Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Της ξενητειάς η ντρίτσα

Δύο ξαδέρφια ήσαν σε μια γειτονιά στο χωριό, καλά, όμορφα, έξυπνα και αγαπημένα, ο Παρασκευάς και ο Λάμπης. 
Μαζί μεγαλώσανε και τα δυο, τρώγοντας με το ένα το ξύλινο κουτάλι, όπως οι περισσότεροι τότε στο χωριό,  στη ίδια σουπιέρα,στο ίδιο το σαγάνι, τα λάχανα, τον τραχανά, την βραστογαλιά, τις φακές, την φασολάδα, τα ρεβίθια.
Και οι κουταλιές ήσαν ίσιες- ίσιες και δίκαιες, όπως λέγανε και τις μετράγανε, μία σου και μία μου, όπως έπρεπε, για να μη γίνει αδικία, να μη ρίξει, ο ένας, τον άλλον….
Μαζί πηγαίνανε στο σχολειό στην ίδια τάξη, στην ίδια φυλλάδα διαβάζανε τα γράμματα να μάθουν. Δεν είχανε φυλλάδα, δεν είχανε τα έχοντα, να αγοράσουν οι δυό τους, δύο φυλλάδες, είχαν περίσσια φτώχεια, αντάμα και στα παιχνίδια. 


Μαζί φτιάγνανε από το μέλεγο τις  καλές τις σφεντόνες τους και σκοτώνανε τα πουλιά. Όμως  με την δεξιοτεχνία τους  αυτή ήσαν άριστοι  και στο σημάδι. Και με τις σφεντόνες  τους στραβώνανε όλες τις  γάτες, όταν  σουρούπωνε, κοντά το  βράδυ, βράδυ  που τα ματάκια τους στις γάτες λαμπύριζαν και τους ήτανε  για το καλό σημάδι.

Τα καλοκαίρια, όταν σταματάγανε τα σχολεία, ό Λάμπης  βόηθαγε την οικογένεια. Τα γιδοπρόβατα του έβοσκε στο βουνό και άρμεγε την στάνη, από κοντά πήγαινε  και ο Παρασκευάς  με τις δύο μαρτίνες του [γιδούλες].
Τις γίδες, πήγαινε για βοσκή και τις γκόμενες πήγαινε στο γαμπρό,  για να καλοπεράσουν, που ήταν Αύγουστος και ήταν και η εποχή τους.
Να σμίξουνε με το τραγί, για να συνεχιστεί η πλάση, να γίνει η θεία δημιουργία…

Εκεί στο βουνό μαζί, αξεσυνέριστα, έτρωγαν το ξινόγαλο από τα γιδοπρόβατα  του Λάμπη, που το μαζεύανε μέσα στο λεβέτι να φτιάξουνε τον τραχανά, τις χυλοπίτες,  στην αγκορτσιά το είχανε κρεμασμένο….

Τα ξαδέλφια μεγάλωσαν και ήρθε η ώρα τους, ο καθένας τους να τραβήξει το δρόμο του, δική του προκοπή να κάνει…
Ο τόπος στο Χωριό είναι στενός, η Γη τους δεν τους χωράει…
Ο Λάμπης διάλεξε και κράτησε του πατέρα του την στάνη….
Ο Παρασκευάς δεν είχε μεγάλο κλήρο στο χωριό, είχε μόνο ένα μικρό χωράφι, που όλο και όλο   έκανε λίγο σιτάρι που δεν έφτανε ούτε για το μισό  τον χρόνο την οικογένεια τους για να θρέψει.
Έπρεπε για την ζωή κάτι να κάνει…
Τέλειωσαν τα παιγνίδια και οι σφεντόνες, τα τσιροπούλια, τα σπουργίτια, αυτά κοιλιά δεν την γεμίζουν…
Έπρεπε να φύγει.

 Χαιρέτησε ο Παρασκευάς τον Λάμπη και του λέει:
- Έλα ξάδερφε να φιληθούμε…
Δεν ξέρω, μόνο ένας Θεός ξέρει, το πότε και που, και αν θα ξανά  ανταμώσουμε, αν θα ξανά ειδωθούμε…
Φεύγω ξάδελφε φεύγω, δεν με χωράει πια αυτός ο τόπος.
-Για πού;...
-Παίρνω τα μάτια και το δισάκι μου και όπου με βγάλει η άκρη.
Αγκαλιάστηκαν και σαν μικρά παιδιά, έμειναν πολύ ώρα αγκαλιασμένοι δεν ήθελαν να χωριστούνε…

Αλλά η ζωή άλλα λέει…
Δάκρυσαν και χωριστήκανε….
Ο Παρασκευάς με βουρκωμένα μάτια, αμίλητος, δεν ήξερε για που πηγαίνει. Φεύγει ο Παρασκευάς και ο Λάμπρος, βουβός  πίσω μένει και τον αγναντεύει… Μόνο μια κουβέντα ίσα-ίσα που μπορεί να  ψελλίσει, λέει.
-Στο καλό ξάδελφε και η Παναγιά μαζί σου…

Σκαπέτησε ο Παρασκευάς, έφυγε και πάει…
Για πού;...
Περιπλανήθηκε ο Παρασκευάς σε πόλεις και χωριά, με διάφορες δουλειές, για το ψωμάκι, να κάνει…
Δούλευε φιλότιμα, μα και εκεί το ψωμάκι ήταν λιγοστό  δεν φτάνει,ίσια-  ίσια τον έφτανε να φάει….
Προκοπή δεν γινότανε έτσι… 
Έμαθε πως τα καράβια στις θάλασσες ταξιδεύουνε, σε μακρινά ταξίδια και θέλουν παιδιά εργατικά, σκληρά, στην δούλεψή τους.
Του είπανε, πως πάνε και στην Αμερική  που έχει  πολύ  καλή μονέδα, εκεί εμπορεύματα να φορτώσουν, να ξεφορτώσουν, να τα πάνε στης Γης, τα άλλα τα μέρη, στης Γης στον άλλο τον κόσμο…
Έτσι να γίνονται  οι συναλλαγές για να γίνεται νταραβέρι, σε όλο τον κόσμο το εμπόριο…
Εκεί στο φόρτωμα, στο ξεφόρτωμα που ανακατεύεται ο κόσμος, όποιος είναι έξυπνος, οξύς και γρήγορος και μπορέσει και ξελακήσει και στην Αμερική μείνει και για λίγο ή πολύ να κρυφτεί και κατορθώσει εκεί να ξεμείνει, έγινε μεγάλος και τρανός...
Έγινε  ο μπρούκλης!... 
Μετά δεν θα έχει καμία ανάγκη, μα καμία,  έλυσε το πρόβλημά του, θα βοηθάει και την οικογένειά του, τους συγγενείς και τους φίλους του με την μονέδα….
Το δύσκολο, το μόνο πρόβλημα είναι πως στην Αμερική θα φθάσεις;…
Εκεί η μονέδα, τα λεφτά, τα δολάρια, είναι χάμου στο δρόμο!...
Σκύβεις και τα πιάνεις….
Αρκεί η μέση σου να είναι γερή, ευλύγιστη, στο σκύψιμο να αντέχει….
Για τα άλλα εκεί στο Αμέρικα, να μη σε μέλει…
Πέρα βρέχει…
Ακόμα- ακόμα να σου πω και λάδι βρέχει!...
-Λάδι εκεί βρέχει;...
Και εδώ εμείς το ρίχνουμε στα λάχανα με το αδράχτι;…
Και εγώ εδώ, τι κάνω;;…
Περιμένω στο έτσι, από την πείνα, στην μιζέρια να πεθάνω;…

Ο Παρασκευάς  με αυτά που άκουσε ενθουσιάστηκε και αμέσως  απόφαση το παίρνει, στα καράβια μούτσος να μπαρκάρει και όταν το καράβι πιάσει λιμάνι και αράξει  στην Αμερική αμέσως σβέλτα στην προβλήτα του λιμανιού πηδάει και σαν αίλουρος ξεγλιστράει…..
Και αρχίζει αμέσως την μονέδα, τα δολάρια, να μαζεύει…

 Έφθασε στο λιμάνι στον Πειραιά ο Παρασκευάς και βλέπει στην θάλασσα ένα καράβι και από την σκάλα του σβέλτα ανεβαίνει επάνω.
Τον βλέπει ένας αξιωματικός και του λέει:
-Ρε  εσύ τι θέλεις εδώ πάνω;
-Το αφεντικό του καραβιού ζητάω, στην δούλεψή του θέλω να με πάρει…
Μήπως είσαι εσύ;...
Ο αξιωματικό εγέλασε και του λέει:
- Θέλω πέντε ζωές να δουλεύω για να γίνω αφεντικό, να αποκτήσω καράβι και αν το αποκτήσω...
Και ο Παρασκευάς του λέει:
- Με το καλό να το αποκτήσεις.
-Άμα το αποκτήσω θα σε κάνω καπετάνιο…
-Τώρα τι κάνουμε που ψάχνω για ψωμάκι;
Το τότε, το μετά, ένας Θεός μονάχα ξέρει….
Του άρεσε ο Παρασκευάς και αμέσως στον καπετάνιο τον πηγαίνει.
-Κύριε, καπετάνιε, ψάξαμε για ένα μούτσο, ο Θεός μας τον έστειλε, ανέβηκε μόνος του στο καράβι, μου ζήτησε δουλειά, καλός μου φαίνεται και το έφερα σε σένα.
-Καλώς τον νε. Πως σε λένε;
-Παρασκευά.
-Πούθε είσαι;
-Από την Πελοπόννησο.
-Ξέρεις από θάλασσα;
Έχεις ξανά ταξιδέψει;…  Δώσε μου το ναυτικό φυλλάδιο…
-Κύριε, δεν ξέρω, πρώτη φορά βλέπω θάλασσα, πρώτη φορά θέλω στην θάλασσα να ταξιδέψω…
-Φαίνεται καλός και έξυπνος. Τι λες, να τον πάρουμε;
-Και εμένα καλός μου φαίνεται σκληρό παιδί είναι…
-Έτσι φαίνεται, δεν φαντάζομαι όταν περάσουμε το Σουέζ, μεσοπέλαγα, την μάνα του να  γυρεύει;...
Πηγαίνετε γρήγορα απέναντι στον Μανώλη και πέστε του γρήγορα φυλλάδιο να του βγάλει, γιατί μεθαύριο μπαρκάρουμε δεν έχουμε άλλο  περιθώριο…
Αλλά, πρώτα να περάσεις από την κουζίνα, να πεις στο μάγειρα να του δώσει, ψωμί, τυρί, στο χέρι για να φάει, μη μας πέσει σε κανένα δρόμο, μέχρι να φτάσετε, θα το έχει φάει.
Μπροστά θα πηγαίνεις εσύ και αυτός, ας έρχεται τρώγοντας από πίσω σου…

Πήγανε και ο Μανώλης το έβγαλε το φυλλάδιο αυθημερόν…

Γυρίσανε στο καράβι και ο καπετάνιος διέταξε αμέσως να του δώσουν  την φορεσιά του ναύτη και να τον περιφέρουνε και να του δείξουν το καράβι και να του αναφέρουν, αυτά που του λένε, τα πιάνει, τα καταλαβαίνει.
Έτσι και έγινε. Τον περιφέρανε και του δείχνανε του καραβιού τα μέρη, τα εξαρτήματα και πως τα λένε στην ναυτική την γλώσσα.
Μόλις τέλειωσε η περιήγηση  ο αξιωματικός του λέει:
-Τώρα προχώρα εσύ μπροστά και λέγε μου, εσύ το  δάσκαλο σε εμένα να κάνεις, για να δω, τι έμαθες τόση ώρα τώρα…
Σε όλη την περιήγηση όλα τα έλεγε σωστά, μόνο έκανε ένα λάθος.
Εμπέρδεψε την πλώρη με την πρύμνη…
Και αυτό έγινε γιατί τον άρχισε ανάποδα και έχασε τον προσανατολισμό του….

Μπράβο Παρασκευά, τα είπες όλα σωστά και με την πρώτη…
Το ίδιο λάθος έκανα και εγώ όταν πρώτο μπήκα στο καράβι, ας ήμουνα και από την σχολή βγαλμένος…
Επήρε το φυλλάδιο και μπαρκάρανε.
Τώρα, είχε ο Παρασκευάς το φαγητό, το έχει εξασφαλισμένο και ήταν ενθουσιασμένος.
Τον ρώτησαν μη ήθελε πριν φύγουνε κάτι να πάρει κοντά του και αυτός το μόνο που τους ζήτησε να του πάρουν, ήταν η Αγγλική μέθοδος διδασκαλίας άνευ  διδασκάλου.
Του την πήρανε και του την χαρίσανε και του είπανε όταν ξεκουράζεται να διαβάζει, πολύ καλό θα του κάνει, θα μπορεί να συνεννοηθεί, με όλον το έξω κόσμο.
Την άλλη μέρα πρωί, πρωί και πριν ο ήλιος σκάσει στο Υμηττό,  είχανε σαλπάρει  και ο Παρασκευάς όνειρα έκανε για την Αμερική και κατάστρωνε τα σχέδια, το πώς θα ξελακίξει.
Το καράβι μόλις εβγήκε από το λιμάνι, ρώτα βάζει για το Σουέζ και την Τρίτη ημέρα περνάει τα στενά.
Εκεί κατάλαβε πως το καράβι δεν πάει στην Αμερική αλλά στην Αραπιά  πηγαίνει

 Δέκα εννέα μήνες δούλεψε και έκανε ταξίδια, στα Αραβικά Εμιράτα. Και από λιμάνι σε λιμάνι σταματημό δεν είχανε καθόλου, μόνο το φόρτωμα, ξεφόρτωμα. Του είπανε από το καράβι μη ξεγελαστείς και απομακρυνθείς θα χαθείς, το καράβι θα φύγει, δεν περιμένει.
Κανένας δεν θα σε αναζητήσει. 

Εδώ επικρατούν άλλα ήθη, έθιμα και συνήθειες και για τον Θεό, τον Χριστό, καθόλου δεν μιλάμε,  για να μη βρούμε τον μπελά μας… 
Εδώ έχουν άλλο Θεό, τον Αλλάχ!... Τον σέβονται, γονατιστοί προσεύχονται και δεν τον βλασθημάνε...
Προσοχή- προσοχή μη σου ξεφύγει κουβέντα...
Εκείνη την στιγμή ο Παρασκευάς θυμήθηκε τον παππούλη του που τραγούδαγε το τραγούδι.
«Τα ξένα θέλουν φρόνημα, θέλουν ταπεινοσύνη, θέλουν λαγού πηδήματα και πέρδικας αχνάρια»
Όλοι τους στο χωριό, τον Παρασκευά τον είχανε για χαμένο, σημεία ζωής από τότε που έφυγε δεν είχε δοσμένο...
Μόνο οι δικοί του και ο ξάδελφος του ο Λάμπης συχνά ανάβανε στα εξωκλήσια το καντήλι και κάνανε την προσευχή τους, για την καλή είδηση-καλό μαντάτο για να έρθει…

Το  καράβι βρήκε ναύλο καλό  από εκεί να φορτώσει για την Αμερική να πάει…. Ο Παρασκευάς το χάρηκε, αυτά που είχε κατά νου σε κανένα δεν τα μολογάει… Μόνο ρώτησε εκεί στο λιμάνι, στην Αμερική ποια γλώσσα μιλάνε.
Του είπανε τα αγγλικά.
Ο Παρασκευάς το χάρηκε και διάβαζε πολύ την ώρα της ξεκούρασης από την μέθοδο άνευ διδασκάλου και μέχρι την Αμερική να φθάσει το καράβι είχε μάθει πολλά, ήξερε να συνεννοείται 
Μετά από δύο μήνες και βάλε το καράβι έφθασε στην Αμερική και έδεσε στο λιμάνι.
Το φορτίο ξεφορτώσανε  και άλλα εμπορεύματα φορτώσανε, το καράβι ήταν έτοιμο να φύγει.

Ο Παρασκευάς πλησιάζει τον αξιωματικό  που τον είχε πρωτοσυναντήσει και του λέει:
-Θέλω κάτι να σας ειπώ, νομίζω πως έχεις μπέσα.
Ο αξιωματικός ξαφνιάστηκε, νόμισε πως είναι κάτι για το καράβι θα ήθελε να του πει, αβλεψία, δολιοφθορά, για το καράβι ζημιά μεγάλη.
-Λέγε γρήγορα Παρασκευά, η ώρα περνάει, φεύγουμε…
Παρατήρησες είδες κάτι στο καράβι;…
- Όχι… όχι… Κάτι άλλο θα σου πω για να το βαστήξεις μυστικό.
–Λέγε, λέγε το Παρασκευά, λέγε το.
-Εγώ τώρα φεύγω στο λέω για να μη με ψάχνεται και να μη ανησυχείτε  θα την κάνω την απόπειρα και ότι θέλει ο Θεός ας γίνει…
Ένα να πεις στο καπετάνιο, στα μέσω πέλαγα, πως βρήκες αυτό το γράμμα. Και του δίνει το γράμμα.
-Σας ευχαριστώ όλους σας για το ψωμάκι που μου δώσατε, καλά ταξίδια και ο Θεός μαζί μας.
Έσκυψε του φίλησε το χέρι και σαν αίλουρος πήδησε στην προβλήτα και μέσα στο κόσμο εχάθει.

Το πλοίο ήταν έτοιμο για απόπλου. Έγινε  συναγερμός στο πλοίο για να γίνει αναφορά ότι είναι όλα εν τάξη και να μετρηθούνε.
Μετρήθηκαν και ο Παρασκευάς λείπει….
Όλοι βεβαίωσαν πως πριν λίγο τον είδαν…
Έψαξαν παντού μα δεν τον βρήκαν, έγινε η σχετική αναφορά στις λιμενικές αρχές και το καράβι φεύγει…
Και  στα μέσω πέλαγα ο αξιωματικός έκανε πως έψαξε τα πράγματα του Παρασκευά και  κάνει πως βρίσκει το γράμμα και στο καπετάνιο το πάει και το διαβάζει….
-Μη με ψάχνετε, είμαι καλά, την έκανα την απόπειρα, ήρεμες θάλασσες, καλά ταξίδια , σας ευχαριστώ όλους σας.
-Να είναι καλά το παιδί και ο Θεός μαζί του… Μας ενημέρωσε ήταν καλό παιδί και θα προκόψει… Και στέλνει σήμα στο λιμενικό, πως ο Παρασκευάς, δεν έπαθε κακό αλλά λαθραία στην Χώρα τους αποβιβάστηκε

Έψαξε στο δρόμο ο Παρασκευάς να βρει λεφτά, δολάρια, όπως του είχανε ειπωμένο, δεν βρίσκει ούτε σέντζι… Τότε καλά το ένοιωσε, ότι με το φιλότιμο και την δουλειά, προκοπή μπορεί να γίνει…
Και ρίχτηκε  και πάλι στην δουλειά με περισσότερη όρεξη από πρώτα.
Εκεί στο Αμέρικα μόνο η αξιοσύνη σου μετράει…
Και σαν άξιος άρχισε να προκόβει…

Αμέσως γράμμα στέλνει στους δικούς του και στον ξάδελφό του τον Λάμπη με ένα πεντοδόλαρο για χαιρετίσματα  στο καθένα… Όλοι το χάρηκαν και μαθεύτηκα στο χωριό, πως ο Παρασκευάς ζει, που τον είχανε ξεχασμένο,  τον λέγανε για πεθαμένο….
Μετά από λίγο, δύο δέματα ήρθανε στο χωριό από την Αμερική σταλμένα, από τον Παρασκευά με ρουχισμό γεμάτα,  ένα για τους γονείς του και τα αδέλφια του και το άλλο για τον ξάδελφο του τον Λάμπη.

Το ανοίγει ο Λάμπης το δέμα και του είχε ρούχα, κουστούμια, αφόρετα, του είχε και ένα καλό καπέλο, την ντρίτσα. Με όλα ευχαριστήθηκε ο Λάμπης, μα πιο πολύ με την ντρίτσα…. 
Την ντρίτσα την φόραγε ο Λάμπης και έβγαινε στην αγορά τις γιορτινές τις ημέρες και καμάρωνε να τον ζηλεύουν οι άλλοι, πως έχει αγαπημένο ξάδελφο στην Αμερική, που του στέλνει και μονέδα… Πως έχει δύναμη μεγάλη!... 
Και εκεί στην αγορά που έκανε βόλτες και εκαμάρωνε  με το καινούριο παντελόνι, το πουκάμισο και την ντρίτσα, το καπέλο, και είχε και λεπτή βεργούλα, την τσάκιση στο παντελόνι να κτυπά, να ξεσκονίζει να κάνει την φιγούρα του, για αστείο τον πείραξε ένας νεαρός και για το με γεια, θέλησε σκαμπίλι  στο σβέρκο να του δώσει.
Ο Λάμπης φυλάχτηκε και το σκαμπίλι την ντρίτσα πετυχαίνει και την ρίχνει στα διπλανά τα βάτα…
Του είπε ο Λάμπης με θυμό την ντρίτσα του, να πιάσει, και αυτός χασκογελούσε…
Ο Λάμπης αυτό το θεώρησε προσβολή και το μαχαίρι του από την θήκη του τραβάει, το δάχτυλο του κόβει…

Ο τσοπάνος, ο τσέλιγκας, τότε νομίμως για προστασία του στο βουνό και περισσότερο για τις ανάγκες της στάνης έφερναν στην ζώνη τους, το καλό, το κοφτερό μαχαίρι]
Την ντρίτσα ένα άλλο τσοπανόπουλο με την γκλίτσα του με σεβασμό από τα βάτα πιάνει, του την δίνει και την φοράει.

Η υπόθεση αυτή στο δικαστήριο φτάνει.
Οι σεβάσμιοι γέροντες του χωριού επενέβησαν τα πράγματα να σιάξουν, να μη γίνει το κακό πιο μεγάλο…
Και μεταξύ τους, οι οικογένειες δώσανε αμοιβαίες εξηγήσεις και θεωρήθηκε, ως πράξη, της κακία ώρας, της κακιάς στιγμής…

Όμως το δικαστήριο ήταν αυτεπάγγελτο και έπρεπε με την διαδικασία  να γίνει… Είπανε, ότι είπανε, οι μάρτυρες τα πράγματα να μαλακώσουν και  εφόσον τα συμβιβάσανε, ο Λάμπης για την πράξη της αυτοδικίας, στα μαλακά να πέσει…

Η δίκη έφτασε προς το τέλος.
Ο πρόεδρος τον Λάμπη τον κατηγορούμενο ρωτάει:
-Κατηγορούμενε τι έχεις να μας πεις;
Και ο Λάμπης απαντάει:
-Κύριε πρόεδρε, κύριε δικαστή, τα πράγματα από μόνα τους μιλάνε…
Όλοι η σύνθεση του δικαστηρίου σάστισε, ξαφνιάστηκε…
Ο πρόεδρος πάλι τον ερωτάει:
-Και τι λένε;
-Εγώ κύριε πρόεδρε, στην ζωή μου ποτέ ψέματα,  ποτέ δεν λέω…
Τώρα εδώ θα ειπώ ψέματα που με ακούνε τόσοι και μετά, πως θα βγω, στην αγορά, στην κοινωνία;
Θα βγω για την μόστρα;..
Για να με λένε ψεύτη;
-Να λένε, να έρχεται, περνάει ο ψεύτης και όλοι να με αποφεύγουν;
Τα τέτοια εγώ τα συγχένουμαι δεν τα κάνω…
Καλύτερα να πεθάνω…

Ο πρόεδρος του λέει:
- Επί του θέματος τι έχεις να μας πείς;
- Κύριε πρόεδρε… Άλλο είναι η αφορμή και άλλα είναι τα αίτια…
-Ποια είναι αφορμή και ποία είναι τα αίτια;
-Δεν  μου κακοφάνει, δεν το έχω μέσα μου μαράζι, για το σκαμπίλι στην μέση της αγοράς που πήγε να μου δώσει, για να με περιπαίζει, μα το έχω καημό τρανό,  προσβολή μεγάλη για την ξενιτεμένη ντρίτσα, που μου έστειλε από την ξενιτειά,  από την Αμερική ο πρώτος ξάδελφος μου, που αυτή, εξ αιτίας του έπεσε στα βάτα.... Του είπα να την πιάσει, δεν την σεβάστηκε, δεν την έπιασε,  με περιέπαιζε και με περιγελούσε…
Προσβολή μεγάλη κύριε πρόεδρε, σε μένα, στην ντρίτσα και στον ξάδελφο μου, που έχω χρόνια να τον δω, και όλοι στο χωριό τον είχανε ξεγραμμένο, τον είχανε στα ξένα πεθαμένο…
Εγώ από το μυαλό μου ποτέ δεν τον είχα βγαλμένο….
Δεν  θα είναι για αυτόν, τον ξάδελφο μου, προσβολή μεγάλη, εάν δεν συμπεριφερόμουν έτσι;…
Και σεις να είσαστε στην θέση μου, τα ίδια θα κάνατε, ίσως και πάρα πάνω…

Τώρα κύριε πρόεδρε σε παρακαλώ να τελειώνουμε να πάω και στα γιδοπρόβατα μου… Εκεί στο μαντρί κλεισμένα που είναι θα βελάζουν...
Για την τιμή του εξαδέλφου μου και για την ντρίτσα του, που ήρθε από την ξενιτειά,  χαλάλι και η μισή  μου η στάνη.
-Ώστε αυτά ήσαν τα αίτια και η αφορμή. Τώρα κύριοι συνήγοροι δηλώνετε στο δικαστήριο ότι τα συμβιβάσανε, για να μη έχουμε πάλι μία από τα ίδια…
Οι συνήγοροι είπαν:
-Ναι κύριε πρόεδρε τα συμβιβάσανε.
Ο πρόεδρος λέγει:
- Για την τιμή και την υπόληψη της ξενιτεμένης ντρίτσας,  έγινε ότι έγινε…  

 Όμως... Τα συμβιβάσανε!... Το δικαστήριο αμφιβάλλει, και απαλλάσσει…
Και  όλα για την ντρίτσα!...
Η ντρίτσα έγινε σύμβολο.
«Του... Άλλα τα αίτια και άλλο  η αφορμή»
Και όλοι, σε παρόμοιες περιπτώσεις, λένε:
 «Για την τιμή, την υπόληψη, της ντρίτσας!...»

Γιάννης Στ Βέργος [g
ortynios.isv
]
01/01/2018
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου