Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Καφεδάκι στον καφενέ

Σήμερα είμαι κάπως καλούλια,  καλοκαίριασε, λέει ο γέρο Παναγιώτης στην κυρά του. Λέω να πάω μέχρι την πλατεία, στον καφενέ, να αλλάξω καμιά κουβέντα με κανένα άνθρωπο, με κανένα χριστιανό, αν υπάρχει… 
Να ειπούμε και τι να ειπούμε; Έτσι για να ξεφύγει λίγο, να ξεθάλει ο νους μου. Αλλά όπου και να πας το πρόβλημα σε ακολουθεί, την στενοχώρια, μπροστά την βρίσκεις. Έχει πάει πρώτη και σε περιμένει… 
- Δοξασμένος ο Θεός!...Λέει από μέσα της η κυρά Κωνσταντίνα.  
Να πας, να πας. Να φύγεις και λίγο από τα πόδια μου. 
Τον έχω βαρεθεί, όλο μέσα, μέσα στο σπίτι, να διαβάζει και να γράφει. και τι γράφει, και τι διαβάζει; 
Μήπως καταλαβαίνεις και τι λέει, και τι κάνει;… 
Περισσότερο από αυτά που κάνει είναι να γκρινιάζει, να μουρμουρίζει…

Ετοιμάζεται, τον βοηθάει, τον περιποιείται  να είναι παστρικός, λεβέντης, όπως ήταν στα νιάτα του. Πιάνει το ψάθινο καπέλο του και την μαγκούρα του και του την δίνει. 
-Να πας στο καλό και προσοχή στο δρόμο, από το πεζοδρόμιο και σιγά-σιγά, να περπατάς. Να πηγαίνεις σάϊκα, σταθερά, μη μας βάλεις σε μπελάδες, μη βρει καμιά συμφορά τα παιδιά… 
Παίρνει την μαγκούρα του, το στήριγμα της ζωής του στα χέρια του και βηματίζει. 
-Γεια σου κυρά,  της λέει με βραχνή φωνή. 
-Στο καλό και πρόσεχε… Τα μάτια σου όχι τέσσερα, αλλά δεκατέσσερα, μη μας βρει καμιά συμφορά… 
Και μετά ψιθυριστά λέει: 
Αν πέσεις και πας μία και καλή, Άγιος θα είναι ο Χάρος… Θα γλυτώσεις εσύ από εμάς και εμείς από εσένα. 
Αν πέσεις και μεσιαστείς κακή σου χρονιά, φίδια που θα σε φάνε, και θα είναι φαρμακερά με δύο κεφάλια… μαυροκέφαλα…  
Τότε, ούτε που να το σκέφτομαι... 
Τότε συμφορά στα παιδιά, λες και έχουν την όρεξή του… 
Καλύτερα Θεέ μου σουβάλα να του έρθει μία και καλή, και από κοντά και σε εμένα… 
Αλλά εμένα, Θεέ μου, τόσα χρόνια τήζουμε, τουραγνιέμαι από γεννησιμιού μου, από νιάνιαρο, από όλους, με όλους, από όλα και με δαύτον… 
Αν θέλεις Θεέ μου, άσε με πίσω  να ζήσω καλά με τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου κανά τριάρι τέσσερις μήνες, αν είναι και εξάμηνο  και  πάρα πάνω δεν με χαλάει… 
Αυτά, αυτές τις ευχές έκανε η κυρά Κωνσταντίνα… 
Για λίγο τον αγνάντεψε και έκλεισε  ξοπίσω του την πόρτα… 

Ο γέρο Παναγιώτης, περπάτησε σιγά,  σιγά με σκυμμένο το κεφάλι. Η μαγκούρα του, σούρνοντας κροτάλιζε στην άσφαλτο. Τα χρόνια του πολλά, μα οι σκέψεις του περισσότερες. 
Έφτασε στην πλατεούλα, κοντοστάθηκε, επήρε βαθιά ανάσα, φούσκωσε και ξεφούσκωσε, σηκώνει  πιο πάνω το ψάθινο καπέλο του και παίρνει το μέτωπό του αέρα. Κρεμάει την μαγκούρα του στον βραχίονα του, βάζει το χέρι του στην τσέπη του και βγάζει το μικρό πορτοφολάκι του, το ανοίγει  βηματίζει σιγά- σιγά κάθεται στο παγκάκι,  και αρχίζει να μετράει τα ψιλά, είκοσι, τριάντα, πενήντα, εβδομήντα, και πενήντα… κάνουνε… 
Κρατούσε στο χέρι του ένα πενηντόλεφτο,  το πλησιάζει ένας μελαψός άντρας και του λέει: 
-Δουλεία, δουλεία, δεν έχει πατέρα… 
-Και εγώ δεν έχω δουλεία, δουλεία, παιδί μου να σου δώσω… 
Και τι δουλειά να έχω εγώ τώρα, τι θέλω τώρα να κάνω;… 
Τίποτα… 
Ο μελαψός άντρας κοιτούσε τον γέρο Παναγιώτη με συμπόνια. 
-Θέλει δουλεία πατέρα, δουλεία, λεφτά δεν έχει, ψωμί δεν έχει, πεινάει πατέρα, πεινάει… 
Ο γέρο Παναγιώτης σηκώνει το βλέμμα του τον κοιτάζει στα μάτια, τα βλέπει θολά και βουρκωμένα. Αφήνει το νόμισμα μέσα στο μικρό πορτοφολάκι, πιάνει το μοναδικό ευρώ που υπήρχε και του το δίνει… 
Ο μελαψός άντρας έριξε την ματιά του στο πορτοφολάκι, τα είδε λιγοστά και δεν έπαιρνε το νόμισμα, το ένα ευρώ. 
Με το δάκτυλό του έδειξε το πενηντάλεπτο. 
Ο γέρο Παναγιώτης του έδινε το ένα ευρώ και δεν έπαιρνε. 
Δεν  μπορούσαν να συνεννοηθούν, να καταλάβει ο ένας, το άλλον… 
Στο τέλος ο γέρο Παναγιώτης του απλώνει το πορτοφόλι και του λέει: 
-Πάρε όσα θέλεις… 
Απλώνει  το χέρι του το μελαψό παιδί και παίρνει μόνο πενήντα λεπτά… 
Βάζει το χέρι του στο μέρος της καρδιά του, υποκλίνεται σκύβει  του φιλάει το χέρι. 
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ πατέρα…  
Σκύβει με ευλάβεια  το κεφάλι του και φεύγει… 
-Στο καλό παιδί μου, στο καλό… 
Ο πατέρας και η μανούλα σου θα σε  περιμένει και σένα… Όπως… 

Ο γέρο Παναγιώτης, σκούπισε με την παλάμη του τα μάτια του, με κόπο κατάπιε το σάλιο του και πήρε βαθιά ανάσα. 
Κοιτάζει τον ουρανό...  
Κόμπος πικρός του είχε δεθεί στο λαιμό, στον λάρυγγα. 
Τι να κάνουν, οι άνθρωποι… 
Πλάσματα του Θεού είναι και αυτά, από ξένους τόπους και αλαργινούς, ζητάνε την ζωή, το ψωμάκι… 

Αντισηκώνεται, κάνει το σταυρό του και  ψιθυριστά εύχεται και προσεύχεται. 
Ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. 
Αυτά λέει, αυτά είχε μάθει… 
Και αυτή την προσευχή εκεί κάνει και αυτά τα λίγα λόγια λέει: 
«Κάνε  Θεέ μου να μη λείπει από την πλάση σου το ψωμάκι και να μη χωρίζεται και να μη απομακρύνεται για πολύ το παιδί από την μάνα του και τον πατέρα του, όπως και εσύ Θεέ μου με τον γιο Σου, που το έστειλες εδώ στην Γη για να μας σώσει και γρήγορα Τον πήρες πάλι κοντά σου, και είστε τώρα  Αγία Τριάδα ομοούσια και αδιαίρετη. 
Έτσι  Θεέ μου ειρήνευσε όλους τους ανθρώπους, τον κόσμο σου και ένωσε ειρηνικά, αδιαίρετα, μονοιασμένα, τις φαμελιές.»  

Έβαλε την μαγκούρα του ανάμεσα στα δύο του πόδια, βγάζει πάλι το πορτοφολάκι και αρχίζει πάλι να μετράει τα ψιλά. 
Τα βγάζει, ένα ευρώ  και σαράντα. 
Και ο καφές στο καφενέ κάνει ένα και πενήντα, του λείπουν δέκα λεπτά… 
Ψάχνει τις τσέπες του και δεν βρίσκει την δεκαρούλα… 
Ο καφές κάνει ενάμισι ευρώ,  από μόνος του μονολογάει. 
Θυμάται πως κάπου,  κάπου, όταν έπαιρνε την σύνταξη μέριαζε στο μικρό τσεπάκι κανένα τάλιρο, η το πολύ κανένα δεκάρικο, για την ώρα της ανάγκης, για ρεζέρβα όπως έλεγε. 
Κοιτάζει, την ψάχνει και δεν το βρίσκει… Ήταν άδεια...

Βάζει τις  δύο παλάμες του την μία επάνω την άλλη, και τις δύο  μαζί επάνω στο χερούλι της μαγκούρας του, σκύβει το κεφάλι του, το ακουμπά επάνω στις παλάμες του και συλλογιέται τα τωρινά, τα περασμένα, τα μελλούμενα… 
Δεν πειράζει δεν πάω στον καφενέ για καφέ, δεν είναι και απαραίτητος, όταν θα πάω στο σπίτι θα φτιάξει η κυρά Κωνσταντίνα γεμάτο το μπρίκι… 
Και συνεχίζει τις σκέψεις του και τους συλλογισμούς του…  

Στα περασμένα βάσανα, ήμουνα νέος, άντεξα, περάσανε και πάνε… 
Τα μελλούμενα, ο Θεός!... 
Τα τωρινά, τα βλέπω, μπροστά μου είναι… 
Να, η ανέχεια…  
Και μάρτυρας της... ο καφές…  
Και τώρα είμαι αδύναμος να τα αντιμετωπίσω 
Τώρα κιότεψα, που δεν κιότευα ποτέ μου… 
Αλλά, δεν κιότεψα, με κιοτέψανε… 
Μου την πέσανε για τα καλά, μπαμπέσικα τα λαμόγια και με κατάντησαν να μετράω τις δεκαρούλες, για να παραγγείλω ένα καφέ στον καφενέ… 
Και εκείνες, να μη φτάνουν… 

Δεν βλαστημάω Θεέ μου, αυτό που έδωσα, χαλάλι να είναι και  ποτέ μου να μη πιώ καφέ στο καφενέ… Αλλά, αλλά, με πιάνει το παράπονο και έχω μεγάλο ντέρτι… 
Καλά τα είχα δρομολογήσει, μετρημένα καλά, με το διαβήτη την πήγαινα την ζωή μου, δούλευα, δούλευα τίμια, καλά και εμπιστευμένα, και πάρα πάνω ακόμα από τις δυνάμεις μου,  για να προκόψω και πρόκοψα. 
Αδούλευτο ψωμί δεν έφαγα και άπλερο κρασί δεν ήπια, και το νερό ακόμα προσπαθούσα να ξεπληρώσω... 
Εάν κάποιος μου έστελνε πεσκέσι, δώρο που λένε, αμέσως τον ευχαριστούσα και του έστελνα το αντίδωρο. 
Αν με βοήθαγε άνθρωπος, με λόγο ή με πράξεις, του είχα μεγάλη χάρη, ευγνωμοσύνη… 
Στο χωριό μου μικρός σαν ήμουνα, όποιος με έστελνε για θεληματάκια τα έκανα, πήγαiνα. 
Το όχι, δεν το ήξερα… 
Την προσωπική εργασία που έβαζε τότε ο πρόεδρος του χωριού μας, σε όλους τους άντρες από δεκατέσσερα χρονών και πάνω για τα κοινωφελή τα έργα του χωριού μας, όπως τα έλεγαν, από τους πρώτους πήγαινα να εκτελέσω. 
Φαντάρος για την τιμή της Πατρίδας, πήγα τριάντα δύο μήνες μονοκοπανιά, και σε δύο επιστρατεύσεις. 
Τους φόρους πρώτα, πρώτα πλήρωνα και μετά αν περίσσευαν έτρωγα. 
Σε όλους του εράνους έδινα, ακόμα και για την φανέλα του στρατιώτη… 
Αν και στους τριάντα δύο μήνες του στρατού, άλλη φανέλα δεν μου έδωσαν. 
Και όταν απολύθηκα, ήταν χειμώνας, παρέδωσα και την παλιά την χλαίνη, και έφυγα από το Τριεθνές αδέκαρος, με το τριμμένο μπουφανάκι και με τις τρύπιες αρβύλες… 

Τότε ήσαν τα νιάτα, έβραζε το αίμα… 
Που ρε γαμώτο μου είμαι σκάρτος;… 
Να τιμωρήσω εγώ το εαυτόν μου, όπως του πρέπει… 
Να μου το ειπούν ρε γαμώτο μου, να μου το ειπούν…

Κουρεύουν την σύνταξη!... 
Τι κουρεύουν, τι κουρεύουν;... 
Δεν την έχω πληρώσει; 
Τι κουρεύουν, τι κουρεύουν;… 
Δεν κουρεύουν ληστεύουν...
Ξέρουν τι σημαίνει κούρεμα;.. 
Ούτε την λέξη δεν ξέρουν… 
Και θέλουν να κυβερνήσουν… 
Έχουν φυλάξει γίδια και πρόβατα;… 
Δεν έχουν φυλάξει… 
Σε αυτούς, άμα τους δώσεις δύο κατσίκες, όχι λυτές, και ακόμα με το σχοινί δεμένες να βοσκήσουν στο λιβάδι, στο βουνό, θα τους φύγει, θα χάσουν, οπωσδήποτε την μία… 
Το γούστο θα είναι να τις χάσουν και τις δύο…  

Κούρεμα!... 
Τι είναι το κούρεμα;   
Το κούρεμα είναι ιερή πράξη, ιεροτελεστία!… 
Και όχι ληστεία… 
Είναι η πράξη, το κόψιμο κάθε χρόνο την Άνοιξη των μαλλιών των γιδιών και των προβάτων, για  το καλό τους, να μη ζεσταίνονται  τα γιδοπρόβατα το καλοκαίρι. Και μετά για το καλό του τσέλιγκα...
Από αγάπη τα κουρεύουν… δεν τα κρεουργούν… 
Λες, να μας τα κάνουν αυτά από αγάπη;… 

Εκεί που ήταν  σκυμμένος βυθισμένος στις σκέψεις του και στους συλλογισμούς του, βλέπει ένα μερμηγκάκι να παλεύει, να σούρει ένα σπόρο μεγαλύτερο από το σώμα του. 
Ο νους του ξέφυγε από τους συλλογισμούς του, παρατηρούσε μόνο τον αγώνα του μερμηγκιού άφωνος για πολύ ώρα. 
-Κακόμοιρο μερμηγκάκι, σε σκέπτομαι και σε λυπάμαι, εγώ μοιάζω σε σένα ή εσύ σε μένα;... 
Αλλά  αυτό δεν έχει και  τόσο μεγάλη σημασία, όμως να μην έχουμε την ίδια τύχη, να μη σε βρουν και σένα τέτοιες συμφορές και σου αρπάξου τους κόπους σου και σε αφήσουν σύξυλο όπως εμένα… 
Και εγώ μάζευα όπως εσύ!.. 
Τώρα;… Τώρα;… 

Η ώρα πέρναγε,  μεσημέριασε χωρίς να το καταλαβαίνει. 
Ο τζίτζικας ζεστάθηκε άρχισε να λαλεί  και του  υπενθύμισε τα παλιά, τα παιδικά του χρόνια, στο χωριό του, στο δημοτικό σχολειό. 
Έκανε προσκλητήριο μνήμης στους φίλους, στους συμμαθητές του και στους δασκάλους τους, με τις διδαχές τους, από την κοινωνία των ζώων, το φίδι με τον κάβουρα και την φιλοξενία τους, τον αετό με τον γυμνοσαλίγγαρο, την αλεπού με τον κόρακα , το λαγό με την χελώνα, την μέλισσα,  τον τζίτζικα με το μερμήγκι, σαν, για παράδειγμα εργατικότητα, αποταμίευσης και οικονομίας!... 
«φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι»  
Έλεγε ο μακαρίτης ο δάσκαλος και τον ακούσαμε και κάναμε όλοι μας προκοπή.
Και εγώ όλη την ζωή μου φασούλι, το φασούλι, προσπαθούσα να γεμίσω το σακούλι της οικογενειακής ευτυχίας και το σακούλι του Κρατικού κορβανά. 
Και μαζί με άλλους όμοιους μου το γέμισα… 
Για να το αδειάζουν οι άλλοι…. οι επιτήδειοι…


Και αν θα συγκρίνω την ζωή και την συμπεριφορά μεταξύ τους στα δύο αυτά ζωάκια, τότε που κάποτε υπήρχε στον κόσμο ήθος, αρετή, ήταν η ζωή τους παιδαγωγική και χρήσιμη! 
Όμως τώρα, τι να ειπούμε; 
Αν την μεταφέρουμε στην σημερινή κοινωνία των ανθρώπων και ειδικότερα στην κοινωνία και την οικονομική ζωή της χώρας μου και στην άρχουσα τάξη  της νομίζω, ότι καλύτερα την πέρασε την ζωή του, ο τζίτζικας, παρά ο ταλαίπωρος ο μέρμηγκας, που όλο το χρόνο, ήταν, είναι ιδρωμένος και το χειμώνα κρυωμένος!... Πεινασμένος!... 
Γιατί του την πέσανε τα λαμόγια, οι λήσταρχοι, οι νταβατζήδες και του πήρανε τον κόπο του και όλη την σοδειά του, για να ικανοποιήσουν τα καπρίτσια τους, τα γούστα της κοιλιάς τους…. 
Και ατιμώρητοι, ακόμα γλεντούν και τα μυρμήγκια, και την μελισσούλα κοροϊδεύουν!... 
Περιμένουν, καιροφυλακτούν, τον δεύτερον, τον τρίτο γύρο, τον κόπο του ιδρώτα των μυρμηγκιών, ολάκερο να τους το αρπάξουν. 

Ο γέρο Παναγιώτης που σε όλη του την ζωή του, σαν το μερμήγκι μάζευε για τα γεράματά του, έφυγε πικραμένος, κιοτεμένος.     
Δεν κιότεψε, τον κιοτέψανε, όχι τα βάσανα της ζωής, με αυτά ήταν φίλος, γνώριμος, τα πάλευε και τα νικούσε, αλλά η μπαμπεσιά.  
Του την πέσανε μπαμπέσικα τα…  και του  κουρέψανε τους καρπούς του , τους κόπους του, το στήριγμα της ζωής του, την συνταξούλα του. 
Του λήστεψαν άσπλαχνα, άκαρδα, το αχνάτεμα στο ηλιοβασίλεμα, στα λιγοστά, τα στερνά του χρόνια… 

Γιάννης Στ. Βέργος{Γορτύνιος} 
06.07.2013

Κλικ για να ακούσετε
Της Τρίπολης οι λοχαγοί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου