθυστέρηση, χωρίς καμία δυσκολία...
Την συμβουλή του παπά για την αρρώστια, στο άλλο στο διπλανό χωριό να την κωλώσουν, εκεί να την καθηλώσουν, δεν την άκουσαν και η αρρώστια, η συμφορά, γρήγορα τα σύνορα διάβηκε με ευκολία, χωρίς καθυστέρηση καμία και στο χωριό το δικό τους μπήκε...
Αρρώστησαν μονομιάς τρεις.
Έπεσαν στο στρωσίδι...
Την ερχόμενη Κυριακή μπαίνει η Φανή φουριόζα στην εκκλησιά και λέει στο παπά την ώρα της Θείας κοινωνίας:
-Παπά σε παρακαλώ να μη τελειώσεις όλη την Θεία κοινωνία, μπήκε εκεί που είμαστε καλά, μια χαρά, το κακό στο χωριό μας...
Ήρθε στο σπιτικό μας...
Ο Στέλιος μου αρρώστησε, βαριά για να πεθάνει.
Εζήτησε να έρθεις να τον ιδείς, να ιδωθείτε και να τον κοινωνήσεις, να πάει μου είπε, όπως πρέπει, σαν τον καλό Χριστιανό στον άλλο κόσμο.
-Καλά, πήγαινε και έρχομαι στον φίλο μου τον Στέλιο, που μέχρι χθες παίζαμε μαζί την πρέφα. Πηγαίνει ο παππάς στην εκκλησιά να πάρει να πάρει την Θεία κοινωνία.
Τα Άχραντα Μυστήρια!...
Μπροστά στη Αγία Τράπεζα γονατιστός προσεύχεται....
- Θεέ μου, Παναγιά μου, λυπήσου τον, αυτόν, αλλά περισσότερο, λυπήσου τα παιδιά του και αφήστε τον να ζήσει λίγο....
Αλλά Παναγιά μου, μακριά και από το δικό μου σπίτι, το σπιτικό μου...
Επήγε γοργά ο παππάς με την Θεία κοινωνία και κοινώνησε τον φίλο του τον Στέλιο, και με την κοινωνία και την προσευχή του παπά και την δική του, ο Στέλιος μετά από λίγες μέρες έγιανε και έμεινε κοντά την φαμελιά του... να προστατέψει, να αναθρέψει τα μικρά παιδιά του.
Αλλά το κακό, η αρρώστια σύνορα δεν βάζει, κτύπησε την πόρτα στο σπιτικό του παπά.
Την πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε!...
Συνάντησε μπροστά της τον παπά, αμίλητα τον σπρώχνει, τον ρίχνει με της μιας, μονομιάς, κάτω στο κρεβάτι.
Ο Παππάς στο ψηλό τον πυρετό, μονολογούσε και έλεγε:
-Άμα το έχει βάλει ο Θεός βουλή, κόντρα στην βουλή του Θεού, εγώ δεν πηγαίνω, το μόνο που τον παρακαλώ, είναι να γιάνω, και αν και τούτο δεν θέλει, δεν του είναι μπορετό, δεν το κρίνω, μόνο μια χάρη Του ζητάω.
Αυτή την χάρη θέλω να μου κάνει.
Άνοιξαν τα Ουράνια!...
Κατέβηκε ο Άγγελος από τον ουρανό και το ρωτάει:
-Ποια είναι η χάρη που ζητάς;
Και ο παππάς του λέει:
-Μακριά από μένα!...
-Αυτό δεν γίνεται, το κάτι τις πρέπει να πάρω, για αντάλλαγμα, ότι θέλεις, από τους ανθρώπους σου, να μου δώσεις!....
-Τότε... Ας πάρεις αντί για εμένα, την παπαδιά, που είναι και μεγαλύτερη από μένα δύο χρόνια...
Αυτή με ξεγέλασε στον γάμο, μου είπε πως είναι μικρότερη...
Έτσι θα είναι καλά, δίκαια, για να έρθει το πράμα στα ίσια του και μετά ας ιδείς, Εσύ και ο Μεγαλοδύναμος, ο Θεός μας και με μένα, τι θα κάνει!...
Μετά από τα δύο χρόνια, που τότε θα είμαστε με την παπαδιά ίσια, στα ίσια, ίσια... και πάτσι!...
Ο Άγγελος έμεινε βουβός, άφωνος...
Δίλημμα, τι να κάνει;
Ο Θεός που είδε και τα άκουσε αυτά, χαμογέλασε και κάλεσε το Άγγελο Γαβριήλ στον ουρανό!..
Δεν πήρε τότε κοντά Του κανέναν.
Την άφησε, την παπαδιά, την μάνα, στο σπιτικό της, με τα μικρά παιδιά της, να τα αναθρέψει και τον παπά στη εκκλησιά Του, να λειτουργάει, με την καλοσύνη του και την αφέλειά του!...
Με την δικαιοσύνη, την δικιά του!...
Όλοι, όλοι μας, όταν μας έρθει το κακό, το μεγάλο κακό, λιγοψυχούμε, δακρύζουμε...
Ακόμα - ακόμα και του Χριστού μας ο εκλεκτός εκπρόσωπος, ο άξιος της Εκκλησίας Του λειτουργός Της, Αρχιερέας, μπροστά στον θάνατο λιγοψύχησε και όταν άρρωστος στην γιορτή του, του έφεραν δώρα να χαρεί, είπε:
¨Δώρο ζωής δεν φέρνετε... Τίποτα δεν φέρνετε"
Και μετά δακρίζοντας λέγει:
"Συγχώρα με Θεέ μου..."
Μόνο έναν άκουσα, που όταν του ήρθε το κακό, σαν να ήταν το μεγάλο καλό, με αγαλλίαση, το Θεό να δοξάζει!..
Και αυτά τα λόγια, με χαμόγελο μου είπε:
«Δοξασμένος ο Θεός, που το έστειλε, αυτό, σε μένα και δεν το έστειλε σε κανένα άλλον Χριστιανό!...
Που έχει από εμένα, εδώ, μεγαλύτερες, υποχρεώσεις...»
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη.{ ήταν ο Ηλίας.Θ.Χειμώνας Στρατιωτικός γιατρός, καρδιολόγος}
Τέτοια και άλλα, μας έλεγες, θαυμαστά!..
Που τότε τον θαυμάζαμε και τώρα... τον θυμόμαστε!...
Γιάννης Στ Βέργος (gortynios.isv)
Περιστέρι 19/11/2012