Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

 Μη κατακρίνετε τους γονείς, αν και εσείς γονείς ακόμα δεν είστε....
Ο πατέρας και η μάννα τον αδύναμο στο σώμα και στο μυαλό παιδί,  προσέχουν και πιότερο αγαπάνε....
Και έτσι πρέπει να κάνουνε, τα αδέλφια να συμβαδίζουν, όλα τους στην προκοπή να πάνε..

Γιάννης Στ Βέργος (gortynios.isv)
Περιστέρι  17/2/2024

Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

Ετούτην την παραβολή είπε ο Κύριος τότε:
Ένας γονιός με δυο γυιούς - άξιος προκομμένος,
εζούσε βίο ήρεμο, - πολύ ευτυχισμένος.
Ώσπου μια μέρα ο μικρός, - απείθαρχος του λέει:
Πατέρα, δος ‘μου από το βιός σου - ότι κι αν μου ανήκει,
τι σ’ άλλον τόπο άγνωστο - θέλω να πα’ να ζήσω.
Κι εκείνος με βαρειά καρδιά - του κάνει το χατίρι.
Το μερδικό του του’ δωσε, - μα όχι την ευχή του,
κι ο γυιός, καβάλα στ’ άλογο, - πηγαίνει σε άλλα μέρη.
Κι εκεί όπου νυχτώθηκε, - διαλέγει για να ζήσει,
κι αρχίζει σπάταλη ζωή - να ζει στον ξένο τόπο.
Όλο το βιός του ξόδεψε, - και τα υπάρχοντά του,
όχι σε έργα αγαθά, - αλλά στην ασωτεία.
Μα να, σε λίγο έπεσε - στη χώρα δυστυχία
κι ο γυιός στερήθη το φαΐ, - και το ψωμί ακόμα.
Τρέχει και πάει στον άρχοντα, - πολύ ταπεινωμένος.
Πάρε με άρχοντα καλέ, - να σε υπηρετήσω,
μόνο φαΐ να μου ‘δινες - την πείνα μου να σβήσω.
Κι εκείνος τονε συμπονεί, - χοιροβοσκό τον παίρνει,
να βόσκει όλα του τα ζα, - εις τα λιβάδια πέρα,
να τρώει ξυλοκέρατα, - όπως και τα γουρούνια.
Και τότε πια νοστάλγησε, - το πατρικό του σπίτι,
και του ‘ρθε η επιθυμιά, - πίσω για να γυρίσει.
Και στον πατέρα κίνησε, - με μαύρο δάκρυ κλαίει:
Πατέρα είμαι άμυαλος, - ζητώ συγχώρεσή σου,
μα με τους δούλους βάλε με, - ψωμί να φα σαν κείνους,
το ξέρω πως σε πόνεσα, - κι εσένα και τη μάνα.
Και του πατέρα η καρδιά, - καθόλου δεν διστάζει
καλεί τους δούλους γύρω, - και αμέσως τους προστάζει:
Ετούτος δω είναι ο γυιός, - ο παραπλανημένος,
ο γυιός μου, που μου χάρισε, - πίκρα, τρανή περίσσεια.
Μα όμως είναι αίμα μου, - κι εγώ είμαι ο πατέρας,
να τον κακίσω δεν μπορώ, - ότι κι αν μου ‘χει κάνει.
Κι ευθύς αγκαλιαστήκανε, - και κλαίνε, κλαίνε, κλαίνε,
και εις τους δούλους έστρεψε, - και πάλι τους προστάζει:
Φέρτε του όλα τα καλά, - τα γιορτινά του ρούχα,
βάλτε τα δαχτυλίδια του, - κρεμάστε τα χρυσάφια,
και σφάχτε αμέσως τώρα δα, - το σητευτό μοσχάρι.
Φέρτε και όλα τα βιολιά, - και το χορό αρχίστε,
ο γυιός μου πίσω γύρισε, - πιότερο μυαλωμένος.
Κι αρχίζει ένα ξέφρενο, - γλέντι πολύ μεγάλο,
ίσια με που ο άλλος γυιός, - στην πόρτα ξεπροβάλλει.
Απ’ τους αγρούς εγύριζε, - με κούραση κι ιδρώτα
και σαν μαθαίνει τι έγινε, - δεν διάβαινε την πόρτα…
Και με περίσσεια την οργή, - ρωτάει τον πατέρα:
Γιατί πατέρα μου, γιατί, - μια τέτοια αδικία,
να κάνεις σε εμένανε, - που τόσα χρόνια τώρα,
σ’ υπηρετώ σε σέβομαι, - κι ότι μου λες το κάνω;
Γιατί σ’ αυτόν τον άσωτο, - τον σπάταλο αδελφό μου,
γιατί του χάρισες πολλά, - το σητευτό μοσχάρι;
κι εμένα δεν μου χάρισες, - ποτέ ούτε ένα κριάρι;
Και πάλι κλαίει ο γέροντος, - κι οι δυο είναι παιδιά του,
κάτι από μέσα του μιλά, - μιλάει και η καρδιά του,
σκληρός να γίνει δεν μπορεί, - κι ετούτος έχει δίκιο.
Τότε απλώνει του τα δυο, - τα μπράτσα και τον σφίγγει,
ευχές του δίνει άπειρες, - στα μάτια τον κοιτάζει,
και κράζει και τον άσωτο, - να ‘ρθει κοντά και τούτος.
Κι αγκαλιασμένοι και οι τρεις, - γίνονται ένα κουβάρι,
και κλαιν, και κλαιν όλοι μαζί, - και τότε βγήκ’ ο ήλιος.
ΛΕΩΝ. Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
( από τήν ποιητική μου συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου