Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Οι Γορτύνιοι και οι άλλοι.

Λαγκαδινό μαστορικό τραγούδι. 
Παράπονο, συμβουλή και πόνος:   

Πιο  κάτω από την Αρκαδιά [Κυπαρισσία] της Αρκαδιάς τον πλάτανο, πιο κάτω από των Φιλιατρών το χάνι, οι Λαγκαδινοί μαστόροι  με το τραγούδι το έλεγαν, και με τρανό παράπονο  το λένε… 
Τις συμβουλές τους  στους νιους, στους τριώτες, στα μαστορόπουλα έδιναν και δίνουν.    
Και ακόμα, ακόμα   και με το κλάμα τις συνόδευαν, με το καυτό το δάκρυ... 
Με τον ιδρώτα τους που καρέλαγε στο μέτωπο, στα χαρακομένα μαγουλά τους έδιωχναν το παράπονο, ξεπλένανε την στενοχώρια, σκορπάγανε τα ντέρτια τους και τους καημούς τους. Της ξενιτιάς τα βάσανα, της σκληρής δουλειάς την πίκρα και  με ανάκατα τα συναισθήματα αυτές τις παραγγελιές, αυτές τις διαταγές, με τις ευχές ανάμικτες στους νιους αφήκαν. [αφήνανε] … 
Και αυτά τα λόγια λέγανε και αυτά τα λόγια  λένε:
 -Εσείς σαν μεγαλώσετε, σαν τρανήνετε, και αντρωθείτε  και γίνουτε και εσείς καλοί, άξιοι, μαστόροι, μπουλουξίδες… Ποτέ από εκεί και κάτω… της Αρκαδιάς τον πλάτανο, των Φιλιατρών το χάνι, να μην αφήσετε ανήμπορο, δικό σας άνθρωπο, μα ούτε το κουτσό γαϊδούρι….  
Από συμπόνια εκεί, αυτοί, δεν ξέρουνε, αυτοί  από τέτοια δεν χαμπαριάζουν… Αυτοί εκεί, ποτέ ανάγκη δεν είχανε, δεν έχουνε την ανέχεια. 
Δεν έχουν στενοχωρηθεί, δεν έχουνε πεινάσει…  
Δεν πείνασαν,  δεν δίψασαν, δεν ίδρωσαν, τον οδοιπόρο, τον ξένον,  τον ανήμπορο, την κούραση,  την πείνα του αλλουνού να καταλάβουν… 
Να ανοίξουνε την πόρτα του σπιτιού τους, το κονάκι τους, ο ξένος να κονακιέψει. 
Να του στρώσουν το στρώμα, βραδιά να κοιμηθεί, στην τάβλα τους  το ψωμί να δοκιμάσει…  
Εκεί, ο Θεός το λάδι βρέχει!... 
Αλλά αυτοί στον άλλον,  στον πεινασμένο, στο περαστικό, στον οδοιπόρο,  στον διαβάτη,  στον ανήμπορο, στον πεινασμένο στρατηλάτη, την σταγόνα τους, στο τζάμπα, δεν την δίνουν… 
Να στάξει η στάλα του λαδιού, να βρέξει να μαλακώσει ο λάρυγγας του περαστικού, ο λαιμό του ανήμπορου… να στάξει η σταγόνα στην κοιλιά του πεινασμένου… 
Το άνθρωπό σας θα εκμεταλλευτούν  τον μπέτσο θα του βγάλουν και προκοπή δεν θα το αφήσουν, δεν πρόκειται να κάνει. Και το κουτσό, ακόμα, ακόμα, το κολοβό γαϊδούρι, νηστικό, κουτσαίνοντας, φορτωμένο, στο μύλο αγκομαχώντας θα πηγαίνει και γρήγορα από την αφαγανιά, την δίψα θα [πεθάνει] ψοφήσει… .

Και πάντα, πάντοτε να έχετε κατά νου, τον Κώστα Μάγκ, που περήφανα, αυτά τα λόγια, στον πονηρό εισαγγελέα είπε: 
-Έτσι δεν είπαμε, δεν συμφωνήσαμε, μάγκα μου εισαγγελέα;... 
Γιατί τώρα την συμφωνία δεν τηρείς;… 

Ο Κώστας Μάγκας, [με αυτό το παρατσούκλι], από του Σέρβου την Γορτυνία, παρέμεινε στο Κοπανάκι Μεσσηνίας ανήμπορος. Όμως του εκμεταλλεύτηκαν την αδυνασιά του, μέχρι και ο πονηρός  ο εισαγγελέας, όπως αναφέρει στο Άρθρο του  ο κ Πίπης Κομιανός στο  Blog Κομιανός Πίπης (Κοπανάκι)

Αυτά τα λόγια στην πράξη να τηρήσετε, να τα έχετε σαν κάτι ιερό, σαν να είναι το βαγγέλιο και θα έρχεται  ακόμα και από τον Άδη η ευχή μας. 

Πιο κάτω από την Ααρκαδιά[ Κυπαρισσία] οι τότε μαστόροι  προσπαθούσαν να μην αφήσουν και δεν άφηναν δεν εγκατέλειπαν, όχι άνθρωπο δικό τους, μα ούτε το κουτσό γαϊδούρι τους… 
Είναι αλήθεια;... 
Για να το λένε αυτοί οι κοσμοπερπατημένοι… Κάτι θα ήξεραν κάτι θα καταλάβαιναν κάτι περισσότερο θα διαισθάνονταν.
Αλλά… Έτσι ήσαν οι συνθήκες της ζωής τότε… 
Ήσαν πολλοί, οι  της πολύ ανέχειας, της πείνας, οι Γορτύνιοι και που να βρουν και αυτοί, με αυτούς, την άκρη; 
Μπορούσαν όλους, να τους στομώσουν, να τους χορτάσουν;… 

Οι Λαγκαδιανοί, και όλοι οι Γορτύνιοι μαστόροι οι κτιστάδες συνήθως τον χειμώνα, από Οκτώβρη μέχρι τα Χριστούγεννα πήγαιναν για δουλειά στην κοντινή Μεσσηνία. Η Μεσσένια όπως την λέγανε τότε οι μαστόροι την Μεσσηνία,  συνορεύει με την Αρκαδία και περισσότερο με την Γορτυνία. 
Τα όρια, τα σύνορα της Αρκαδίας παλαιότερα έφταναν πιο κάτω από την πόλη της Κυπαρισσίας η οποία ονομαζόταν Αρκαδιά.  
Το Ιερόν, ο Ναός, ο Επικούρειος Απόλλωνας, ήταν και ανήκε γεωγραφικά  στην Αρκαδία. 

Το χειμωνιάτικο ταξίδι των Λαγκαδινών,  των Γορτυνίων μαστόρων, συνήθως ήταν στην Μεσσηνία.  
Όμως γιατί;  
Διότι εάν δεν έβρισκαν δουλειά για κτίσιμο, θα εύρισκαν δουλειά στις ελιές, θα μάζευαν τις ελιές και έτσι θα έβγαζαν έστω το λίγο μεροκάματο. 
Οι Γορτύνιοι τότε ήσαν πολύ εργατικοί και το καλό μεροκάματο, το μεγάλο, το ήθελαν, μα και το λίγο, δεν το αφήνανε. 
Δουλεύανε σε όλες τις δουλειές!… 
Το όχι το δεν το λέγανε, το δεν δουλεύω, το δεν θέλω, δεν το ξέρω, δεν το ξέρανε!.. 
Παντού και πάντα, στα πάντα, εργατικοί, τίμιοι, φιλότιμοι και πρόθυμοι!.. 

Με το λίγο, λίγο το καθημερινό μεροκάματο θα γέμιζε ο τορβάς!… 
Θα έβγαινε το χειμωνιάτικο καζάντι!. 
Θα γύριζαν με τα μπουλούκια  τους, τα Χριστούγεννα στις φαμελιές τους  έστω με τα λίγα προφαντά,  και το σπάνιο τότε για αυτούς το λάδι, για να έχουν να ρίξει η φαμελιά, να ρίχνουν με το αδράχτι, με το αγκίνι του αδραχτιού,  λίγο, λίγο το λάδι στα λάχανά τους, να νοστιμίσουν!..   
Θα έφερναν την λίγη μαύρη ξερή σταφίδα και δύο, τρεις, τσαπέλες σύκα, να γλυκάνουν το στόμα των παιδιών τους. 

Οι Μεσσήνιοι, λόγω του ότι εις την Γη τους φύεται και ευδοκιμεί πολύ καλά η αειφόρος,  η ευλογημένη ελιά,  ήταν και είναι η γη της επαγγελίας, έχουν εύκολη και ξεκούραστη σοδειά, και χορτάτη,  πλούσια, ζωή!...   
Όμως η εύκολη ζωή έχει τα καλά της, έχει και τα κακά της...
Τους είχε και έχει κάνει λίγο μαλθακούς, και κατά το πλείστον άτεχνους.  
Τότε οι πολλοί, πολύ λιγότερο  ασχολούντο με τα γράμματα, τις τέχνες και τις επιστήμες. 
Συνήθως αυτοί που ασχολούντο με τα γράμματα και τις επιστήμες ήσαν οι φτωχότεροι, που προσπαθούσαν έτσι να καλυτερεύσουν την ζωή τους και να ανεβάσουν το οικονομικό και κοινωνικό τους επίπεδο. 
Οι πλούσιοι, οι αρχοντονοικοκυραίοι οι περισσότεροι, ήσαν αδιάφοροι σε αυτά, ολίγον εγωϊστές και καλοπερασάκηδες, άπονοι, εαυτούληδες, δεν καταλάβαιναν από ανέχεια, φτώχεια και πόνο, δεν συμπονούσαν τον άλλον. 
Δεν είχαν ανεπτυγμένη την αλληλεγγύη, δεν ήξεραν, το  «βοήθαμε να σε βοηθώ να ανεβούμε το βουνό», όπως οι Γορτύνιοι... 
Διότι δεν είχαν βουνά με δυσκολίες, και αυτό το μεγάλο κακοτράχαλο βουνό, της φτώχειας, της ανέχειας… 

Δεν φρόντιζαν για τους άλλους, δεν αγωνιούσαν για την μόρφωση τους, και την μόρφωση σε επιστήμες των παιδιών τους, όπως οι Γορτύνιοι και οι Αρκάδες… 
Δεν μοχθούσαν αναζητώντας την τύχη τους, αναζητώντας το καλύτερο, επιδιώκοντας  τα γράμματα,τις επιστήμες,  τις τέχνες, για την καλυτέρευση της ζωής των παιδιών τους… 
Δεν είχαν και την ανάγκη. 
Τα είχαν όλα τα αγαθά πλουσιοπάροχα!  
Ήταν και είχαν τότε και τώρα τις ελιές, το λάδι!... 
Το μάνα εξ Ουρανού!… 


Οι Λαγκαδινοί μαστόροι τους θεωρούσαν τυχερούς, όμως τους είχαν χαρακτηρίσει άπονους, απρόκοπους και με το δίκιο τους…. Και με μεγάλο παράπονο χωρίς να τους εχθρεύονται, να τους ζηλεύουν, να τους μισούν, έλεγαν:   
-Ο Θεός τους έκανε έτσι…. αφού έχουνε την ελιά… και εμείς τα πουρνάρια… Αυτοί έχουν την θάλλουσα πορτοκαλιά και εμείς την ανθισμένη την μουρτζιά!… Αυτοί τρώνε την ελιά και βρέχουν το χάσικο ψωμί στο λάδι και εμείς, όπου την βρούμε την γλύφουμε... το στόμα μας να νοστιμεύσει!...
Σε εμάς εκεί κάθεται σταυροπόδι, ή φτώχεια, η ανέχεια...  
Και με το ζόρι φεύγει..
Εμείς τρώμε το γκόρτσο, το βελάνι,  την μπομπότα, το σμιγάδι… Και κείνα να μη φτάνουν... Είναι λίγα…. 
Και αν υπάρχει  καμιά ξερή μπουκιά ψωμί  από κριθάρι, ή, σμιγάδι, την βρέχουμε στης αρμιάς, την άρμη!… 
Στης αρμιάς την άρμη!…  Και αυτή να υπάρχει….  
Για να μη πάει και το αλάτι της χαμένο!...  

Ο χορτάτος τον νηστικό,  τον πεινασμένο, ποτέ δεν  τον γρικάει, ποτέ δεν τον πιστεύει, δεν τον καταλαβαίνει!... 
Αυτοί ξαπλώνουν στον ίσκιο της ελιάς και το λάδι βρέχει στην Κορώνη!...
Και έχουν τον μπάρμπα τους στην Κορώνη, που όλα τα διορθώνει!... 
Και αυτούς, τους νοιάζεται, τους φροντίζει!... Τους ξαλαφρώνει!...
Και σένα ποιος είναι και πού  είναι ο μπάρμπα σου ρέεε  Γιάννη;… 
Έτσι έλεγε ο μάστορας στο μαστορόπουλο. 

Το πρώτο ταξιδιάρικο μαστορόπουλο με αφέλεια του απαντούσε: 
-Νάτος… Νάτος!…  
-Στραβωμάρα έχεις, δεν τον βλέπεις; 
Και έδειχνε τον ίδιον… 
Και τότε, έτρωγε τις σφαλιάρες του, για την απερίσκεπτη, την ασέβαστη συμπεριφορά του, για να μάθει να σέβεται και για να ξυπνήσει. 

Ένεκα αυτού του χαρακτήρα τους, οι Γορτύνιοι δεν άφηναν εκεί τότε να παντρευτούν τα μαστορόπουλα.  Σπάνια πάντρευαν εκεί κανένα από τα πολλά κορίτσια τους για να έχουνε το αποκούμπι. 
Το θεωρούσαν εγκατάλειψη και το είχαν στενοχώρια, και αυτό το απόφευγαν. Δεν εγκατέλειπαν εκεί  ούτε το κουτσό γαϊδούρι τους, που δεν μπορούσε να περπατήσει να φτάσει στα Λαγκάδια. 

Μόνο οι τσέλιγκες, οι τσοπάνηδες που πήγαιναν τα γιδοπρόβατα τους στα χειμαδιά, πάντρευαν τα παιδιά τους με τους καλούς, τους διαλεχτούς ντόπιους. Αυτοί  εκεί βρήκαν καλό τόπο  και έγιναν με την εξυπνάδα τους, την εργατικότητα τους και την αξιοσύνη τους νοικοκυραίοι.. 
Και τώρα υπάρχει εκεί η εξέλιξη, το κοινωνικό μπόλιασμα!... 

Οι μαστόροι το  είχαν σε προσβολή μεγάλη, την εγκατάλειψη αδύναμου ανθρώπου ή πλάσματος τους εκεί. Προσπαθούσαν να το φτάσουν σιγά,  σιγά μέχρι την Αρκαδιά, την περιοχή της Κυπαρισσίας,  της Φιγαλία, που έλεγαν πως συγγενεύουν με αυτούς, και τους θεωρούσαν πως είναι πιο συμπονετικοί, είναι πιο καλά, εκεί για να το αφήσουν, να τον εγκαταλείψουν, άνθρωπο, η ζω τους. Εκεί νόμιζαν πως είναι πιο φιλόξενοι πονετικοί οι άνθρωποι… 
Είχαν δίκιο;… 
Ή άδικο;… 
Βεβαίως τώρα έχουν διαφοροποιηθεί οι συνθήκες ζωής και οι χαρακτήρες των ανθρώπων. Αν μετοικούσαν εκεί οικογενειακώς θα ήταν καλύτερη η ζωή τους.

Όμως τότε οι Γορτύνιοι Λαγκαδινοί μαστόροι ήσαν  οι κοσμοπερπατημένοι ταξιδιάρηδες, γύριζαν, ανά τον κόσμο και έκτιζαν σπίτια, γεφύρια, εκκλησιές, σχολεία και καμπαναριά. Γνώριζα καλά, καλά, τα ήθη και έθιμα του κάθε τόπου, την νοοτροπία, την συμπεριφορά τους ,το ήθος, την τιμιότητα και το φιλότιμο των ανθρώπων.  Και ανάλογα τους σχολίαζαν και τους συμπεριφερόταν, με τον δικό τους έξυπνο τρόπο. 
Με το τραγούδι για να τους χαρακτηρίσουν, να τους παινέψουν, και με την δική τους γλώσσα την μαστορική να τους περιπαίξουν, να τους κοροϊδέψουν, χωρίς οι άλλοι να τους παίρνουνε χαμπάρι. 

Αλλά αυτοί,  οι τότε άνθρωποι, κάτι περισσότερο θα καταλάβαιναν, είχαν μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής, κάτι θα διαισθανόταν, κάτι θα ήξεραν καλύτερα από εμάς που έτσι συμβούλευαν και έλεγαν: 
Πάρε, προτίμησε, τσαρούχι, παπούτσι, από τον τόπο σου και ας είναι και μπαλωμένο!...

Έτσι και τώρα αυτή την συμβουλή  τους, ας γυρίσουμε το αυτί μας, ας το σιμώσουμε λίγο πιο κοντά να την ακούσουμε...  Να ακούσουμε αυτούς!...
Να παίρνουμε τσαρούχι, παπούτσι από τον τόπο μας!... 
Και ας είναι μπαλωμένο!... 

Να αγοράζουμε να προτιμάμε προϊόντα του τόπου μας και ας είναι και κατώτερα, διότι η δύναμη, το χρήμα  θα παραμείνει θα βρίσκεται  πάλι στους δικούς μας ανθρώπους, στον τόπο μας, στην Πατρίδα μας, δεν θα φεύγει στο εξωτερικό, και θα γυρίσει λίγο ή πολύ  από τις δουλειές, πάλι σε εμάς. 
Θα γίνει ο οικονομικός κύκλος της παραγωγής οικονομικών αγαθών…. 

Έτσι και μόνο έτσι, θα φύγει η κρίση, η φτώχεια, η μιζέρια… από την Χώρα μας και όχι από τα δανεικά αλεύρια  που τρώμε του γείτονα…  
Που δανειζόμαστε για κατανάλωση από τις διεθνείς χρηματαγορές 
Τα δανεικά είναι καλά μόνο, όταν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή οικονομικών αγαθών και ποτέ, μα ποτέ, για την προμήθεια, την αγορά καταναλωτικών αγαθών… 

Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}
13.11.2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου