Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Έτοιμος- παλεύουμε..


Φαντάσματα, Νεράιδες, Στοιχειά, Μπαμπούλες, Σμιρδάκια, μας λέγανε τότε, πως ήσαν,  πως υπάρχουνε πολλά, που βγαίνουνε και περπατάνε τα βράδια,  την νύχτα, την άφωνη την ώρα, στα απόσκια,  στα σκοτεινά, στα στοιχειωμένα μέρη…  
Και ο Σατανάς, ο Τρισκατάρατος, ο τρικέρατος ο σκατογένης, ήταν και είναι ο πιο τρανός, ο πιο φοβερός, από όλους τους άλλους, από όλα τα άλλα τα στοιχειά!.. 
Αυτός  παντού είναι, σε όλους τους τόπους και εδώ, και εκεί, και παρακεί, όλο τον καιρό και όλες τις ώρες,  εκεί  υπάρχει, που μόνο, όταν κάνεις το σχήμα του σταυρού, όταν καις λιβάνι και  όταν έχεις επάνω σου για φυλαχτό, το μαυρομάνικο, το δίκοπο μαχαίρι, που η λαβή του έχει γίνει, είχε φτιαχτεί, από το τσέπι, τα κέρατα του μαύρου τράγου, έτσι μας έλεγαν τότε,  ότι με αυτά μόνο νικιέται, τότε μόνο, αυτός μονάχα φεύγει, με τίποτα άλλο δεν νικιέται, με τίποτα αυτός δεν φεύγει… 
Εκεί κάθεται σταυροπόδι και όλο, ανακατωσούρες φέρνει. 
Κάνει το κακό!... Κάνει τις διαβολιές του!… 
Το γιατί μας τα έλεγαν όλα αυτά, τα σκιαχτερά, τα φοβερά, δεν ξέρω... 
Το μόνο τώρα που καταλαβαίνω, νομίζω, πως όλα αυτά μας τα έλεγαν, για να μας φοβίζουν.
Και είχαν το σκοπό τους… 
Ποιο;

Ψωμί να μη ζητάμε και να μη κλαίμε για να μας δώσουν, την πείνα μας, με τον φόβο μας να ξεχνάμε, να  την καταπραΰνουμε, για να περνάει ο καιρός, να φεύγει η ημέρα, που τότε, το ψωμί ήταν λιγοστό, το δίνανε, το τρώγανε και το μέτραγαν με τον διαβήτη και το ξοδεύανε με τσιγκουνιά, γιατί ήταν σπάνιο και δεν υπήρχε… 
Καλό κουμάντο έπρεπε να κάνουνε, στο ψωμί και στο προσφάγι, για να υπάρχει από λίγο,  λίγο και για την αυριανή,  την άλλη ημέρα, για την επιβίωση, για να σταθούν όλοι στα πόδια τους. 

Μα εγώ αυτά τα φοβερά, τα τρομερά  στοιχειά, εκτός από την φοβερή την πείνα, δεν τα συνάντησα πουθενά!...  
Εκεί, που σαν παιδί ολημερίς, περπάταγα, γύριζα  σε ρέματα, βουνά, φαράγγια.  Μόνο, στον Αρτοζήνο  μια φορά, ένα βράδυ, ήρθανε απρόσκλητα, στα ξαφνικά, όλα αυτά μαζί… μαζεμένα!... 

Ήμουνα, δεν θα ήμουνα τότε έντεκα, δώδεκα χρονών, που εντολή μου έδωσε η μάνα μου, το αραποσίτι στο χωράφι μας  στον Αρτοζήνο, που τώρα ψωμώνει μου είπε, να πάω ολημερίς και ολονυχτίς να  το φυλάξω, από τα πουλιά, τα όρνεα της ημέρας και από τα ζούδια, που κυκλοφορούν την νύχτα για την τροφή τους… Να βρουν και αυτά, κάτι να φάνε!...   
Η εντολή, ήταν διαταγή, δεν ήταν παρακάλια, άρνηση και αντίρρηση δεν υπήρχε καμία. 
Εφόσον κουνιόσουνα και ανάπνεες, την εντολή, τότε, έπρεπε να την εκτελέσεις. 

Επήρα το μουλαράκι μας, την Γκιοσούλα μας, τις δύο γιδούλες μας, έβαλα στο σακούλι λίγο ψωμί, δύο κρεμμύδια και τυρί, την βαρελίτσα για νερό, τα κρέμασα στο σαμάρι του μουλαριού και ξεκίνησα για το χωράφι μας στον Αρτοζήνο.  

-Πήγαινε παιδάκι μου, πήγαινε, κάνε το σταυρό σου και πήγαινε, πήγαινε να το φυλάξεις καλά το αραποσίτι, και όλη την μέρα να βαρείς την λάτα, να μη ξεχνιέσαι και αποκοιμηθείς, το βράδυ να ανάψεις γύρω , γύρω, δύο, τρεις, φωτιές με ξύλα και γκαβαλίνες, στην άκρη μέσα στο χωράφι, να βγάζουνε καπνό, να μυρίζουνε, τα ζούδια να μη ζυγώνουνε και πρόσεχε, μη σου ξεφύγει η φωτιά και κάψεις το πλάι, το λόγγο, τα πουρνάρια. Τότε δεν θα έχουμε πουθενά στασιό, θα πάνε τον πατέρα σου  οι χωροφύλακες στη φυλακή, και θα μας πάρουνε και το σπίτι!  

Αυτά μου είπε η μάνα μου με ύφος αυστηρό, για να τα βάλω αυτά καλά στο νου μου!... 
-Κάνε το σταυρούλι σου και πήγαινε παιδάκι μου, πήγαινε, τώρα μην αργείς… Εγώ αύριο, μεθαύριο, όταν εδώ τελειώσω τις δουλειές,  το πλύσιμο, το ζύμωμα, το φούρνισμα,  το πότισμα στα περβόλια μας, για να γίνουνε οι μπατάκες,  θα έρθω, θα σου φέρω γλαρό ψωμί και κηπομαγέραμα,  μπατάκες, κολοκύθια, λεποντιές ανάκατες, θα είναι το φαγάκι, τι ωραίο!...   
Ο πατέρας, ήταν για μαστοριά, ταξίδι... 
Ήσαν όλες οι δουλειές και οι ευθύνες επάνω της, έπρεπε να τις κάνει, να τις βγάλει καλά,  όλες, παλικαρίσια πέρα…  
Και τις έβγαζε!... 
Τότε είχε  αλωνίσει μόνη της,  είχε κουβαλήσει τα αλώνια, είχε συνεμπάσει τα γεννήματα και οι άλλες δουλειές είχανε μείνει λίγο πίσω, δεν τις πρόφταινε, ας έκανε, η δόλια, η μακαρίτισσα, Θεός συγχώρεσε την και την νύχτα, ημέρα!... 

Έφτασα στον Αρτοζήνο, στο χωράφι μας, στην Σπηλίτσα, μετά από μιάμιση ώρα δρόμο. Σταμάτησα στην απάνω πεζούλα, στην λάκα κατά την μεριά στο Λάζο, κάτω από το μέλεγο, εκεί που είναι η μεγάλη πέτρα, η ριζιμιά που από πάνω είναι επίπεδη, ίσια, σαν  μικρό μπαλκόνι και από κάτω σχηματίζει μικρή σπηλίτσα,  που  στην ανάγκη, μας προφύλαγε από την βροχή.
Ξεκαβάληκα το μουλάρι, ξεκρέμασα το σακούλι από το σαμάρι και το κρέμασα ψηλά, στο δέντρο, στο μέλεγο, προφυλαγμένο να είναι, να μη μπορεί να το φτάσει ζωντανό, ή ζούδι, ή κάτι άλλο, το ψωμί να το φάει, ή να το μολέψει. Κατέβασα την βαρελίτσα με το νερό, την ακούμπησα κάτω, επάνω σε χόρτα ξερά,  ξεστρώνω το μουλαράκι μου και βάζω το σαμάρι του και σκεπάζω την βαρελίτσα με το νερό για να έχει δροσιά ,και άφησα το μουλάρι και τις γίδες να βόσκουν στο λόγγο, που είχε χόρτα, μελιγκάρια πολλά, λες και ήταν εκεί, χωράφι με ποτιστικό τριφύλλι. 
Τα ζωντανά έβοσκαν ευχαριστημένα!... 
Εγώ μάζεψα ξερές γκαβαλίνες να τις έχω για το βράδυ, να τις ανάψω. '
Εκανα προετοιμασία και καθάρισα γύρω,  γύρω τον τόπο  από τα ξερά χορτάρια, εκεί που θα άναβα το βράδυ τις φωτιές, έφτιαξα τα σκιάχτρα για  να φοβούνται τα πουλιά και τα άγρια ζούδια. Μετά επήρα στα χέρια μου την λάτα, ντενεκέ και την κτύπαγα, πότε τύμπανο και πότε ταμπούρλο. 
Στην αρχή, τα θεοπούλια, τα κοράκια, τα ζούδια, από τα σκιάχτρα  και σαν άκουσαν τον ήχο και το χούγιασμα, της φωνής μου, φοβόταν, δεν πλησιάζανε να φάνε από το αραποσίτι, μετά ξεθάρρεψαν, επάνω στα σκιάχτρα καθόταν και κορόιδευαν με μένα. 

Και έλεγαν: Αυτό το παιδί, τώρα τι κάνει;…
Και γιατί;…  
Μόνο που εγώ τότε δεν καταλάβαινα και στενοχωριόμουνα, που έτρωγαν και αυτά από το δικό μου το αραποσίτι…
Και όλη την μέρα γύριζα με την λάτα να χτυπά, πάνω, κάτω, πέρα, δώθε μέσα στο χωράφι, στις πεζούλες με το αραποσίτι… 
Σπυρί δεν ήθελα, δεν μου άρεσε, τα ζούδια, να μου αρπάξουν!... 
Ο θεός όμως αγαπάει όλα τα πλάσματά του και έχει κανονίσει, τι ανήκει στον άνθρωπο και τι στα άλλα ζούδια, στα πλάσματά του....
Που αυτά, αρπάζουνε μόνο για να φάνε!   
Ενώ ο άνθρωπος, αρπάζει, κλέβει, σκοτώνει, κρύβει και αυτός δεν ξέρει, τι θέλει και τι κάνει!... 
Το γιατί;..  
Τι τα θέλει;… 
Τι μαζεύει;… 
Για το πότε;... 

Ο Ήλιος ανέβαινε, ήρθε το μεσημέρι, τα ζωντανά στάλιζαν στον ίσκιο κάτω από τα δέντρα στο λόγγο, κατάλαβα πως διψάνε, δίψασα και εγώ. Τα παίρνω και τα πηγαίνω στην βρύση, που δεν ήταν πολύ μακριά, στον Άγιο Δημήτρη. Η βρύση που είχε και έχει γάργαρο κρύο νερό. 
Είναι εκεί, η παρουσία του Θεού!... 
Τα αφήνω τα ζωντανά μόνα τους, να πιούνε νερό, να χορτάσουν, και εγώ πηγαίνω στην εκκλησίτσα του Αγίου που είναι στο πλάι της βρύσης. 
Φιλάω γονατιστός την εικόνα Του και το απολυτίκιο του Αγίου ψέλνω:   
’…Μέγαν εύρετο εν τοις κινδύνοις … ως του Λυαίου καθείλες την  έπαρση, εν τω σταδίω θαρρύνας   τον Νέστορα,.. Μεγαλομάτης Δημήτριε…’’
Κοίταξα την εικόνα Του και το κοντάρι Του, και επήρα θάρρος, και είπα: 
Ότι, και να μου παρουσιαστεί, ότι να συμβεί  σε μένα, θα με βοηθήσει, όπως βοήθησε τον Νέστωρα…
Θα τον νικήσω!… 
Ξαναφίλησα την εικόνα Του, έκανα τις μετάνοιες που πρέπει, και  σιγά, σιγά, με σεβασμό, με  σιγανά βήματα προς τα όπισθεν βγήκα από την εκκλησίτσα Του. 

Ζύγωσα στην βρύση, πίνω και εγώ κρύο νερό και χόρτασα, έβαλα, βουτιά, το κεφάλι μου μέσα στην κορύτα της βρύσης, να παγώσει. Εκεί συνάντησα τον Γιώρη του Τσαντίλη.  Ήταν ένα, ή δύο χρόνια μεγαλύτερος μου, που κολλητά στην βρύση ήταν το χωράφι τους, είχε κόψει από τον κήπο τους αγγούρια, τα έπλενε στην βρύση,  μου έδωσε και εμένα ένα.  
Μετά από λίγο ήρθανε στην βρύση και άλλοι με τα ζωντανά τους. 
Τότε, ένοιωσα πως δεν ήμουνα σε όλο το βουνό, στον Αρτοζήνο, μόνος.  

Γύρισα πάλι στο χωράφι μας, τα ζωντανά στάλιζαν στον ίσκιο,  εγώ  αφού έφαγα ψωμοτύρι, έφτιαξα με την τριχιά  στην κορομηλιά μια κούνια και με την λάτα αγκαλιά, την χτύπαγα, τραγούδαγα, έψελνα και κουνιόμουνα… 
Ήταν πραγματικά ευχάριστα, ωραία!... 
Ήμουνα ο κυρίαρχος όλης της πλαγιάς του βουνού!... 

Το βράδυ πριν συδόσει, άναψα φωτιές, γύρω,  γύρω από το σπαρμένο χωράφι,  καλά προφυλαγμένες να είναι οι φωτιές. Έπιασα τα ζωντανά και τα έδεσα για να μη κάνουνε ζημιά, στο αραποσίτι.  Άρμεξα τις γιδούλες μας σε ένα παλιό σαγάνι, που εκεί το αφήναμε στην τούφα να είναι φυλαγμένο, και έτριψα μέσα  στο γάλα το ψωμί, το έφαγα με το ξύλινο κουτάλι, που το είχε φτιάξει και μου το είχε δώσει ο Αντώνης ο Κουτσανδριάς, που είχε  πολλά γιδοπρόβατα και τα έβοσκε στα λιβάδια στον Αρτοζήνο. 
Την νύχτα για να μη φοβάμαι, έφτιαξα το μέρος,  έστρωσα το σαϊσματάκι μου κοντά, δίπλα εκεί που θα έδενα  και θα κοιμότανε ή θα στάλιζε το μουλαράκι μας η Γκιοσούλα, για να το έχω παρέα και να είμαι προφυλαγμένος.  

Έπεσα να  πλαγιάσω, να κοιμηθώ, αλλά έπρεπε να φυλάω και από τα ζούδια το αραποσίτι.   Συχνά έπρεπε να συκώνουμε την νύχτα, να χτυπά την λάτα  και από τον ήχο της να φεύγουν μακριά τα ζούδια. Το μουλάρι μας, όταν έβλεπε από μακριά κάτι το άγνωστο, κάτι το περίεργο άρχιζε να φουρμάζει και χτύπαγε την Γη μετά πόδια του και με τα πέταλά του, έτσι μας ειδοποιούσε, ότι κάτι γίνεται. Τις δύο γίδες της έδεσα λίγο πιο πέρα στη άκρη.  

Αποκοιμήθηκα...
Κάποια ώρα της νύχτας, από  την έγνοια μου ξύπνησα. 
Άνοιξα τα μάτια μου και τι να ειδώ;… 
Είδα ακριβώς δίπλα από το μουλάρι, ένα ίσκιο, που έμοιαζε με τον ίσκιο του διαβόλου. 
Είχε γένια και μεγάλα κέρατα…
Ήταν όμοιος και απαράλλαχτος!.. 
Φοβήθηκα!...
Έτρεμα σαν τα φύλλα του πλατάνου, που τα φυσάει αγέρας…  
Λούμωξα… λούφαξα…  Ξανά σκεπάστηκα με το σαϊσματάκι μου, έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα… Η καρδιά μου χτύπαγε, χτύπαγε δυνατά, κόντευε να σπάσει… 
Κάνω το σταυρό μου, λέω το πιστεύω, το πάτερ υμών, το όνομα της Αγίας Τριάδος, του λίθου σφραγισθέντος!…
Όλα τα απολυτίκια των Αγίων, που ερχόταν στον νου μου,  και το απολυτίκιο του Αγίου Δημητρίου. 

Κρυφά,  κρυφά αντισηκώνω την άκρη από το σάϊσμα και βλέπω το στοιχειό!.. 
Ήταν εκεί, ακούνητο. 
Είχε βγει το φεγγάρι και ξεπρόβαλε από το γαύρο στο βράχο,   το κοίταξα, καλά και  τον είδα επάνω στην ριζιμιά την πέτρα, που έμοιαζε σαν μικρό μπαλκόνι να στέκει όρθιος ο διάβολος. 
Είχε δύο κέρατα μεγάλα και γένια μακριά να κρέμονται και ένα στόμα που το ανοιγόκλεινε, έτοιμο να με αρπάξει, να με κατασπαράξει. 
Τώρα;… 
Τώρα;… 
Τι κάνω;… 
Δεν την γλυτώνω!… 

Μάζεψα όλες τις δυνάμεις μου επικαλέστηκα σε βοήθεια σιγανά όλες τις θεϊκές δυνάμεις, τα τάγματα των Αγγέλων, των Αρχαγγέλων,  τους δώδεκα Αποστόλους και όλους τους Αγίους. 
Είπα τρεις φορές, Ιησούς Χριστός Νικά και όλα τα κακά σκορπά και έκανα συνέχεια το σταυρό μου, με το άλλο μου το χέρι έσυρα από την θήκη του, το μικρό, το μαυρομάνικο μαχαίρι. 

Επήρα θάρρος, δύναμη και είπα: 
-Εδώ σε τούτο τον τόπο, σε τούτο το βουνό, κατοικούσε και κατοικεί ο Δίας, ο Ζεύς και στο βουνό αυτό έδωσε και πήρε το όνομά του, Αρτοζήνος!... 
Ο Θεός των Θεών!..
Ο Θεός μας και τώρα εδώ είναι!...
Εδώ κοντά είναι οι εκκλησιές του!..  
Εδώ και η εκκλησιά του Άγιου Δημήτρη και λίγο πιο εκεί και άλλες εκκλησιές των Αγίων… 
Εδώ κατοικεί ο Θεός!.... Και ο διάβολος δεν χωράει…
Εμπρός και άμα χρειαστεί, εδώ είμαι, έτοιμος, παλεύουμε!...  
Και σιγανά, σχεδόν από μέσα μου είπα: 
Σε εξορκίζω!...  Σε ξορκίζω....
Φύγε…  Φύγε...
Θα σε νικήσω!… 

Δεν πρόφτασα να αποτελειώσω την φράση μου, την σκέψη μου και ένα γκάπ, ακούστηκε και μου φάνηκε πώς ο διάβολος πήδηξε επάνω μου, να με λιώσει. 
Ευτυχώς, πήδησε λίγο πιο εκεί, δίπλα μου… 
Την  γλύτωσα!... 
Σαν αίλουρος πετάχτηκα, με το μαχαίρι μου στο χέρι και με δυνατή φωνή είπα: 
-Εμπρός παλεύουμε, θα σε νικήσω και αρπάζω τον διάβολο από τα κέρατα και τον καβαλικεύω!.. 
Τον ρίχνω κάτω, έτοιμος με το μαχαίρι μου να τον τρυπήσω, τώρα που είναι του χεριού μου, πριν προφτάσει να αντισταθεί... 
Ένα βραχνό μπέεε, μπέεε....  ακούστηκε, και τότε αντιλήφθηκα πως δεν θα σκότωνα τον διάβολο, αλλά την κόρμπα μας, την γίδα μας, με τα τσέπια,  με τα κέρατα, που είχε ανεβεί στης  ριζιμιάς της πέτρας το μπαλκόνι, να δροσιστεί και αμέριμνη, χωρίς φαντάσματα και στοιχειά, αναχάραζε, αναμάσαγε, την τροφή της, το γάλα της να μας δώσει!. 
Το φεγγαράκι το λαμπρό, από το βουνό που πρόβαλε, αυτό έριχνε την σκιά της!..  
Δεν ήθελε να μου κάνει κακό, αυτή, εμένα  για να με φάει!… 
Αρκούνταν στην βοσκή του λόγγου!...  

Για την λαχτάρα που της έκανα με εκδικήθηκε… 
Την άλλη μέρα το απομεσήμερο, εφόσον εγώ αμέλησα και το τράστο με το ψωμί δεν το σιγούρεψα καλά, το πήρε με τα τσέπια της και έφαγε το ψωμί μου… Και μου άφησε από αυτό, σπαρμένες στο πλάγι, στο λόγγο, τις κόρες του και έψαχνα εγώ μετά να τις βρω, να τις μαζέψω, να τις φάω, την πείνα μου να καταλαγιάσω!... 

Δεν υπάρχουν στοιχειά, μπαμπούλες και διάβολοι!... 
Εμείς, οι άνθρωποι είμαστε όλα αυτά!... 
Μα το γιατί;… Δεν ξέρω…

Γιάννης Στ Βέργος {Γορτύνιος}
13.08.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου