Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Έκθεση ενός παιδιού

 Μια δασκάλα ήταν στο σπίτι, απασχολημένη διορθώνοντας τις εργασίες των μαθητών της κατά τη διάρκεια του δείπνου. Ο σύζυγός της, που καθόταν δίπλα της, συνομιλούσε με τους φίλους του στο smartphone του. Όλα φαίνονταν συνηθισμένα μέχρι που διάβασε την τελευταία της αποστολή. Ξαφνικά, σιωπηλά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό της.

Ο σύζυγός της, έκπληκτος, τη ρώτησε:
- Γιατί κλαις; Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;
Και απάντησε:
— Χθες ζήτησα από τους μαθητές μου του δημοτικού να γράψουν ένα κείμενο με θέμα: Η ευχή μου.
- Ναι, και λοιπόν; Γιατί σε στεναχωρεί αυτό;
— Αυτή είναι η τελευταία απάντηση που διάβασα. Με αναστάτωσε.
Περίεργο, ο σύζυγος επιμένει:
— Μα τι γράφτηκε σε αυτή την εργασία που σε έκανε να κλάψεις τόσο πολύ
Ταραγμένη του διάβασε την έκθεση:
"Η επιθυμία μου είναι να γίνω smartphone.
Οι γονείς μου αγαπούν τα τηλέφωνά τους τόσο πολύ. Δίνοντας τους όλη την προσοχή τους. Μερικές φορές με ξεχνούν εντελώς. Όταν ο μπαμπάς έρχεται σπίτι κουρασμένος από τη δουλειά πάντα βρίσκει χρόνο για το τηλέφωνό του αλλά ποτέ για μένα.
Όταν χτυπάει το τηλέφωνο απαντούν αμέσως κι ας είναι απασχολημένοι αλλά δεν μου απαντούν κι ας κλαίω. Παίζουν με το τηλέφωνό τους αλλά ποτέ με μένα. Ακούνε τις κλήσεις τους, αλλά ποτέ αυτό που έχω να πω.
Λοιπόν η επιθυμία μου είναι να γίνω smartphone. Ώστε επιτέλους θα έχουν την προσοχή τους. »
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο σύζυγος έμεινε σιωπηλός, βαθιά συγκινημένος. Τότε, με τρεμάμενη φωνή, ρώτησε:
— Ποιος έγραψε αυτό το κείμενο;
Η δασκάλα απάντησε απαλά:
— Ο γιος μας.
Μάθημα που πρέπει να θυμόμαστε:
Μην αφήνετε τα τηλέφωνά σας να πάρουν τη θέση των ανθρώπων γύρω σας. Κάθε στιγμή με αγαπημένα πρόσωπα είναι πολύτιμη. Κατά τη διάρκεια των γευμάτων, των ανταλλαγών ή των στιγμών της οικογενειακής ζωής, αφήστε τα τηλέφωνά σας στην άκρη. Ακούστε, κοιτάξτε και δώστε προσοχή σε αυτούς που αγαπάτε.
Μια απλή πράξη φροντίδας μπορεί να ενισχύσει τους δεσμούς σου και να τους δείξει πόσο νοιάζονται για σένα.
~Stylanna~

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Ο Άσωτος υιός

 . .Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

Ετούτην την παραβολή είπε ο Κύριος τότε:
Ένας γονιός με δυο γυιούς - άξιος προκομμένος,
εζούσε βίο ήρεμο, - πολύ ευτυχισμένος.
Ώσπου μια μέρα ο μικρός, - απείθαρχος του λέει:
Πατέρα, δος ‘μου από το βιός σου - ότι κι αν μου ανήκει,
τι σ’ άλλον τόπο άγνωστο - θέλω να πα’ να ζήσω.
Κι εκείνος με βαρειά καρδιά - του κάνει το χατίρι.
Το μερδικό του του’ δωσε, - μα όχι την ευχή του,
κι ο γυιός, καβάλα στ’ άλογο, - πηγαίνει σε άλλα μέρη.
Κι εκεί όπου νυχτώθηκε, - διαλέγει για να ζήσει,
κι αρχίζει σπάταλη ζωή - να ζει στον ξένο τόπο.
Όλο το βιός του ξόδεψε, - και τα υπάρχοντά του,
όχι σε έργα αγαθά, - αλλά στην ασωτεία.
Μα να, σε λίγο έπεσε - στη χώρα δυστυχία
κι ο γυιός στερήθη το φαΐ, - και το ψωμί ακόμα.
Τρέχει και πάει στον άρχοντα, - πολύ ταπεινωμένος.
Πάρε με άρχοντα καλέ, - να σε υπηρετήσω,
μόνο φαΐ να μου ‘δινες - την πείνα μου να σβήσω.
Κι εκείνος τονε συμπονεί, - χοιροβοσκό τον παίρνει,
να βόσκει όλα του τα ζα, - εις τα λιβάδια πέρα,
να τρώει ξυλοκέρατα, - όπως και τα γουρούνια.
Και τότε πια νοστάλγησε, - το πατρικό του σπίτι,
και του ‘ρθε η επιθυμιά, - πίσω για να γυρίσει.
Και στον πατέρα κίνησε, - με μαύρο δάκρυ κλαίει:
Πατέρα είμαι άμυαλος, - ζητώ συγχώρεσή σου,
μα με τους δούλους βάλε με, - ψωμί να φα σαν κείνους,
το ξέρω πως σε πόνεσα, - κι εσένα και τη μάνα.
Και του πατέρα η καρδιά, - καθόλου δεν διστάζει
καλεί τους δούλους γύρω, - και αμέσως τους προστάζει:
Ετούτος δω είναι ο γυιός, - ο παραπλανημένος,
ο γυιός μου, που μου χάρισε, - πίκρα, τρανή περίσσεια.
Μα όμως είναι αίμα μου, - κι εγώ είμαι ο πατέρας,
να τον κακίσω δεν μπορώ, - ότι κι αν μου ‘χει κάνει.
Κι ευθύς αγκαλιαστήκανε, - και κλαίνε, κλαίνε, κλαίνε,
και εις τους δούλους έστρεψε, - και πάλι τους προστάζει:
Φέρτε του όλα τα καλά, - τα γιορτινά του ρούχα,
βάλτε τα δαχτυλίδια του, - κρεμάστε τα χρυσάφια,
και σφάχτε αμέσως τώρα δα, - το σητευτό μοσχάρι.
Φέρτε και όλα τα βιολιά, - και το χορό αρχίστε,
ο γυιός μου πίσω γύρισε, - πιότερο μυαλωμένος.
Κι αρχίζει ένα ξέφρενο, - γλέντι πολύ μεγάλο,
ίσια με που ο άλλος γυιός, - στην πόρτα ξεπροβάλλει.
Απ’ τους αγρούς εγύριζε, - με κούραση κι ιδρώτα
και σαν μαθαίνει τι έγινε, - δεν διάβαινε την πόρτα…
Και με περίσσεια την οργή, - ρωτάει τον πατέρα:
Γιατί πατέρα μου, γιατί, - μια τέτοια αδικία,
να κάνεις σε εμένανε, - που τόσα χρόνια τώρα,
σ’ υπηρετώ σε σέβομαι, - κι ότι μου λες το κάνω;
Γιατί σ’ αυτόν τον άσωτο, - τον σπάταλο αδελφό μου,
γιατί του χάρισες πολλά, - το σητευτό μοσχάρι;
κι εμένα δεν μου χάρισες, - ποτέ ούτε ένα κριάρι;
Και πάλι κλαίει ο γέροντος, - κι οι δυο είναι παιδιά του,
κάτι από μέσα του μιλά, - μιλάει και η καρδιά του,
σκληρός να γίνει δεν μπορεί, - κι ετούτος έχει δίκιο.
Τότε απλώνει του τα δυο, - τα μπράτσα και τον σφίγγει,
ευχές του δίνει άπειρες, - στα μάτια τον κοιτάζει,
και κράζει και τον άσωτο, - να ‘ρθει κοντά και τούτος.
Κι αγκαλιασμένοι και οι τρεις, - γίνονται ένα κουβάρι,
και κλαιν, και κλαιν όλοι μαζί, - και τότε βγήκ’ ο ήλιος.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ