Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Οι συννυφάδες

Τέσσερες συννυφάδες ήσαν σε ένα χωριό, όμορφες, νοικοκυρές, προκομμένες, καλές και αγαπημένες. 
Μια μέρα λέει η μικρότερη η Νικόλαινα στην μεγαλύτερη στην Λάμπραινα, πως όλες τις συννυφάδες της, τις σέβεται, τις υπολήπτεται, τις αγαπάει… Και συνεχίζει στην κουβέντα της, ακόμα πιο κάτω, να της λέει: 
-Εγώ, πρωί και βράδυ πριν πέσω να πλαγιάσω και το πρωί, πρωί μόλις ξυπνήσω, στην εικόνα του Χριστού της Παναγιάς την προσευχή  μου και τον σταυρό μου κάνω… 
Και λέω γονατιστή, μπροστά στα εικονίσματα: 
"Θεέ, Χριστέ, και Παναγιά και εσείς οι δώδεκα Απόστολοι!... 
Να έχετε καλά πρώτα-πρώτα τις συννυφάδες μου, με ούλη την φαμελιά τους!... 
Εμένα την Κόλιαινα, την Σταύραινα, την Νυσιογιαννού, την Λάμπραινα και με όλη την σειριά τους! "

Η Λάμπραινα, αυτή  την προσευχή σαν  άκουσε, εζήλεψε, βαριά της κακοφάνει και από την στενοχώρια της την πολύ, τον καημό και το μεγάλο ντέρτι, έγειρε το κεφάλι της, αμίλητη, συλλογισμένη,  έτοιμη, για να πεθάνει. 
Για μια στιγμή σηκώνει το κεφάλι της και με δάκρυα στα μάτια της λέει: 
-Νικόλαινα, το ξέρω, το κατάλαβα, μα τώρα δα το ξεκαθάρισα, ξεκάθαρα,  ξάστερα το διαπιστώνω, το νοιώθω !... 
-Τι θέλεις, τι νοιώθεις;.. Λάμπραινα, δεν μπορείς;… Τι θέλεις να σου κάνω;… 
-Εσύ εμένα δεν με αγαπάς, με μάχεσε ,χωρίς να ξέρω το γιατί !... Τι σου έχω κάνει;… 
-Πως, Από πού;  Και από πότε σου ήρθε Λάμπραινα, τούτο το χαμπέρι;..  
Το τι, το πώς  και από πού το καταλαβαίνεις  μωρέ Λάμπραινα πως εγώ δεν σε αγαπάω, που  εγώ κάθε μέρα σου μιλά, σου κραίνω, στο νου μου σε έχω, όταν πηγαινόρχομαι για το σπίτι μου, απάνω κάτω;  
Εγώ… Που πρωί  και βράδυ προσεύχομαι για την υγειά σου και για ούλη την φαμελιά σου, κοντά στην δική μου;  Τα τέτοια λόγια να μη τα λες και  τέτοια, μη σου περνάνε από το νου σου… 
Εδώ πα, τα είπες, μη τα λες αλλού, αυτά τα πράγματα, πιο έξω και φρίζει… με μας ο κόσμος… 
Μα… Σε τι, θέλεις να σου ορκιστώ, για  όλα αυτά που σου λέω, για να το νιώσεις, πως είναι αλήθεια;… 
Τι να κάνω;… Τι να κάνω, πια για να με πιστέψεις;… 
Θέλεις να κάνω τον όρκο τον βαρύ και όρκο μεγάλο να πάρω; 
Την εντολή να παραβώ που ο ηγούμενος, ο πνευματικός, στο πρόδρομο στο μοναστήρι και η ηγουμένη, η σεβαστική, στο άλλο  μοναστήρι, σε όλες μας, μας  συμβουλεύει, τον όρκο να μη κάνουμε και ας είναι και  για μεγάλη αλήθεια! 
Αυτή την συμβουλή, για χατίρι σου, για χάρη σου, άμα το θέλεις να παραβώ…. Να το κάνω…  
Ακόμα, ακόμα, τον όρκο αυτό  να πάρω!…  
Αλήθεια σου λέω όλες, σας αγαπάω… 

-Εσύ Νικόλαινα εμένα δεν με αγαπάς και τώρα πια, δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις… και άσε τα λόγια τα παχιά, τους όρκους τους μεγάλους,  τους βαρείς, για πράγματα, που από μόνα τους μιλάνε… 
Στην προσευχή σου και σε αυτή ακόμα,  ακόμα, τελευταία με βάζεις και με αφήνεις στην άκρη, στα παραπεταμένα… 
Για εκεί με έχεις!..  
Και θέλω και θέλεις απόδειξη από αυτή πιο μεγάλη;…
 Και τον όρκο, μη παίρνεις... Άδικα θα τον κάνεις!… 
-Τι λες Λάμπραινα, τι έπαθες,  είσαι με τα καλά σου; 
-Εσύ μωρέ Νικόλαινα, τώρα δεν το είπες, ή βαρυάκουσα;  
Και να σου ειπώ τι είπες;
 -Ναι, πέσε… 

-Πρώτα, πρώτα και αλλού πρώτα αγαπάς και πρώτη βάζεις στην προσευχή σου την Σταύραινα, μετά την Νυσιογιαννού και μετά εμένα την Λάμπραινα… 
Με αφήνεις εμένα τελευταία!...  
Έτσι τώρα μόλις, εσύ δεν το είπες;.. 
Έτσι το λες;… Ή δεν το λες; Πες μου… Πες μου..
- Άμα Λάμπραινα πια, δεν με πιστεύεις πως σε αγαπάω, τότε τι να σου ειπώ, και τι να κάνω για να σου το αποδείξω; 
Την σειρά στην προσευχή θα την αλλάξω… 
Τι να κάνω; Τι να κάνω; 
Τότε αμέσως ας αλλάξω την σειρά στην προσευχή μου, για να είσαι ευχαριστημένη!... 
Και  τούτο, από τούτο το βράδυ, θα αρχίσω  κιόλας. 
Και από εδώ και πέρα  την προσευχή μου έτσι θα την λέω…
 Και να!.., 
Άκου τώρα καλά,  την προσευχή μου, το πως θα την λέω: 
"Θεέ μου, Παναγιά μου, Χριστέ μου, Αρχάγγελε Γαβρήλη και εσείς οι δώδεκα Αποστόλοι , φυλάχτε, προστατεύετε [πάρετε] και έχετε παντοτινά στην αγκαλιά σας, τις συννυφάδες μου, την Λάμπραινα,  την Νυσιογιαννού, την Σταύραινα και εμένα την Κόλιαινα να με αφήσετε τελευταία!… "

-Η Λάμπραινα σαν τα άκουσε, αλλάξανε τα μούτρα της… 
-Τώρα  Λάμπραινα το άκουσες;.. 
Είσαι ευχαριστημένη;… 
Σε έβαλα πρώτη!... 
Τι άλλο θέλεις; 
Είσαι ευχαριστημένη, ή και τώρα πάλι δεν είσαι;…

 - Τώρα, αν αυτό το λες και προσεύχεσε  από την καρδιά, από την ψυχή σου και το σταυρό σου κάνεις, το δείχνεις, ότι πράγματι από την καρδιά σου, με την ψυχή σου με αγαπάς και από όλες για την καλύτερη εμένα με ξεχωρίζεις!... 
Μα έτσι είναι το λογικό και έτσι είναι το πρέπον… 
Εγώ πρώτη στην σειρά σε καρτέρεσα να έρθεις νύφη και να μπεις  μέσα στου πεθερού μας το σπίτι.  
Εγώ καθώς είναι η σειρά, το έθιμο,  το πρέπον, πριν μπεις στο σπίτι πρώτη σε φίλησα, έσκυψα και σου έβαλα για σιδερικό  την μασιά, στην πόρτα να πατήσεις, για να είσαι σιδερένια!... 
Ξεχνιούνται αυτά;… 
Δεν πρέπει να ξεχνιούνται!...  

-Όχι πια και ξεχνιούνται!... 
Όλες οι συννυφάδες μου ήσαν στη σειρά!...
Για να μπει στο κονάκι, στο κορωνιό, η νύφη!..  
Εσύ ήσουνα με την μασιά, και άλλη πιο μέσα με το μέλι, την νύφη, έμένα να μελώσει, και η άλλη με τα κουφέτα  το ρόδι έβαλε να σπάσω, και η μεγαλύτερη η κουνιάδα μου, έκανε την πεθερά, με την κεντητή πετσέτα μας έδεσε και μας τσούγκρισε τα κεφάλια, για να είναι το μυαλό καλό, στην θέση του, για προκοπή!...
Και ο καλοσυνάτος, ο μακαρίτης ο πεθερός μας, μου έβαλε στον κόρφο μου, την μια χρυσή λιρίτσα…
Με φίλησε και μου έδωσε την ευχή του!... 
Και τα κουνιάδια μου,  μαζί με τα πρωτεξάδελφε άρχισαν το τουφεκίδι, το γλέντι για να αρχίσει… 
Αυτά, τα τότε, τώρα θυμάμαι, αυτές μόνο τις χαρές, τις καλοσύνες, τις μόνες, τις μονάκριβες  μου έρχονται  τώρα στο νου και απέ…. 

Τώρα πια η Νικόλαινα κοντεύει σαν θέλει και ο Θεός να φτάσει στα χρόνια εκατό!  
Έμεινε, από τις συννυφάδες  της η τελευταία!... 
Κάθε ημέρα με αυτά ζει, τις σκέφτεται, τις μνημονεύει, και για όλες στην εκκλησιά, τα ψυχοσάββατα,  τα σαρανταλείτουργα τις ψέλνει, τους ανάβει το κερί, και στην μνήμη τους, τους καίει λιβάνι… 
Μακάρι έτσι στον κόσμο παντοτινά να ήσαν  όλες και όλοι οι άλλοι!... 
Θα ήταν όλα αλλιώτικα στην πλάση!..

Γιάννης Στ. Βέργος{Γορτύνιος}
06.11.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου