Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Η Φραντζόλα

«Ουδείς εκών κακός…» 
Ο παγωμένος αέρας σφύριζε στις γρίλιες, στο σκεβρωμένο παράθυρο, από το σπασμένο τζάμι, απρόσκλητος έμπαινε και πάγωνε το κάθε τι που ήταν μέσα  στο μικρό παλιό δωματιάκι, για να το ακούσουν,  να το νοιώσουν, να το καταλάβει καλά, κάθε κορμί, κάθε ψυχή, πως ήρθε ο χειμώνας…. Χειμώνας!... Χειμώνας!...  Άλλοι χαίρονται, και άλλοι κλαίνε!..  



Χαρά σε αυτούς που χαίρονται και υπομονή, κουράγιο, ελπίδα, σε αυτούς που κλαίνε!.. 
Τα δάκρυα τους, δύναμη του σώματος να γίνει,  βάλσαμο της ψυχής, με αυτά ας ξεπλυθεί η κακία, η συμφορά, του κόσμου!  
Την Άνοιξη, την χαρά, την προκοπή, αυτά τα δάκρυα να φέρουν!... 
Ποτέ Θεέ  μου αυτή την συμφορά, της πείνας, της ανέχειας, στην πλάση σου,  ποτέ πια να μη στείλεις…  
Δύο ημέρες τώρα ήταν νηστικός από ψωμί, ο εργάτης, το νεαρό παιδί. 
Πριν από δύο ημέρες, στο ταβερνάκι του μπάρμπα Μήτσου από τα Θερμιά  στην πλατεία Μερκούρη στα άνω Πετράλωνα είχε παραγγείλει,  που όλη μέρα ήταν νηστικός, να φάει για βράδυ ολίγη φασολάδα και ο μπάρμπα Μήτσος του βάζει ολόκληρη  την μερίδα και παραπάνω και του την χρεώνει για ολίγη. 
Και αυτή την έγραψε βερεσέ στο τεφτέρι.


Τότε είχε πέσει στην χώρα αναδουλειά  πολύ, μεροκάματο πουθενά και λεφτά δεν είχε ο νέος να πληρώσει… Ντρεπότανε ο νεαρός, όλο βερεσέ να τρώει… 
Την άλλη μέρα μεροκάματο πάλι δεν βρήκε, όλη μέρα πάλι νηστικό, ψωμί ούτε για αντίδωρο… 
Το βράδυ αυτού του χειμώνα, πίνει δύο γουλιές νερό, δεν είχε τίποτα άλλο να βάλει στο στόμα του και ξαπλώνει  στο κρεβάτι, στο ράντζο εκστρατείας, στο δωμάτιο,  στο πλυσταριό, για να πλαγιάσει. 
Τα μάτια του από τα δάκρυα είχαν στεγνώσει, κλείνανε, μα δεν τα έκλεινε, ο νους του, το μυαλό του, είχε σταματήσει, μόνο την προσευχή, στο Θεό ψιθύριζε. 
«Θεέ μου, Θεέ μου, μη με αφήνεις απροστάτευτο, εγώ δεν έχω εδώ κανέναν άλλον,  εκτός από εσένα. !..
Νέος είμαι, δεν θα με εγκαταλείψεις…» 
Με αυτά τα λόγια έπαιρνε θάρρος και ελπίδα και τον έπαιρνε  από λίγο, λίγο ο ύπνος και καταλάβαινε πως ροχαλίζει. 
Ο θόρυβος του αέρα, το κρύο, από τις γρίλιες του  παλιού παραθύρου τον ξύπναγαν, και τα γουργουρητά της πείνας του στομαχιού του και της κοιλιάς του δεν τον αφήνανε. 
Η ώρα, ο χρόνος δεν πέρναγε, για να φωτίσει, και για να απασχοληθεί ο νους  του και να σκορπίσει την στενοχώρια του, μέτραγε αριθμούς πολλούς, έλεγε την προπαίδεια. Ας είχε τελειώσει το Λύκειο. 
Και από όσους εκκλησιαστικούς ψαλμούς, όσους θυμόταν τους έλεγε, ούλους!...  
«Ως του Λυαίου  καθήλες την δύναμη…»   Έτσι Θεέ μου καθήλωσε και την πείνα μου… Και « ο Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά!…» 
Παρόλα αυτά, τις προσευχές, τους ύμνους, την ψαλμωδία, το κακό, η πείνα, δεν σκόρπαγε!... 
Μα ούτε καθηλώθηκε!… 
Το στομάχι, η κοιλιά, ασταμάτητα γουργούριζε… 
Η νύχτα πέρασε,  ξημέρωσε, άρχισε να φέγγει, ντύθηκε τα καλοκαιρινά ελαφριά του ρουχαλάκια που είχε, δεν είχε και  άλλα, καλύτερα, χειμωνιάτικα και κίνησε να πάει  για να βρει δουλειά, για να πουλήσει το κορμί του στην την αγορά του παζαριού του κορμιού και του μυαλού, στην πλατεία Κοντζιά, που ήταν η πλατεία, ο χώρος, της σύναξης του εργάτη. 
Και το εμπόρευμα  ποιο ήταν;… 
Ο εργάτης!...   

Στο δρόμο που πήγαινε  στο μισοσκόταδο, το πόδι του κτύπησε σε ένα πράγμα στρογγυλό, σαν τόπι. 
Σαν τι να είναι τούτο εδώ;…  Λέει στο εαυτόν του. 
Σκύβει και το πιάνει… 
Το θαύμασε!... 
Νάτο!.. Είπε: 
Και τι ήταν; 
Ήταν ένα μεγάλο κρεμμύδι!... 
Ο Θεός το έστειλε στα πόδια μου, μπροστά μου είπε. 
Ευχαριστήθηκε και Τον ευχαρίστησε. 
Το στούμπισε με την γροθιά του, στο γόνατό του, το ξεφλούδισε και το έφαγε. 
Στυλώθηκε η καρδιά του!...
Η κοιλιά του σταμάτησε να γουργουλίζει, ανοίξανε τα μάτια του, λειτούργησε ο νους του.
Η καούρα και η μυρουδιά του κρεμμυδιού, για μέλι, γλύκισμα, για άρωμα, μήλου, αχλαδιού του φάνηκε, που την θυμάται μέχρι και σήμερα. 
Είναι στην γλώσσα του, στο λάρυγγα του, ως τώρα!...

Περιπάτησε, περιπάτησε, το κρύο έτσουζε, ο αέρας σφύριζε και τρύπαγε τα κόκαλα του. 
Οι μασέλες του ανοιγόκλειναν ρυθμικά, τρίζανε τα δόντια και με το σφύριγμα του αέρα έκαναν ουράνια αρμονία. Συναυλία, όταν το ακούει, από μακριά ο άλλος…  
Όμως μαρτύριο, βάσανο ασταμάτητο, πόνος φρυκτός, ήταν, και είναι, σε αυτόν που του συμβαίνει και δεν μπορεί να συγκρατηθεί, δεν μπορεί να το διώξει. 
Τα πόδια του τα χέρια του παγωμένα, η καρδιά του τρέμει, κοντεύει να σταματήσει… 
Μόνο, η ψυχή του είναι έτοιμη να φτερουγίσει, να περάσει, να φύγει,  ανάμεσα από αυτή την μουσική αρμονία, να πάει για αλλού… Για την ουράνια, όπως λένε, σωτηρία!... 
Όμως το μετάνιωσε, δίσταζε να κινήσει… 
Το σώμα του νεαρού σε αναλαμπές, περπάταγε με ελπίδα…  

Έφτασε στην πλατεία, πήγε στο πεζοδρόμιο στο καφενείο η φωλιά, εκεί ήταν το στέκι των εργατών που περίμεναν να έρθουν οι εργολάβοι οικοδομών, να τους πάρουν για μεροκάματο. Έπιασε ένα απάγκιο και έβαλε την πλάτη του στην εσοχή του τοίχου,  για να μη τον χτυπάει ο παγωμένος αέρας. 
Άρχισαν να πέφτουν ψιλές,  ψιλές οι νιφάδες του χιονιού, θείο δώρο για την πλάση,  και για  τους άλλους… 
Κατάρα  όμως για τον εργάτη. ..
Σαλέπι, σαλέπι, διαλαλούσε, ο μικροπωλητής το υπαίθριο ρόφημά του… 
-Σαλέπι θέλουμε εμείς τώρα, ή φαρμάκι να φαρμακωθούμε, είπε ο ένας εργάτης, στον άλλον. 
Ένα μεροκάματο έκανα αυτή την βδομάδα και εκείνο τι να το κάνω;...
Δεν έφτασε ούτε για ψωμί, γάλα για τα παιδιά. 
Δεν έχουμε δουλειά, δεν έχουμε μεροκάματο, δεν δουλεύουμε… αλλά ευτυχώς, δουλεύει στο μπακάλη το τεφτέρι… και τρώμε.. Αλλά μέχρι πότε;… 
Πάμε να φύγουμε, δεν υπάρχει μεροκάματο σήμερα… 
Έφυγαν από μπροστά του,  που του κράταγαν  τον αέρα, και το κρύο . 

Ο καιρός δυνάμωσε και το χιόνι έπεφτε πιο πολύ, σπάνιο φαινόμενο για την Αθήνα.  Οι καλοντυμένοι χαίρονταν και οι φτωχοί που κρύωναν, έτρεχαν για να πάνε στα σπίτια τους, να προφυλαχτούνε. 
Μετά από λίγο φεύγει και ο νεαρός από το απάγκιο του και παίρνει την οδός Αθηνάς για τα άνω Περτάλωνα, με τα πόδια, τον δρόμο της επιστροφής. 
Που να πάει και ποιος τον περιμένει;
Κανένας…  
Έφτασε στην Βαρβάκειο αγορά, προϊόντα άφθονα, και όμως αυτός έτρεμε από το κρύο και την πείνα. 
Πείνα, πείνα… 
Και εκεί θυμήθηκε αυτά που έλεγαν στο χωριό του, για την κατοχή και την πείνα, που δεν υπήρχε ούτε ψωμί… και είπε: Ίσως  τότε ήταν καλύτερα, τότε ήταν πείνα στην έλλειψη… 
Τώρα εγώ τι κάνω; 
Πεινάω, πεινάω εν αφθονία!.. 
Ο φούρνος που έψηνε το ψωμί, του μύριζε από μακριά και του ερέθιζε τους σιαλογόνους
Τα δόντια του τρίζανε σαν πολυβόλο, όχι από το μάσημα του φαγητού αλλά από το κρύο. 

Ξάφνου περνάει από μπροστά του ένας άντρας ηλικιωμένος, θα ήταν εβδομήντα χρονών ίσως και παραπάνω… Φαινότανε καλοστεκούμενος, καλοζωισμένος, στα μάτια του νεαρού παιδιού.  
Ήταν κοντούτσικος στο ανάστημα,  ο σβέρκος του ήταν  χοντρός και έκανε ρομβοειδή σχήματα, φορούσε  απέξω μια γκρι καπαρντίνα, επενδεδυμένη από μέσα,  φαινότανε σαν γούνα, την είχε ξεκούμπωτη. 
Φορούσε στο κεφάλι του καφέ  καπέλο, ρεμπούπλα. 
Τον θυμάται, το νεαρό τότε παιδί, σαν να  είναι το σήμερα, σαν να τον βλέπει μπροστά του και τώρα… 
Κρατούσε και κρεμόντουσαν από τα χέρια του, δύο μεγάλες τσάντες, φτιαγμένες από καραβόπανο και ήσαν γεμάτες μέχρι απάνω ψώνια. 
Στην μία εξείχαν από την τσάντα δύο φραντζόλες ψωμί… 

Μόλις πέρασε ο παππούς δίπλα από το νεαρό, το ψωμί έντονα του μύρισε, γυρίζει και το κοιτάει… 
Βλέπει τις δύο φραντζόλες!... 
Ψωμί!...Ψωμί!... 
Με ορθάνοιχτα τα μάτια λέει… 
Αμέσως του γεννήθηκε η επιθυμία, την μία φραντζόλα, για να την αρπάξει… 
Μία φωνή από μέσα του, με ύφος επιβλητικό τον διέταζε και του έλεγε: 
Άρπαξε την, άρπαξε την, τώρα, τώρα άρπαξε την… Αλλιώς, τι να σου κάνω;.. 
Σε λίγο θα πέσεις κάτω, θα λιποθυμήσεις, θα πεθάνεις… 
Και η άλλη φωνή, πιο σιγανή του έλεγε: Σύνελθε… 
Τι πας να κάνεις;… 
Μα η άλλη φωνή επέμενε και όλο πιο δυνατά του έλεγε: 
Είσαι βλάκας… 
Ο γέροντας έχει δύο φραντζόλες και δύο τσάντες μεγάλες με ψώνια και εσύ δεν έχεις ούτε μπουκιά ψωμί να βάλεις στο στόμα σου, σε λίγο από την πείνα και το κρύο θα πεθάνεις… 
Και ενώ ήταν έτοιμος  στην φραντζόλα να ορμήσει, η άλλη φωνή τον σταμάταγε. 
Όχι, όχι, μη, μη, όχι του έλεγε: 
Αν το κάνεις αυτό, είναι η καταστροφή σου… Θα σε πεθάνουνε στο ξύλο… 
Όχι, όχι από μόνος του μονολογούσε, έλεγε, και έσφιγγε τις γροθιές του. 
Αυτό δεν πρέπει να το κάνω… 
Έχει ο Θεός. 
Δεν θα με αφήσει να χαθώ. 
Θεέ μου, Θεέ μου, Παναγία μου, βοήθα με, βοήθα με!... 

Τα σαγόνια του τρίζανε και ολόκληρος έτρεμε από το κρύο και την πείνα. 
Κανένας δεν τον άκουγε, κανένας δεν τον έβλεπε, κανένας δεν τον ρώτησε, και ας ήταν κόσμος πολύς.... 
Κανένας δεν του έδινε σημασία, ήταν στα περιττά, στα περιφρονημένα, στα παραπεταμένα, στα τιποτένια…  
Ήταν το τίποτα!…  
Όμως τα μάτια του έβλεπαν συνέχεια, ασταμάτητα, τις τσάντες με τα ψώνια και τα πόδια του  χωρίς να το καταλαβαίνει ακολουθούσαν την φραντζόλα!… 
Σε λίγο, φωνή πιο δυνατά του λέει: 
Τώρα, τώρα, σπρώξε, σπρώξε με δύναμη τον γέροντα να πέσει κάτω… 
Αμέσως, σβέλτα, με το ένα χέρι να τον αρπάξεις από τον γιακά και εύκολα του βγάζεις την καπαρντίνα και με το άλλο του αρπάζεις την μία φραντζόλα για να φας…  Και τρέξε… τρέξε…  
Τότε θα έχεις να φορέσεις την καπαρντίνα να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου, να στυλωθεί η καρδιά σου. 
Κρίμα είναι να πας από το κρύο και την πείνα, σαν το σκυλί στο αμπέλι… 
Ο γέρος, έχει φαγητό, δεν θα του λείψει η φραντζόλα, και δεν θα κρυώσει μέχρι να πάει στο σπίτι του, φοράει χοντρό από μέσα σακάκι, έχει στο σπίτι του καλό, χοντρό παλτό, για να φορέσει. 
Και εσύ φοράς το καλοκαιρινό σακάκι, χωρίς από μέσα φόδρα, που το αγόρασες φτηνιάρικο από το δημοπρατήριο, παλιό, από το Μοναστηράκι… 
Άρπαξε να φας, κορόιδο και κλέψε να έχεις,  στο κρύο να φορέσεις… 
Η άλλη φωνή  ξεψυχισμένα, συνέχιζε να του λέει:  
Μη, μη, όχι, όχι… και τίποτα άλλο… 
Και ή άλλη φωνή πιο δυνατά του λέει: 
Τι μάθαινες τόσο καιρό, τόσα χρόνια στο σχολειό, τα γράμματα;… 
Και ο Χριστός στα ευαγγέλια, το είπε: 
Ο έχων δύο χιτώνες, τον ένα να το δίνει στους φτωχούς… 
Και αφού δεν στο δίνει  μόνος του, με το ζόρι να το παίρνεις… 
-Μα είναι αμαρτία!… 
-Έκανε αυτός που τα έχει όλα τα αγαθά, αυτά που του λέει ο Χριστός; 
-Όχι… 
-Εσύ έχεις, και κλέβεις; 
- Όχι…  
-Άμα είχες… Δεν θα έκλεβες… 
-Όρμα, όρμα, άιντε ντε!... 
Αμάρτημα δεν έχεις!… 

Πείστηκε ο νεαρός με αυτά τα λόγια, με αυτές τις κουβέντες,  με αυτές τις συμβουλές. 
Τις σκέφτηκε αυτές στα γρήγορα, τις βρήκε καλές, λογικές, ωφέλιμες και απόφαση το παίρνει, την επιχείρηση να βρει την ευκαιρία να εκτελέσει. 
Την άλλη, την φωνή που του έλεγε όχι, μη, νόμισε πως του το λέει  για το κακό του.. 
Αυτή η φωνή είναι του σατανά, λέει… Θέλει, φροντίζει αυτή για το κακό μου. 
Και με τις σκέψεις αυτές και τους διαλογισμούς του, είχαν φτάσει μπροστά ο γέροντας και πίσω αυτός, έξω στην είσοδο του Δημαρχείου, εκεί ακριβώς που είναι οι κολώνες. 
Σταλίζει για λίγο ο γέροντας,  ο παππούς, να ξαποστάσει, να πάρει λίγη ανάσα. 
Σταμάτησε και  ο νεαρός, τα χέρια του, τα τρίβει. 
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κοιτά εμπρός και πίσω, έτοιμος  είναι, εκεί, επιτόπου, την πράξη να εκτελέσει. 
Τον γέροντα τον παππού να κρεουργήσει…  
Βλέπει διαβάτες να περνούν βιαστικοί, από μπρος και πίσω και από απέναντι στο πεζοδρόμιο και το έκρινε καλά, το σχέδιο να το αναβάλει, σε άλλο μέρος, απόμερο, την απόφασή του, την οριστική, την αμετάκλητη, με ασφάλεια να κάνει, να εκτελέσει. 
Κάπου, σε κάποιο στενό απόμερο θα στρίψει ο γέροντας, που δεν θα τον βλέπει ο κόσμος, θα είναι και πιο κοντά στο σπίτι του, για να μη κρυώσει κιόλας. 
Εκεί θα του πάρω την φραντζόλα το ψωμί, εκεί θα του βγάλω, θα του πάρω την καμπαρντίνα, κοντά θα είναι το σπίτι του, δεν θα κρυώσει. 

Εκίνησε ο γέροντας να προχωρεί, από πίσω και αποκοντά του, σαν το σκυλί, ο νέος πηγαίνει, και από την αγωνία του την πολύ, ενώ έκανε κρύο, παγωνιά και δυνατά φύσαγε, ίδρωσε το μέτωπό του. 
Στο πεζοδρόμιο ο γέροντας, ο παππούς σκόνταψε, έπεσε. 
Ο νεαρός αυθόρμητα, τρέχει και τον σηκώνει!… 
Αυτός του λέει ευχαριστώ και συνέχισε να προχωράει.  
Από πίσω στα δύο, τρία βήματα και ο νέος. 
Τα μάτια του βουρκώσανε, από το ένα μάτι κυλά το δάκρυ… 
Θυμήθηκε στο χωριό τον παππού του, που είχε το ίδιο σουλούπι και αυτός τώρα, κακό ήθελε, πήγαινε να του κάνει. Νόμισε πως αυτό που σκέπτεται να κάνει το κάνει στον παππού του… 
Δίσταζε, κώλωσε… 
Κόμπος του δέθηκε στο λαιμό, στο λάρυγγα του, με δυσκολία το λίγο σάλιο του, καταπίνει… 
Αλλά η φραντζόλα, το ψωμί, μύριζε έντονα , σαν την Κίρκη, τον τράβαγε  κοντά της!... 
Δεν μπόραγε να ξεκολλήσει … να αποφύγει!…  

Περπάτησαν και οι δύο τους, όλο, τον ίδιο  το δρόμο, την οδό Αθηνάς.  
Όμως με διαφορετικές σκέψεις, και επιθυμίες, ο καθένας τους. 
Κατέβηκαν τις σκάλες, περπάτησαν την υπόγεια πλατεία, ανέβηκαν τις σκάλες και επήραν τον δρόμο της τρίτης Σεπτεμβρίου.  
Η αγωνία του νεαρού κορυφώθηκε,  έτριβε τα χέρια του, τίναζε ενώ περπάταγε νευρικά τα πόδια του, έτριβε με την παλάμη του το μέτωπο του, η καρδιά του χτύπαγε έντονα, τόσο δυνατά που την άκουγε στα αυτιά του. 
Ο γέροντας, ο παππούς, σε στενό δεν έστριβε… δεν έμπαινε… 
Τα μάτια του, το βλέμμα του ήταν καλυμμένα στην φραντζόλα, για μία στιγμή τα σήκωσε φύγανε και βλέπει πως είχανε φτάσει στον σταθμό πρώτων βοηθειών.
Φρρ, φρρρ, φρρρρρρ ακούγεται ένα σφύριγμα, ο παππούς σταμάτησε, σταμάτησε και νεαρός, υου, υου,υου έκανε ένα αυτοκίνητο με ένα κόκκινο φως που γύριζε γύρο-γύρο και αναβόσβηνε, στρίβει αριστερά και μπαίνει. 

Σηκώνει  και πάλι ο νεαρός από την φραντζόλα τα μάτια του και βλέπει ακριβώς μπροστά του, έναν πολύ ψηλό, πανύψηλο άντρα, με ένα  μαύρο, μεγάλο μουστάκι. 
Φορούσε, στο κεφάλι του μεγάλο καπέλο,  στρογγυλό που από πάνω ήταν το ύφασμα του άσπρο, έμοιαζε με μικρό ταψί που ψένανε στο χωριό το ψωμί. 
Φορούσε άσπρη ζώνη και είχε από τον ώμο του λοξά μία άσπρη λουρίδα, και από το ζωνάρι, την μέση του, κρεμότανε, ένα μεγάλο πράμα σαν μπιστόλι. 
Είχε ύφος αυστηρό, επιβλητικό… 
Ήταν θαυμαστός, αγέρωχος!
 Ο νεαρός κάνει ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πίσω, ένα βήμα αριστερά του, ακουμπάει στον τοίχο  κλείνει για λίγο τα μάτια του. 
Συνήλθε!... 
Και από μέσα του λέει:  
Νάτος!.. 
Νάτος, ο χωροφύλακας, ο αστυφύλακας, ο αστυνόμος, θα σε πιάσει… 
Και καλά αυτός είναι φανερός, και φαίνεται και φυλάγεσαι από δαύτον, και αν είναι κανένας άλλος που έρχεται από πίσω σου και είναι της μυστικής και είναι κάπου και παραφυλάει κρυμμένος και δεν φαίνεται και μετά σε πιάσει; 
Τότε τι κάνεις;... 
Τι χαμπάρια μάστορα;... 
Καλύτερα να πεθάνεις από την πείνα, να ρέψεις σιγά,  σιγά, παρά από τον πόνο, από το ξύλο…. 
Γύρνα πίσω, γύρνα!… 

Ανοίγει τα μάτια του να είδει από μακριά τον παππού με την φραντζόλα και δεν τον είδε!… 
Του ζήτησε να τον συγχωρέσει, για το κακό που πήγαινε να του κάνει… 
Απομακρύνθηκε λίγο, γύρισε πίσω εκάθησε αρκετή ώρα  και κοίταγε αυτό τον αστυνομικό που καθότανε εκεί όρθιος και παρακολουθούσε και έκανε πολύ καλά την δουλειά του. 
Σε ευχαριστώ, του είπε. 
Χωρίς αυτός να το ακούσει, χρήσιμος είσαι όπως είσαι και φαίνεσαι με το μεγάλο σου καπέλο, γλίτωσες τον γέροντα από το σπρώξιμο να σπάσει κάνα πόδι, και μένα, ίσως, από… δεν ξέρω από τι;.. 
Σίγουρα από το ξύλο, και την φυλακή… 
Την προσβολή,  την καταστροφή, την συμφορά και την ντροπή την μεγάλη…  
Καλύτερα θα είναι της πείνας να πεθάνω, παρά τις τέτοιες προσβολές που κόντεψα να πάθω. 
Με γλίτωσες με προστάτευσες εδώ πά, Παναγιά μου, Θεέ μου. 
Σε ευχαριστώ!… 

Έσκυψε το κεφάλι,  μετανιωμένος, σκεφτικός περπάταγε προς την πλατεία της Ομόνοιας. 
Έφτασε, κατέβηκε τις σκάλες και εκεί ένοιωσε μια ζεστασιά μια θαλπωρή, ζεστάθηκε λίγο το κορμί του. 
Γύρισε σιγά, σιγά μία ή δύο φορές την πλατεία από κάτω γύρο,  γύρο, κατεβαίνει την δεξιά σκάλα που είναι  ο σταθμός, το ηλεκτρικό τραίνο που πηγαίνει Πειραιά –Κηφισιά. 
Κάτω από την σκάλα ήσαν μικρά μαγαζάκια. 
Ήταν και ένα μαγαζάκι που πούλαγε σάμαλι. 
Ο νεαρός από λεφτά είχε όλα και όλα μία εικοσάρα [Είκοσι  λεπτά της δραχμής] 
Έβλεπε το ταψί με το σάμαλι και άρχισε πάλι το μαρτύριο της πείνας. 
Έκανε πέρα, δώθε, βόλτες, έπιανε την εικοσαρούλα στην σκέπη του και σκεφτότανε τι να κάνει; 
Να πάει να του ειπεί να του κόψει ένα κομματάκι όσο κάνει να πάρει με την εικοσάρα;... 
Αλλά πάλι ντρεπότανε, ντηριώτανε δεν πήγαινε… 
Μετά από αρκετή ώρα βλέπει στην άκρη του ταψιού ένα κομμάτι σάμαλι που είχε κοπεί στα δύο. 

Τότε πήρε τη απόφαση, πλησιάζει και λέει:  
Κύριε, κύριε, έχω μία εικοσάρα δεν έχω άλλα, μου δίνεις σε παρακαλώ αυτό το μικρό κομματάκι το σάμαλι; [Ολόκληρο το κομμάτι είχε πενήντα λεπτά, μισή δραχμή]  Έβγαλε από την τσέπη του την εικοσάρα να  του την δώσει. 
Ο καταστηματάρχης του έριξε μια ματιά έπιασε  την σπάτουλα,  ένωσε τα δύο κομμένα κομμάτια, τα έβαλε στο χαρτί, στην λαδόκολλα,  ρίχνει με την σπάτουλα όσο περισσότερο σιρόπι μπορούσε και χώραγε και το  δίνει μαζί με την εικοσάρα. Είμαστε και οι δύο εντάξει, θα μου τα δώσεις όταν γίνεις τρανός και θα έχεις καλή δουλειά… 
Μη φοβάσαι, όλοι θα ζήσουμε. Φροντίζει ο Θεός για όλα τα πλάσματα του, που είναι κάτω από τον ουρανό, από τον ήλιο… 
Ο νεαρός κάθισε στο παγκάκι το έφαγε… 
Ανοίξανε τα μάτια του, στυλώθηκε η καρδία του και άρχισε να σκέπτεται καλά, με το μυαλό του.
Ο Θεός δεν αφήνει να χαθεί έτσι, κανένα από τα πλάσματά του!... 
Υπομονή… υπομονή…  
Κάτι Αυτός θα κάνει… 
Μεσημέριασε.  
Κίνησε , αγάλια, αγάλια, συλλογισμένος, σκεφτικός, μετανιωμένος για τα άνω Πετράλωνα. 

Ανηφόρισε τον δρόμο προς το Θησείο, σε κάποιο σημείου στο πεζοδρόμιο βλέπει μία ηλικιωμένη γερόντισσα να σούρνει ένα καροτσάκι φορτωμένο, προσπαθούσε να το ανεβάσει τα δύο τρία σκαλοπάτια της εξώπορτας του σπιτιού της. Το ανέβαζε με κόπο μέχρι στο δεύτερο σκαλοπάτι. Και εκείνο, το καροτσάκι, κύλαγε πάλι προς τα πίσω και η γερόντισσα πάλευε. 
Πλησιάζει ο νεαρός και χωρίς καμία κουβέντα το πιάνει και το ανεβάζει επάνω και η γερόντισσα χίλιες ευχές του δίνει… Βγάζει και του βάζει στην τσέπη του ένα τάλιρο.[πέντε δραχμές
Ο νεαρός κάνει πως δεν το θέλει… 
Πάρτο παιδάκι μου, σε σένα θα σου είναι χρήσιμο, εγώ τώρα ψωμί, φαγητό έχω τι να το κάνω; 
Για αυτήν την ώρα είναι τα λεφτά να κάνεις την δουλειά σου και να υπάρχουνε άνθρωποι… να σου μιλάνε, να σε βοηθάνε. Δόξα τον Θεό!... Βρέθηκες εσύ και μόνος σου με βοήθησες, σε ευχαριστώ, αλλιώς, ποιος ξέρει, δεν ξέρω το μέχρι πότε, μέσα στο κρύο θα παιδευόμουνα
Τον ρώτησε  και του είπε αν δεν έχει δουλειά το του δώσει δυο μεροκάματα να της καθαρίσει ένα χώρο της αυλής. 
Της είπε αύριο θα πάει… 

Ευχαριστημένος έφυγε που βρήκε για την επομένη μεροκάματο. 
Με χαρά πηγαίνει στο  ίδιο ταβερνάκι, του μπάρμπα Μήτσου από τα Θερμιά, παραγγέλνει μια μακαρονάδα και μετά μια ολίγη και την τρώει, δίνει στον μπάρμπα Μήτσο να κρατήσει για αυτά και έναντι για τα άλλα, ολόκληρο το τάλιρο.  
Ο μπάρμπα Μήτσος δεν ήθελε να τα κρατήσει. 
Κράτα και εσύ να έχει ένα φράγκο επάνω σου. 
Ο νεαρός επέμενε, όχι του έλεγε: Για να έχω μπάρμπα Μήτσο τα μούτρα παστρικά… 
Μετά τα πράγματα αλλάξανε, κοντά στο ένα μεροκαματάκι ερχότανε το άλλο. 
Με φιλότιμο, τίμια δούλευε  σε όποια δουλειά του τύχαινε. Και το καλό, το μεγάλο, μεροκάματο το ήθελε και το λίγο, δεν το άφηνε. Δούλευε, δούλευε… 
Ξεχρέωσε την ταβέρνα, τον μπάρμπα Μήτσο και τον ευχαρίστησε που στην δύσκολή του, τον τάισε, τον έζησε. 

Ο νεαρός με τα παθήματά του αυτά γυμνάστηκε. 
Γύμνασε το σώμα του και την ψυχή του, στην αντοχή, στους πειρασμούς, στη θέληση, στην υπομονή, γυμνάστηκε στα ψυχικά αισθήματα και συναισθήματα και τις επιθυμίες του έμαθε να τιθασεύει. 
Δεν ήθελε ανίδρωτο ποτέ ψωμί να τρώει, και απλέρωτο ποτό, κρασί, μα ούτε νερό, να πίνει…  
Και  έμαθε όποιος του δίνει δουλειά να του έχει ευγνωμοσύνη….  
Και προσπαθούσε  με τον τρόπο του να την ανταποδώσει  την κάθε βοήθεια… τον λόγο τον καλό, την καλοσύνη. 
Το  δώρο θέλει αντίδωρο, και ό καθένας το περιμένει και ας μη το ζητάει ο άλλος…  
Προσπαθούσε όπως πρέπει από μόνος του να το προσφέρει για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, και όχι την αχαριστία… 

Μα τι έγινε ο νεαρός σαν περάσανε τα χρόνια;… 
Η Θεία πρόνοια τον προστάτευσε, γυμνασμένος στις κακουχίες όπως ήταν, προικισμένος με αντοχή στις στερήσεις του αρκούσαν τα λίγα τα δικά του, δεν ζήλευε  τα πολλά, τους άλλους… Με τα πολλά, τα ξένα.. 
Τον έφταναν, χαιρόταν, με τα λίγα τα δικά του!... 
Βρέθηκαν μπροστά του, ανεπάντεχα και δύο καλοί άνθρωποι που του έδωσαν το χέρι τους και τον βοήθησαν να ανεβεί στην σκάλα της ζωής, το πρώτο σκαλοπάτι.  
Τα άλλα, τα σκαλοπάτια της ζωής τα ανέβηκε, αφού ήταν γυμνασμένος, αθλητικά, επάξια… 
Το χέρι αυτό, το τίμησε, έσκυψε και το φίλησε, με σεβασμό και ευλάβεια, χωρίς να το λερώσει… 
Απέκτησε τίτλους ικανούς, από ψωμί, πολλές φραντζόλες!... 
Και προσπαθεί, και την πείνα των άλλων να στομώσει… 
Αλλά για να στομώσει του κόσμου η πείνα, πρέπει να το θέλουνε οι πολλοί…  
Δεν φτάνουνε μόνο, οι δύο, οι τρεις, οι λίγοι… 
Όμως οι πολλοί το θέλουνε;… 

Μα την νοστιμάδα του κρεμμυδιού που έφαγε και την μυρωδιά της φραντζόλας που δεν άρπαξε, δεν έφαγε, ακόμα αυτή η φραντζόλα, στα μάτια του, στην μύτη του μοσχοβολάει, μυρίζει!.. Είναι!… 
Ακόμα, με θαυμασμό την θυμάται!…

Γιάννης Στ. Βέργος {Γορτύνιος}

 12.12.2012


Σημ: Σε πεινασμένο για τον Θεό, για το Χριστό, την Παναγιά, μη του μιλάς, γιατί δεν σε καταλαβαίνει... Δώσε του πρώτα  την φρατζόλα το ψωμί!... Για να καταλάβει τα άλλα…

4 σχόλια:

  1. Η αγανάκτηση, η λύπη, ο θυμός, η οργή και πολύ περισσότερο η πείνα, ποτέ δεν είναι καλός σύμβουλος, τα κακά πάντοτε συμβουλεύουν…
    Ποτέ αυτά, δεν κάνουν το καλό, την προκοπή, αυτά δεν φέρνουν!...
    Αυτά σπέρνουν πάντα, παντού την συμφορά!...
    Με δάκρυα την οργή ποτίζουν, αυτή για να θεριεύει!…
    Και όταν θεριέψει, τον θεριστή, θερίζουμε τι;… Ας προσπαθήσουν, αυτοί που λένε πως είναι, πολιτικοί, πνευματικοί, ηγέτες, αυτή την σπορά να κόψουν, την συμφορά να την κωλώσουν…
    Τα δάκρυα, {της οργής} τουλάχιστον στους νέους, να σταματήσουν!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τώρα,τον πεινασμένο,τον θλιμμένο,τον απελπισμένο νέον άνθρωπο, πιότερο μην απελπίζεις…
    Δώσε του θάρρος και αν μπορείς για παρηγοριά, ένα κομμάτι ψωμί και άφησέ τον να φύγει!...
    Να… ζήσει!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ..Ρούφηξα, τό εξαίρετο αριστούργημά σου, πατρτιώτη, εθαύμασα τήν ΄πλοκή του, καί τήν πάλη τού νεαρού μέ τήν συνείδησή του,καί σέ συγχαίρω! Στά σημεία πού αναφέρεις, εχω περπατήσει βήμα-βήμα, καί τί σύμπτωση μέ παρόμοιες συνθήκες! Δέν μέ αγγιξε μόνο, αλλά μού θύμησε πολλά δικάμου. Νά εισαι καλά !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ευχαριστούμε κ. Βέργο...με (ξανα)συγκινήσατε με την ιστορία σας...ένα κομμάτι ψωμί, ένα χαμόγελ...και θα ...μερώσει το θεριό...ο φόβος και η προκατάληψη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή