Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Ο Άρσιν ποταμός- [Πατσουριά]


8 ώρες · 
Αναδημοσίευση: Ποίημα

Το ποτάμι πηγάζει στις απολήξεις του Αφροδισίου όρους κοντά στο Βελημάχι Κοντοβάζαινας και μετά 25 χιλιόμετρα σχηματίζει τον ορμητικό παραπόταμο που εκβάλει στον Λάδωνα στον Οικισμό Τουμπίτσι. Μετά το 1960, έγιναν δύο γέφυρες και απαλλάχτηκαν οι κάτοικοι από τις ταλαιπωρίες. Μέχρι τότε το πέρασμα του ποταμού ήταν επικίνδυνο και εφιαλτικό.
 Εκείνους τους εφιάλτες και εκείνες τις τρομάρες που εξέλειψαν μετά την κατασκευή των γεφυριών θέλησα να αποθανατίσω με το ποίημα που ακολουθεί:.
Ο Άρσιν ποταμός, ορμητικά κατηφορίζει.
Γλιστράει σε ποταμόλιθους, σαν χέλι να ξεφύγει.
Σκορπάει άγριο βουητό κι αντάρα στην χαράδρα.
Για να τρομάζει τάχα αυτούς, που θέλουν να διαβούν;
Ή να καλεί όσους διψούν, νερό να πιούν να ξεδιψάσουν;
Τα πάντα ρει, στην κοίτη η ροή, μ’ αντάρα και βουή.
Μα έχει ένα πέρασμα ρηχό, ξεδίψασμα για όλους.
Πρώτος που φτάνει από νωρίς, είναι ο διψασμένος.
Κρύβει καλά το σώμα του, κανείς να μην τον βλέπει.
Στήνει τα μάτια δόκανο και τα κλαριά καπέλο.
Βάζει μπροστά του φυλλωσιές, με πονηρές σχισμάδες.
Για να περνάνε οι ματιές, νερό να πάν’ να φέρνουν.
Μ’ αυτές θα παίρνει το νερό, που θα τον ξεδιψάσουν.
Κι εκεί φωλιάζει σαν λαγός και καρτερεί. Μα τρέμει!.
Νάτην η κόρη πούρχεται, τον φόβο φορτωμένη.
Πώς θα περάσει το θεριό και χάμω να μην πέσει;
Φτάνει κοντά στο πέρασμα και γύρω της κοιτάζει.
Βλέπει τα φύλλα τα πυκνά σιμά της και ζυγώνει.
Εσείς κλαδιά μου, ελεύθερα, μπορείτε να κοιτάτε.
Φέρτε τα φύλλα σας, μπροστά μ’ όσο μπορείτε.
Να μην περνάνε οι ματιές να μην απλώνουν χέρια.
Σκύβει στην άκρη του νερού και λύνει τα παπούτσια.
Στόνα της χέρι τα κρατά και στ’ άλλο το φουστάνι.
Κάνει δειλούς βηματισμούς, και το νερό ανεβαίνει.
Φτάνει ψηλά στα γόνατα κι ακόμα προχωράει.
Θέλει να πάει πιο ψηλά και τους μηρούς να γλύψει.
Να πάρει τ’ αναπάντεχο και πίσω να γυρίσει.
Κόκκινο χρώμα της δροσιάς. Νεανικό σημάδι!..
Αχ! Νάμουνα κυματισμός, λίγο να γαληνέψω!
Νάμουν ορμή του ποταμού και χάμου να τη ρίξω.
Να της δροσίσω το κορμί, τη φλόγα που την καίει
Να πιώ αθάνατο νερό, τη δίψα μου να σβήσω.
Βουή τα στήθη βγάζουμε και οι καρδιές λυγάνε.
Τις παίρνει το παράπονο, που το ποτάμι φεύγει.
Φεύγουν τα νιάτα σαν νερό και σαν δροσιά ο έρως
Κόρη και νιος μονολογούν, μέσα στη μοναξιά τους
Ανάθεμά σας φυλλωσιές, που μπαίνεται μπροστά μας.
Γιατί να κρύβουμ’ τόχω μας, να μένει ο καημός μας;
Ορμής ποτάμια γίναμε, κανείς δεν μας κρατάει.
Θα βγούμε μες το ίσιωμα κι απάνου από τα φύλλα.
Δεν μας κρατάνε πια κλαριά, ντροπή, αφού δεν είναι.
Περάσαμε το πέρασμα, φύλαγμα, δεν φυλάμε!
«Γορτυνία»
Αύγουστος 2006 Αντώνης Δρεμέτσικας
(Αυθεντικό)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου