ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ (Αφιέρωμα στην μνήμη του)
Μαζί μας ήσουν πάντοτε στο φτωχικό μας σπίτι
με τα λιτά μας έπιπλα να λούζονται τον ήλιο‧
δροσιάς νερό κουβάλαγα και σου ‘φερνα απ’ τη βρύση
και η ζωή μας έμοιαζε σαν βασιλιάδων μύθο.
Δύο δωμάτια άπλετα το φως ήταν ζωσμένα‧
με τις συκιές, τις καρυδιές και το αμπέλι αντάμα‧
μες το σεντούκι της γιαγιάς, η μάνα είχε κρυμμένα
αγάπης βάλσαμο εκλεκτό, με της ευχής το νάμα.
Όποτε κι αν ξεκίναγες να πας για τη δουλειά,
είχες κορώνα κεφαλής, τα τέσσερα παιδιά σου‧
αθώα κρίνα που ήξερες να οδηγείς σωστά
με καμουτσίκι φοβισμού, την κοφτερή ματιά σου.
Το στερνοπαίδι σου ήμουνα, το θάμπος των ματιών σου
που αγρικούσα ταραχή στους κόλπους της καρδιά σου
μη παραστράτημα βρεθεί κι αρπάξει από εμπρός σου
την κόρη που της χάρισες την προίκα της γενιάς σου.
Με τρόμαζες πολλές φορές… Μα στο ‘χω συγχωρέσει!
Τις ατιμίας το φόρεμα ήταν βαρύ για εσένα‧
γι αυτό κι εγώ πορεύτηκα, σωστά, για να σ’ αρέσει
και δεν ακούστηκε ποτέ, λόγος κακός για μένα.
Η πρώτη κόρη, η δεύτερη, η τρίτη, παινεμένες!
Μπορέσανε, σοφό μυαλό μέσα τους κουβαλάνε,
τις προσευχές που έκανες ν’ ακούσουν‧ φυλαγμένες
τις είχες μέσα στη σιωπή και τώρα τραγουδάνε.
Άγγελοι ασπροφτέρουγοι, με σκήπτρο και ρομφαία
στο ημερήσιο το στρατί, δώρα συχνά μοιράζουν.
Αισθάνομαι το βήμα σου, πλάι μου, κι είναι ωραία
στις άμετρες αναποδιές, αυγούλες να χαράζουν!
Πατέρα, αν πικράθηκες τις ώρες που ήσουν μόνος:
Είναι η ζωή παράξενη, δέρνει με αλυσίδες…
Δεν ήμουνα στο πλάι σου κι ‘ναι βαθύς ο πόνος‧
του ταξιδίου τη διαδρομή μονάχος σου την πήρες…
Τα χέρια σου τα δυνατά ‘γιναν Θεού φτερούγες
κι εκεί ψηλά που βρίσκεσαι, απλώνουν πλούσιο ίσκιο‧
Ήλιο δεν κρύβουν, μόνο κρατούν εμπόδιο στις κουρούνες
να μη σπαράξουνε το βιός που το ‘χες για όλους ίδιο!
Στο νου στριφογυρίζουνε λόγια μεστής σοφίας‧
δεν μπόρεσα, πατέρα μου, τότε να καταλάβω
γιατί ‘μουν άβγαλτο πουλί μιας πλούσιας θητείας
που έπρεπε στα χέρια μου, λάβαρο να κρατάω
ενός μεγάλου στοχαστή που τη ζωή κερνούσε
σ’ αλώνια που ‘χαν θημωνιές, σιτάρια ψωμωμένα˙
που για αγώνες κίναγε κι όλο διαλαλούσε
πως της Τιμής τα τρόπαια να μένουν υψωμένα!
Πατέρα μου, γλυκό ψωμί και της ψυχής δροσιά μου,
εσένα, δεν πρέπει σάβανο να ντύνει το κορμί σου‧
η μνήμη σου αθάνατη ανάβει της καρδιάς μου
το φαναράκι, να υμνεί τη λατρευτή μορφή σου.
29 Νοεμβρίου 2012
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου