Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Το εργαλείο

Συναντηθήκαμε  κάποτε σε ευχάριστη, ωραία παρέα, οι νεαροί τώρα συνομήλικοι παραπάνω από εξήντα χρονών  ο καθένας μας. Όλοι μας  είμαστε ψυχικά, σωματικά υγιείς, κοινωνικά καταξιωμένοι και χαίρονταν ό ένας, τον άλλον.
 Ο ένας από αυτούς τους νεαρούς,  που από μικρός δεν του έλειπε το μυαλό, όπως και σε όλους μας δεν έλειπε, αυτός έτυχε και σπούδασε και έγινε επιστήμονας, καλός, τρανός, μεγάλος!...
Όλοι μας όμως από κοντά, δοξασμένος ο Θεός πηγαίναμε, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Εγώ από επιστήμη έμεινα λίγο πίσω, ήμουνα  λίγο κατώτερος, όχι  πως δεν είχα  μυαλό, αλλά από το σπίτι  δεν είχα την οικονομική δυνατότητα για να σπουδάσω και για να μην αρχίσω από νωρίς την σκληρή βιοπάλη.
Τότε για σπουδές στο Γυμνάσιο και μετά στο Πανεπιστήμιο, έπρεπε να πληρώνεις.
Τα έξοδα ήσαν πολλά, πλήρωνες την εγγραφή στην κάθε τάξη, το ενδεικτικό, την σχολική εισφορά, την σχολική εφορία.
Tα βιβλία, ήσαν με την πληρωμή, δεν ήτανε δωρεάν όπως έγιναν μετά και κατάντησαν, να μη τα εκτιμούν και να μη τα σέβονται οι άλλοι…
Η επιθυμία  του  μυαλού μεγάλη για μόρφωση, αλλά τα έχοντα μικρά....

Η ανέχεια και η φτώχεια μεγαλύτερη, που ανάθεμα την, αυτή  έχει μεγαλύτερη την δύναμη από την θέληση μας και την πεδουκλώνει.  Πεδουκλώνει ακόμα και τα γοργοπόδαρα άτι!
Όχι μόνο τους φτωχούς, και τους αδύναμους!....

Κατά την διάρκεια της συζήτησης,  της κουβέντας μας, ο φίλος μου είπε, ηθελημένα ή μη, για να  δοκιμάσει τις γνώσεις μου, την εξέλιξη μου, στα νέα δεδομένα της  νέας τεχνολογίας και της εξέλιξης. Επίμονα  μου ζήτησε  να του δώσω το mail μου.
Το ήθελε, όπως έλεγε, το κάτι να μου στείλει.
Αδιαφόρησα, έκανα πως δεν άκουσα, αφού τέτοιο πράγμα, τέτοιο εργαλείο, εγώ δεν είχα.
Μα αυτός εκεί, το έλεγε και το ξανάλεγε, επέμενε με αυτό το εργαλείο, το κάτι τις, να μου το στείλει….
Το κάτι!…
Μου το είπε μία, μου το είπε δύο, μου το είπε τρεις
Τίποτα εγώ.
Επιμονή αυτός…
Αναγκάστηκα να μη μπορώ παραπέρα να κρύψω την έλλειψη μου και του είπα, με λίγο θυμό, μα με μεγάλη πίκρα, χωρίς να την δείξω, πως τέτοιο  πράγμα, δεν το ξέρω και δεν έχω..
Aν θέλεις να μου στείλεις  το κάτι, το κάτι τις, στείλτε το μου με το γραμματόσημο!...
Τότε, αυτός γέλασε και μαζί με αυτόν, αντάμα του,  αυθόρμητα, γέλασαν και όλοι οι άλλοι.
Μαζί τους για να μη δείξω ότι πειράχτικα γέλασα και εγώ.
Γέλασα, αλλά, τι γέλιο;….
Γέλιο, πίκρας, φαρμάκι..
Αυτήν  την στιγμή ένοιωσα σαν να ήμουνα από μυαλό λειψός….
Έτσι μου φάνηκε πως με θεώρησε, δεν ξέρω δεν είμαι βέβαιος με τι έννοια αυτός το είπε, όμως εγώ έτσι κάπως το πήρα και το θεώρησα προσβολή, ντροπή μεγάλη!...
Εγώ αυτό το καινούργιο πράμα να μη το ξέρω;…
Γιατί;...
Και να με λένε οι άλλοι, λειψό, καθυστερημένο!...
Καλά τότε που δεν είχες να πάρεις το βιβλίο, το τετράδιο το μολύβι!..
Τώρα που τα έχεις όλα!...
Έτσι, είπα στον εαυτόν μου...
Κύριε, είσαι αδικαιολόγητος...
Και το άλλο που το βάζεις;…
Άμα σε λένε οι φίλοι σου λειψό,  που ξεκινήσατε μαζί, στο ίδιο χώμα παίζαμε, που τους ξέρεις και σε ξέρουνε, φαντάσου, με το δίκιο τους, τι θα λένε όλοι οι άλλοι;…

Η σκέψη αυτή με βασάνιζε και μέχρι να έρθω στο σπίτι μου, κρύος ιδρώτας με έπιανε, περιοδικώς, διαρκώς, εναλλασσόμενος,  αδιαλείπτως, την μία από ντροπή, την άλλη από τα νεύρα… Προσπαθούσα να βρω αιτίες, δικαιολογίες, τα βάρη να τα ρίξω σε άλλους, να αλαφρώσω τον εαυτόν μου. Αλλά και όσες δικαιολογίες και αν έβρισκα, ήσαν τιποτένιες, που αν τις έλεγα, και βγαίναν έξω από τα δόντια, πιότερο θα με κορόιδευαν οι άλλοι...
 Θα γινόμουν ρεζίλι.
 Και τώρα αυτές δεν τις λέω γιατί… δεν πρέπει.

Τότε επήρα την απόφαση, παρά το ώριμο της ηλικίας μου, με αυτά τα σύνεργα του διαβόλου, που τώρα καταλαβαίνω το πόσο είναι χρήσιμα, να ασχοληθώ λιγάκι.
Της κόρης μου αυτές τις ημέρες της είχα αγοράσει για δώρο, ένα πολύ καλό τέτοιο εργαλείο.
Είπα στον εαυτόν μου, το εργαλείο  το έχω στο σπίτι μου, εκεί θα πάω να εξασκηθώ, να μάθω. Κανένας δεν θα με ξέρει, κανένας δεν θα με βλέπει και όσα λάθη να κάνω, κανένας δεν θα με μαλώσει, μα ούτε και θα με κοροϊδέψει.
Εγώ και το μηχάνημα θα είμαστε και κανένας άλλος!.

Σε αυτό πήγα και δοκίμασα να ει δω πως γράφει.
Εφόσον ήμουνα  καλός στην πλάκα, στο κοντύλι, άριστος στην καλλιγραφία, με την πένα και τον κονδυλοφόρο και πολύ καλός στην προπαίδεια, είπα, γιατί θα είμαι άχρηστος σε αυτό το εργαλείο, που ακόμα και να αναποδογυρίσει  δεν αναποδογυρίζει η καλαμαριά, να χυθεί το μελάνι, για να τα κάνει όλα μπάχαλο-λίμπα!...
Αφού έμαθα την πένα την  καλαμαριά, και δεν τα έκανα τότε μπάχαλο, αυτό δεν θα μάθω, δεν θα ξέρω;…
Τι είναι αυτό;
Ο μπαμπούλας;
Πήγα με μεγάλο δέος και με ευσέβεια και το άνοιξα και άρχισα να γράφω.
Έγραψε χωρίς να ακούγονται τα πλήκτρα,  τα γράμματα μελωδικά να γράφουν όπως της γραφομηχανής .
Όμως!...
Εγώ έγραφα και αυτό, αλλού με έγραφε, φίλος δεν πιάνεται ,όπως ο κοντυλοφόρος, που του καθαρίζεις την πένα και κάθεται στο μελανοδοχείο όμορφος, καλός,  φρόνιμος και με κλεισμένο  το στόμα.
Αυτό όμως το εργαλείο, άμα το αγγίξει ξένος και ανήξερος χωρίς να το καταλάβεις, όλα τα μαρτυράει.

Έτσι και τώρα το μαρτύρησε, με μαρτύρησε και άρχισε η γκρίνια.
Ποιος πείραξε το εργαλείο;  Ρωτάει η κόρη μου.
Μηλιά εγώ…
Μετά από λίγο είπε: Εδώ είναι και ο άλλος μάρτυρας…
Σιωπή εγώ…
Το μολυβάκι, το μολυβάκι  το μικρό με τις δύο μυτούλες!...
Αυτό,  αυτό το μολυβάκι,  πως περπάτησε και ήρθε εδώ, τι θέλει;
Τίνος είναι;… Τι ήθελε εδώ στο γραφείο το δικό μου;
Άλλη φορά να μη το αγγίξεις , μου είπε με ύφος.
Ναι... με ύφος και όμως, στο πράγμα, το οποίο εγώ πλήρωσα, και μου έκοψε την φόρα.
Ίσως να είχε δίκιο, εμένα όμως τότε μου κακοφάνηκε.
Τι μπορούσα  όμως να κάνω;
Τίποτα..

Με έπιασε το παράπονο, κόμπος στον λάρυγγα μου, σαν το ζημιάρικο  μικρό παιδί που το μαλώνουν. Πιάνω και γράφω σε ένα χαρτί το παράπονο μου, με το δικό μου όμως τρόπο και εκφράσεις, που ήταν και είναι κατανοητός, μόνο σε αυτούς που είναι βασανισμένοι , και αγωνίζονται στην ζωή πάντοτε  για το καλύτερο…
Είναι κατανοητός, μόνο σε αυτούς, που για τους άλλους μόνο νοιάζονται και για τους άλλους μόνο πασκίζουν- φροντίζουν.
Ίσως και να είναι της ανέχειας τα κατάλοιπα, τα απωθημένα, όπως λένε αυτοί οι γραμματιζούμενοι, οι τρανοί….
Και να, τι έγραψε με τα απωθημένα μου,  εκείνο το μολυβάκι μου το μικρούτσικο, στο χαρτί και τοποθετήθηκε επάνω στο κλειστό  σύγχρονο, ξένο, εργαλείο.
Αυτά τα λίγα, τα μικρά, τις πέντε μόνο λεξούλες…
Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη!  

Έφυγα σαν ζημιάρης, με σκυμμένο το κεφάλι και είπα:
Αυτό - αυτό  το εργαλείο εγώ πρέπει να το αγοράσω, να είναι δικό μου και πρέπει να το μάθω…
Θα το μάθω, θα το μάθω, τι είναι αυτό που δεν μπορώ να μάθω και γιατί να μη μπορώ;..
Χαζός είμαι;...
Δεν είμαι!...
Τόσα και άλλα έμαθα,  με συνθήκες κακές και δυσκολίες μεγάλες και αυτό δεν θα μάθω;
Θα το μάθω… θα το μάθω…
Αν δεν το μάθω και πολύ καλά, τι πειράζει;
Δεν θα δώσω δα και εξετάσεις να μου βάλουνε τον βαθμό!...
Τώρα τον βαθμό και τα μπράβο, ας τα κρατήσουν ποιο πίσω, άχρηστα μου είναι!...
Χαζός όμως δεν είμαι!...
Είμαι;…Είμαι;...
Πως το επιτρέπεις να σε περνάνε  οι άλλοι για καθυστερημένο, για χαζό;…
Από τους δικούς σου ανθρώπους, μέσα και από το δικό σου σπίτι;…
Και  να σκέπτονται  ακόμα για σένα και ότι, ο άλλος ήθελε βάλει στο νους του;…
Πώς να σε περνάνε οι άλλοι;...

Μέχρι τώρα, είπα στο εαυτόν μου,  παραπάνω από το πρέπον δεν χόρεψα, δεν έφαγα, δεν  ντύθηκα, μηδέ ήπια. Άδουλο, ανίδρωτο, ψωμί δεν έφαγα ,  τζάμπα νερό, μα ούτε άπλερο κρασί ήπια.
Σπατάλη στην ζωή σου δεν έκανες και άσκοπα δεν ξόδεψες, αν αυτό θεωρείται έξοδο άσκοπο, σπατάλη, ο εκσυγχρονισμός, ας είναι.
Έχεις στο κάτι τις το δικαίωμα...

Μετά αμέσως  κίνησα πήγα, επήρα το εργαλείο μου και έγινα νοικοκύρης.
Αυτεξούσιος, αυτάρκεις, ανεξάρτητος ,με το εργαλείο μου αφεντικό του εαυτού μου.
Γράφω-γράφω, χωρίς να με γράφει,  με αγαπάει και το αγαπάω, δεν είναι μαρτυριάρης και παίρνω και στέλνω και με το mail  το γράμμα!.
Οι φίλοι μου τώρα πια, να  υπερηφανεύονται, πως και εγώ εκσυγχρονίστηκα και από κοντά και εγώ πηγαίνω….
Δεν είμαι, τόσο πολύ πια αλάργα!...

Αυτό πρέπει να κάνετε και εσείς, για να μην είσαστε  και βρεθείτε χωρίς να το καταλάβετε, αλάργα!... Τίποτα δεν είναι δύσκολο, δεν υπάρχει το δεν μπορώ, μόνο το δεν θέλω υπάρχει…
Αν υπήρχαν και για την χώρα μας, καλοί, κακοί, γείτονες να μη μας δίνουν δανεικά,  ή, στα δανεικά να υπήρχε έλεγχος και όχι ασυδοσία, θα είμαστε νοικοκυραίοι!
Τώρα αν και σε μεγάλη ηλικία κατάλαβα πως είχε δίκιο η κόρη μου!...
Και από τους μικρότερους το μάθημα!...
Οι νέοι πρέπει, ότι νέα καινοτομία κυκλοφορεί στη αγορά να την μαθαίνουν από τους πρώτους, για να μην έρθει η στιγμή που θα θεωρούνται άχρηστοι, παρωχημένοι, αλάργα.
Για την γνώση, ποτέ δεν θα μετανιώσουν!…. 
Την γνώση, πάντοτε από κοντά- κοντά να την ζυγώνετε και όχι από αλάργα!...

Γιάννης Στ Βέργος {Γορτύνιος}
18.03.2012

Αφιερώνεται:
Στον μόχθο των  νέων για την γνώση και την ηθική τελείωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου